Γεννήθηκε φτωχός, σπούδασε στην Ευρώπη, έγραψε αριστουργήματα και πέθανε ξεχασμένος στο Δρομοκαΐτειο

Ο πατέρας του πέθανε από τύφο όταν εκείνος ήταν πέντε χρονών. Δούλευε στα καμίνια του ασβέστη, ύστερα πραματευτής. Η μητέρα του μεγάλωσε τα παιδιά μόνη, μέσα στη φτώχεια και την απώλεια. Από τα αδέρφια του, άλλα πέθαναν νωρίς, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι έγιναν ήρωες των διηγημάτων του. Ο ίδιος στάλθηκε παιδάκι στην Πόλη να μάθει ραπτική. Στα δέκα του χρόνια.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός δεν έμεινε σε τίποτα από όσα του έλαχαν. Επέστρεψε στα γράμματα, προστάτης του ένας Κύπριος αρχιεπίσκοπος που τον πήρε κοντά του και

τον ήθελε ιερέα. Έγραψε ποιήματα, ερωτεύτηκε, δέχτηκε επιτίμιο. Φόρεσε ράσα, τα έβγαλε, ξαναγύρισε στην Πόλη. Πέρασε από την Αθήνα, κέρδισε διαγωνισμούς ποίησης, έφυγε για σπουδές στη Γερμανία. Στην Ευρώπη έλαμψε. Φιλοσοφία, ψυχολογία, γλώσσες. Έμαθε να σκύβει μέσα στον άνθρωπο.

Όταν επέστρεψε, δεν ήταν πια ποιητής. Ήταν ψυχολόγος της γραφής. Δημιούργησε τη νεοελληνική διηγηματογραφία. Έγραψε για τον αδελφό του που δολοφονήθηκε, για την αδερφή του που πέθανε μικρή, για τη μάνα του που κουβάλησε αμαρτίες. Κι όλα με γλώσσα που δεν έμοιαζε με τίποτα προηγούμενο. Ψυχικά τοπία, πρόσωπα που ανέπνεαν, φράσεις που έκοβαν σαν ξυράφι.

Το έργο του «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» διαβάζεται ακόμα σαν να γράφτηκε σήμερα. Δεν είναι εξιστόρηση. Είναι εξομολόγηση. Μετά ήρθαν τα προβλήματα. Ο Ζαρίφης, ο μεγάλος του προστάτης, πέθανε. Οι οικονομίες λιγόστεψαν. Άρχισε να πονά. Μια ασθένεια στον μυελό των οστών του προκάλεσε αφόρητους πόνους. Έγραφε στον αδερφό του για σουβλιές που τον τρυπούν στους “ποντικούς του σώματος”.

Τα φάρμακα δεν βοήθησαν. Τα λουτρά στην Αυστρία δεν ωφέλησαν. Το σώμα του υπέφερε, το μυαλό του άρχισε να θολώνει. Το 1892 κρίθηκε πως δεν μπορούσε να μείνει ελεύθερος. Τον έκλεισαν στο Δρομοκαΐτειο. Ήταν 43 ετών. Εκεί έζησε τέσσερα χρόνια. Μιλούσε για μεταλλεία που θα τον σώσουν. Έγραφε με εμμονή για το παρελθόν. Ζούσε σε έναν κόσμο δικό του.

Η Ελλάδα, στο μεταξύ, είχε αρχίσει να ξεχνάει το όνομά του. Δεν έπαιρνε πια μισθό. Δεν είχε θέση. Δεν είχε σπίτι. Το Δρομοκαΐτειο έγινε ο τάφος του πριν τον θάνατο. Στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών, ο Γεώργιος Βιζυηνός πέθανε σε έναν θάλαμο ψυχιατρικής κλινικής. Κανείς από τους λογοτέχνες που τον θαύμαζαν δεν ήταν εκεί.

Έμεινε πίσω του ένα σώμα που βασανίστηκε και μια γραφή που δεν γερνάει ποτέ. Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε από τη σκόνη της Θράκης, έφτασε στα πανεπιστήμια της Ευρώπης και κατέληξε έγκλειστος και λησμονημένος. Όμως από το Δρομοκαΐτειο δεν έφυγε ποτέ. Εκεί έκλεισε τα μάτια του. Ήσυχα. Μόνος. Σαν τέλος διηγήματος.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Γεννήθηκε, Ευρώπη, Δρομοκαΐτειο,gennithike, evropi, dromokaΐteio