Ήταν φτιαγμένος για ποίηση, όχι για πόλεμο. Τον πέταξαν στην πρώτη γραμμή και δεν γύρισε ποτέ.

Δεν είχε φωνή πολεμιστή. Είχε φωνή σιωπηλής αγάπης. Τα χέρια του δεν ήξεραν όπλο, ήξεραν χαρτί. Και όμως, τον έστειλαν στο μέτωπο. Ο Γιώργος Σαραντάρης, ποιητής της Γενιάς του ’30, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη και μεγαλωμένος στην Ιταλία, έζησε λιγότερα χρόνια απ’ όσα χρειάζεται η Ελλάδα για να αναγνωρίσει έναν ποιητή.

Σπούδασε Νομικά στη Μπολόνια, μιλούσε τη γλώσσα της φιλοσοφίας, αγαπούσε τον Ντοστογιέφσκι, τον Νίτσε, τον Κίρκεγκορ. Πίστευε στην υπαρξιακή ευθύνη του ανθρώπου, αλλά ακόμα πιο πολύ πίστευε στην καθαρότητα

της ποίησης. Δεν έγραφε για να εντυπωσιάσει, έγραφε σαν να προσευχόταν.

Κι όμως, όταν ήρθε ο πόλεμος, δεν κρύφτηκε. Εμφορούμενος από μια βαθιά αγάπη για την Ελλάδα, πήγε εθελοντής στην πρώτη γραμμή του μετώπου στην Αλβανία. Ήταν ασθενικός, σχεδόν εύθραυστος. Αλλά είχε καρδιά δυνατή σαν ποίημα. Έφτασε στο μέτωπο χωρίς να έχει στρατιωτική εμπειρία. Έπαθε τύφο. Επέστρεψε βαριά άρρωστος στην Αθήνα και πέθανε λίγο αργότερα, το 1941.

Δεν πρόλαβε να δει τι σήμαιναν τα λόγια του. Δεν είδε ποτέ τις εικόνες του να ανθίζουν μέσα από τη γραφή του Ελύτη, ούτε την αργή αναγνώριση της αξίας του. Δεν έμαθε ότι θα τον πουν πρόδρομο μιας ποιητικής ευαισθησίας που έλειπε από την Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Ο Οδυσσέας Ελύτης τον έκλαψε δημόσια. Τον αποκάλεσε «η μόνη και πιο άδικη απώλεια». Και κατήγγειλε το επιστρατευτικό σύστημα που άφησε στα καφέ της Αθήνας «όλα τα χοντρόπετσα θηρία» και έστειλε στο μέτωπο «το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα».

Ο Σαραντάρης δεν πέθανε μόνο από τύφο. Πέθανε γιατί κανείς δεν σκέφτηκε ότι υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται για να σώσουν μια χώρα αλλιώς: με λέξεις.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα