Έφευγες από την Αθήνα και δεν ήξερες αν θα φτάσεις ζωντανός. Έτσι ζούσαν οι Έλληνες το 1822

00:16 7/6/2025 - Πηγή: Sportime

Η Ελλάδα το 1822 ήταν χώρα χωρίς δρόμους, χωρίς κράτος, χωρίς ασφάλεια. Οι Τούρκοι κρατούσαν ακόμα τα κάστρα και οι μεγάλες πόλεις, οι Έλληνες ζούσαν στους λόφους και τα μοναστήρια, τα χωριά ερήμωναν με κάθε φήμη για τουρκική επιδρομή. Αν ήθελες να ταξιδέψεις από την Αθήνα στο Μεσολόγγι, δεν ήταν ζήτημα απόστασης. Ήταν στοίχημα ζωής.

Το πέρασμα από την Αθήνα

στη Θήβα δεν ήταν ασφαλές ούτε τη μέρα. Ο κάμπος της Βοιωτίας, άλλοτε γεμάτος αμπέλια και νερά, ήταν έρημος από φόβο. Μόνο οι στρατιωτικές ομάδες κυκλοφορούσαν, Έλληνες και Τούρκοι, πάντα οπλισμένοι, πάντα με υποψία. Οι μάχες είχαν μετατρέψει τις πόλεις σε φαντάσματα. Πολλοί φρουροί ήταν πρόθυμοι να σκοτώσουν ξένους που θεωρούσαν κατασκόπους. Άλλοι τους προστάτευαν, από σεβασμό ή ανάγκη.

Όσο πλησίαζες την ορεινή Φωκίδα, τα πράγματα αγρίευαν. Το Στείρι, η Λιβαδειά, η Αράχωβα, ήταν σημεία όπου μπορούσε να ξεσπάσει μάχη οποιαδήποτε στιγμή. Οι Τούρκοι κατέβαιναν για λεηλασίες, οι ντόπιοι ανέβαιναν στα βουνά. Στη Δαύλεια, οι κάτοικοι είχαν κρυφτεί στα σπίτια και άφηναν μόνο τον γεροντότερο να φανεί, δήθεν για να «μιλήσει στον επισκέπτη»· στην πραγματικότητα για να δει αν είναι εχθρός.

Στους Δελφούς, το τοπίο δεν ήταν πια ιερό. Ήταν καταφύγιο. Οι Έλληνες πολεμιστές έκρυβαν εκεί τα γυναικόπαιδα, και τα βράδια οι φωτιές έσβηναν για να μην προδώσουν τη θέση τους. Το αρχαίο θέατρο, οι κολώνες, τα μάρμαρα, όλα ήταν σκηνικό σε έναν κόσμο που καιγόταν. Οι μοναχοί μοίραζαν ξερό ψωμί, νερό και προσευχή.

Στα περάσματα από Δελφούς προς Σάλωνα, και μετά προς το Μεσολόγγι, δεν υπήρχαν μονοπάτια. Υπήρχαν μόνο φήμες. «Οι Τούρκοι είναι στον Πλάτανο». «Ο Γιωργάκης πέρασε τη γέφυρα πριν τρεις μέρες». «Μη φανείς στο ξέφωτο, έχουν βάλει καρτέρια». Κάθε λόφος έκρυβε κίνδυνο. Κάθε βράδυ ήταν αγρυπνία. Όποιος είχε άλογο κοιμόταν δίπλα του. Όποιος δεν είχε, έσφιγγε το μαχαίρι.

Στα χωριά της Δωρίδας, οι γυναίκες έμεναν μόνες. Οι άντρες είχαν βγει στο βουνό ή είχαν σκοτωθεί. Τα παιδιά μεγάλωναν ακούγοντας πυροβολισμούς. Οι παπάδες βάφτιζαν και έθαβαν την ίδια μέρα. Αν έμπαινες σε σπίτι, έβλεπες εικόνες καρφωμένες με καρφιά πάνω σε πέτρα. Έπρεπε να είναι έτοιμοι να φύγουν μέσα σε δευτερόλεπτα.

Όσο πλησίαζες το Μεσολόγγι, το έδαφος άλλαζε, αλλά όχι ο φόβος. Οι χωρικοί δεν έβγαιναν στις αυλές. Οι στρατιώτες έσερναν μαζί τους τραυματίες. Μια ομάδα καπεταναίων ετοίμαζε οχύρωση. Οι ειδήσεις έφταναν με αγγελιοφόρους που άλλαζαν διαδρομές για να μην πιαστούν. Η λέξη «Τούρκος» λεγόταν ψιθυριστά. Η λέξη «ελπίδα» λεγόταν σπάνια.

Αυτή ήταν η Ελλάδα του 1822. Μια χώρα που μόλις είχε γεννηθεί, αλλά αιμορραγούσε. Που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, με το ένα μάτι στον ουρανό και το άλλο πίσω της. Όπου η ζωή δεν μετρούσε με ρολόι, αλλά με το αν έβγαινες ζωντανός απ’ το επόμενο πέρασμα.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα