Η χαμένη γενιά που πέθανε δυο φορές. Έχασαν τα νιάτα τους πριν προλάβουν να τα ζήσουν.

11:30 6/7/2025 - Πηγή: Sportime

Τους μεγάλωσαν με τιμή και υπακοή. Με υποσχέσεις για πρόοδο, ευημερία και εκπαίδευση. Ήταν τα πρώτα παιδιά του 20ού αιώνα. Στις τάξεις τους κρεμόταν παγκόσμιος χάρτης. Στα σαλόνια τους, ο κόσμος άλλαζε. Κι όμως, πριν ενηλικιωθούν καλά-καλά, τους έβαλαν να σκάβουν χαρακώματα και να σφίγγουν τα δόντια σε ατελείωτες βροχές από λάσπη, κραυγές και θάνατο.

Ήταν η γενιά που μπήκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα κουστούμια της εφηβείας και βγήκε από αυτόν με τα μέλη της κομμένα, τα μάτια της χαμένα και τις ψυχές της μουδιασμένες. Δεν πολέμησαν για πατρίδες. Πολέμησαν για μια Ευρώπη που είχε ξεχάσει

να ζει. Κι όταν γύρισαν πίσω, δεν τους περίμενε ούτε γιορτή ούτε σιωπή. Μόνο αμηχανία.

Ο όρος «χαμένη γενιά» δεν ειπώθηκε από ιστορικό. Ειπώθηκε από έναν Γάλλο που επισκεύαζε αυτοκίνητα. Είδε έναν μαθητευόμενο να κάνει λάθος και είπε «είστε όλοι μια χαμένη γενιά». Η Γερτρούδη Στάιν ήταν εκεί και τον άκουσε. Ο Χέμινγουεϊ τον κράτησε για πάντα. Και ο τίτλος κόλλησε σε όλους εκείνους που κουβάλησαν στα 20 τους την κατάρρευση του δυτικού κόσμου.

Τα μέλη της χαμένης γενιάς είχαν γεννηθεί σε σπίτια με κεριά και πέθαναν σε σπίτια με ραδιόφωνα. Πέρασαν από την αποχέτευση στην ισπανική γρίπη και από τα ξύλινα στρατόπεδα στην ηλεκτρική εποχή. Είδαν την τάξη να σπάει, τα σύνορα να αλλάζουν, τις αυτοκρατορίες να πέφτουν και τον εαυτό τους να ξεθωριάζει σε μια εποχή που πια δεν τους καταλάβαινε.

Η Ευρώπη τους έστειλε στον πόλεμο, η πανδημία τούς μισοτελείωσε, και η Μεγάλη Ύφεση τούς τσάκισε οικονομικά. Πολλοί δεν πρόλαβαν καν να ονειρευτούν οικογένεια. Άλλοι παντρεύτηκαν με χήρες, με σιωπές, με ακρωτηριασμένα λόγια. Οι γυναίκες τους είχαν κρατήσει εργοστάσια, είχαν γίνει νοσοκόμες, και μετά, τις έδιωξαν. Πίσω στις κουζίνες, πίσω στη σιωπή, πίσω σε έναν κόσμο που ήθελε να ξεχάσει.

Αυτοί που επέζησαν, δεν φώναξαν ποτέ. Δεν ζήτησαν εκδίκηση. Περπατούσαν με καμπουριασμένα σώματα και σκέψεις σαν θραύσματα. Γύρω τους, ο κόσμος γελούσε, έπινε κοκτέιλ, χόρευε σουίνγκ. Αυτοί κοιτούσαν. Ή έγραφαν. Ο Τ. Σ. Έλιοτ, ο Χέμινγουεϊ, ο Φιτζέραλντ, ο Πάουντ, ήταν όλοι τους μέλη αυτής της γενιάς. Έγραφαν για χρυσά κορίτσια, άδειους άντρες και για πάρτι που δεν τελείωναν ποτέ, γιατί ήξεραν πώς είναι όταν τελειώνουν όλα με μια ριπή.

Τα έργα τους είχαν μια μόνιμη υποψία παρακμής. Κάτι σαν ανατριχίλα κάτω από τη μουσική. Γιατί ήξεραν. Δεν υπήρχε όνειρο χωρίς κόστος. Δεν υπήρχε επιτυχία χωρίς σιωπή. Και δεν υπήρχε ελευθερία που να μην πληρώθηκε με τα μάτια στρατιωτών που κοίταζαν το κενό στα 21 τους.

Κι ύστερα ήρθε κι άλλος πόλεμος. Και είδαν τα παιδιά τους να φεύγουν. Εκείνοι δεν πήγαν αυτή τη φορά στο μέτωπο. Τους έφτιαχναν στολές. Τους κουβαλούσαν τρόφιμα. Τους έγραφαν γράμματα. Και ξανά περίμεναν. Στα σκαλοπάτια. Στα σαλόνια. Με εκείνη τη γνώση που έχουν μόνο όσοι έχουν ζήσει το πρώτο αίμα.

Στο τέλος της ζωής τους, τους θυμόταν λίγοι. Οι πιο πολλοί είχαν πεθάνει δύο φορές: μία στους πολέμους, και μία στη λήθη. Ελάχιστοι πέθαναν γέροι. Πολλοί έμειναν ήρωες χωρίς μνημείο. Άλλοι, συγγραφείς χωρίς πατρίδα. Και κάποιοι, απλώς φαντάσματα που κάθονται ακόμα στα τραπέζια του Café de Flore στο Παρίσι.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα