Ήταν 4 χρονών. Τον έκαναν Αυτοκράτορα. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε ένα κλουβί

Τον έλεγαν Πουγί. Ήταν μόλις τεσσάρων χρονών όταν τον έντυσαν με αυτοκρατορικά ενδύματα, τον κάθισαν σε έναν χρυσό θρόνο και του είπαν ότι από σήμερα κυβερνά ένα κράτος με ιστορία τεσσάρων χιλιετιών. Δεν καταλάβαινε ούτε τι σημαίνει αυτοκράτορας. Έκλαιγε ασταμάτητα και ζητούσε να πάει σπίτι του. Η μητέρα του απαγορευόταν να τον δει, και ο μικρός Πουγί μάθαινε να χαμογελά χωρίς να αισθάνεται.

Η Κίνα ήταν ήδη σε κρίση. Οι Τσινγκ, δυναστεία των Μαντσού, είχαν χάσει τον έλεγχο. Οι επαναστάσεις είχαν αρχίσει να ξεσπούν

παντού, και στο παλάτι, όσο κι αν ήθελαν να το αγνοούν, καταλάβαιναν ότι το τέλος ήταν κοντά. Ο Πουγί βρισκόταν απομονωμένος στην Απαγορευμένη Πόλη, με νταντάδες και αυλικούς που του απαγόρευαν ακόμα και να αγγίξει τη γη. Το έδαφος του ανήκε, αλλά δεν μπορούσε να το περπατήσει.

Το 1912, ένα χρόνο μετά την ανακήρυξή του ως αυτοκράτορα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ήταν πέντε χρονών και είχε ήδη ζήσει μια παραίτηση που τον σημάδεψε για πάντα. Κανείς δεν τον ενημέρωσε. Συνέχισε να παίζει με τα παιχνίδια του, ενώ έξω ο κόσμος είχε γκρεμιστεί. Κράτησαν τον μικρό Πουγί έγκλειστο στην Απαγορευμένη Πόλη για μια δεκαετία ακόμα, σαν έκθεμα μουσείου, μέχρι να τον διώξουν και από εκεί.

Έγινε μαριονέτα των Ιαπώνων, ένας “Αυτοκράτορας” χωρίς εξουσία στην υποτελή Μαντζουρία. Κυβερνούσε ένα κράτος-βιτρίνα, το Μαντσουκούο, με τους Ιάπωνες στρατηγούς να του υπαγορεύουν ακόμα και πώς να κάθεται. Η γυναίκα του ήταν κατάθλιψη, οι αποφάσεις του κατευθυνόμενες και οι ομιλίες του γεμάτες ψέματα. Ο Πουγί δεν βασίλευε. Υπέγραφε.

Όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν και τον συνέλαβαν, τον έβαλαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Από εκεί πέρασε στα χέρια του μαοϊκού καθεστώτος. Τον έστειλαν σε στρατόπεδο επανεκπαίδευσης. Καθάριζε τουαλέτες. Έγραφε μετανιωμένα γράμματα στον Μάο. Κανείς δεν τον πίστευε. Κανείς δεν τον φοβόταν. Δεν ήταν πια τίποτα.

Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως απλός κηπουρός στο Πεκίνο. Πήγαινε στο πάρκο με το λεωφορείο και επέστρεφε με τα πόδια. Κανείς δεν τον αναγνώριζε. Μια φορά μόνο, σε ένα κατάστημα, τον ρώτησαν με περιέργεια ποιος ήταν. Έγνεψε απλώς ότι “ήταν κάποιος που έζησε σε ένα μεγάλο σπίτι και τώρα έχει μια γλάστρα”. Ήταν 61 ετών όταν πέθανε, χωρίς οικογένεια, χωρίς εξουσία, χωρίς στέμμα.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα