Εγώ είμαι Ρωμιός, δεν σ’ έχω ξαναδεί στη ζωή μου, είπε και ανέβηκε μόνος του τα σκαλιά για τον αποκεφαλισμό του

Γεννήθηκε στην Αροανία Καλαβρύτων, σ’ ένα χωριό γαντζωμένο στις βουνοκορφές, εκεί όπου η πέτρα και η πίστη μοιάζουν με το ίδιο υλικό. Τον έλεγαν Παύλο. Δεν ήταν γόνος μεγάλης οικογένειας. Δεν ήταν στρατηγός, ούτε πολιτικός. Ήταν τσαγκάρης. Ένας απλός μάστορας που σιωπηλά, χωρίς να το φωνάξει, έφτιαχνε παπούτσια για να πατάνε σταθερά οι άλλοι. Ώσπου ήρθε η στιγμή που έπρεπε να πατήσει σταθερά ο ίδιος – πάνω στον φόβο, πάνω στον θάνατο.

Έφυγε από την Πελοπόννησο και έφτασε στο Άγιο Όρος. Μπήκε στο Ρωσικό μοναστήρι. Κούρεψε τα μαλλιά του, φόρεσε ράσο και δεν κοίταξε πίσω. Έγινε Μοναχός. Εκεί

μέσα, ανάμεσα στους ψιθύρους των αγρυπνιών και τις σκονισμένες σελίδες της Καινής Διαθήκης, αναζήτησε τη φωνή του Θεού. Και φαίνεται πως την άκουσε. Γιατί όταν ήρθε η ώρα της δοκιμασίας, δεν δίστασε.

Τον συνέλαβαν στην Τρίπολη. Οι Οθωμανοί τον θεώρησαν αποστάτη. Είχε προηγουμένως αναγκαστεί, για λόγους επιβίωσης, να προσποιηθεί αλλόθρησκος – κάτι που δεν άντεξε. Μετανιωμένος, εξομολογήθηκε, γύρισε στην πίστη του και θέλησε να ζήσει με τη συνείδησή του καθαρή. Μα δεν του το συγχώρεσαν. Τον έσυραν μπροστά στον ηγεμόνα της πόλης και του είπαν:
«Εσύ είσαι που με εξάπατησες»

Η απάντησή του ήταν η φράση που έμεινε αθάνατη:
«Εγώ είμαι Ρωμιός. Δεν σ’ έχω ξαναδεί στη ζωή μου»

Με βλέμμα ήρεμο και λόγο καθαρό, δήλωσε πως δεν είχε ποτέ ξανασυναντήσει τον ηγεμόνα, και πως το μόνο που είχε να φοβηθεί ήταν ο Θεός. Τον ρώτησαν ποιος είναι ο αντίδικός του.
«Η πίστις εις τον αληθινόν Θεόν, εις την Αγίαν Τριάδα», απάντησε.

Δεν εκλιπαρούσε. Δεν παρακαλούσε. Δεν διαπραγματευόταν. Αντιθέτως, την επομένη μέρα, 22 Μαΐου 1818, ανέβηκε μόνος του τα σκαλιά που οδηγούσαν στον Κεχαγιάμπεη. Ούτε αλυσίδες, ούτε φωνές, ούτε φρουρά που να τον σπρώχνει. Ο μοναχός Παύλος στάθηκε μόνος μπροστά στην εξουσία. Ήρεμος. Σαν να έβγαινε από τον νάρθηκα του μοναστηριού.

Λίγες στιγμές αργότερα, του έκοψαν το κεφάλι. Δεν άφησε πίσω του περιουσία, ούτε διαθήκη. Άφησε μόνο τη στάση του. Ένα παράδειγμα. Μια πράξη αφοσίωσης και τιμής. Κι αυτή η πράξη είναι γραμμένη – όχι σε χρυσό, αλλά στην ψυχή κάθε ανθρώπου που ξέρει ότι αξίζει να πεθαίνεις για αυτό που πιστεύεις.

Σήμερα, εκείνοι που περνούν από την Τρίπολη δεν γνωρίζουν ότι κάποτε, σε εκείνο το χώμα, ένας άνθρωπος ανέβηκε μόνος του στον θάνατο για να κρατήσει την ψυχή του ζωντανή. Δεν έκρυψε το πρόσωπό του. Δεν αρνήθηκε τον Θεό του. Και όταν ήρθε η στιγμή, δεν έκανε πίσω.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα