Παρί Σεν Ζερμέν: Το Champions League, η αποστολή της NASA στον Άρη και η μεγάλη πυραμίδα της Γκίζας

Ο δρόμος δεν ήταν καθόλου εύκολος. Το αντίθετο μάλιστα, αφού ο σύλλογος χρειάστηκε να αλλάξει τελείως την λογική που είχε μέχρι το 2022. Η πρόσληψη του Λουίς Κάμπος ήταν η κίνηση κλειδί που έκανε ο Νασέρ Αλ–Κελαϊφί δίνοντας στον 60χρονο Πορτογάλο «λευκή επιταγή» να τα αλλάξει όλα. Και εκείνος το πρώτο που έκανε ήταν να αντικαταστήσει τον Κριστόφ Γκαλτιέ με τον Λουίς Ενρίκε, έναν προπονητή που είχε το know how στο Champions League και πάνω απ’ όλα είχε το απόλυτο κίνητρο για

να επιστρέψει στην κορυφή της Ευρώπης, αφού το είχε… υποσχεθεί στην αδικοχαμένη του κόρη, Ζάνα.

Είναι κοινώς αποδεκτό πως η Παρί Σεν Ζερμέν φέτος έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ευρώπη και δικαίως έφτασε στην κατάκτηση του πιο βαρύτιμου τροπαίου σε συλλογικό επίπεδο, κάνοντας το με τρόπο εκκωφαντικό (5-0 την Ίντερ στον τελικό). Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι γι’ αυτή τη στιγμή πλήρωσε περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα στον κόσμο. Η προσπάθεια 14 χρόνων κόστισε περισσότερο απ’ ότι η αποστολή της NASA στον Άρη (2,5 δισ. δολάρια), η Μεγάλη πυραμίδα της Γκίζας (1,2 τρισ. ευρώ σε σημερινές αξίες), η αποκατάσταση της Γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ (1,4 δισ. δολάρια) και η αποκατάσταση της Νοτρ Νταμ (850 εκατ. ευρώ).

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά στοίχισαν λίγο λιγότερο (περίπου 5,95 τρισ. ευρώ) από όσα έχει ξοδέψει η Παρί Σεν Ζερμέν για αποζημιώσεις παικτών και μισθούς από το 2011 και την έναρξη της εποχής των Καταριανών ιδιοκτητών της (μεταξύ 6,2 και 6,4 δισ. ευρώ – με τα δεδομένα να προέρχονται από Transfermarkt και Capology, χωρίς να περιλαμβάνονται τα μπόνους, αλλά μόνο οι εγγυημένοι μισθοί και οι μισθοί των προπονητών και των επιτελείων τους).

Η φετινή εκδοχή της Παρί Σεν Ζερμέν ήταν η καλύτερη που έχει παρουσιάσει ποτέ στην Ευρώπη. Και αυτό διότι κατάφερε να παίξει το καλύτερο και πιο ώριμο ποδόσφαιρο της ιστορίας της, τακτικά σταθερό και παράλληλα στις δύσκολες στιγμές οι πρωταθλητές Γαλλίας έδειξαν πολύ ισχυροί πνευματικά. Κατέκτησαν το τρόπαιο όχι μόνο με ταλέντο, αλλά και με τον χαρακτήρα και την προπονητική ικανότητα του Λουίς Ενρίκε, ενός ανθρώπου που κατάφερε με τη δουλειά του να πείσει και τους πιο δύσπιστους στον σύλλογο.

Το μεγαλύτερο παράσημο της φετινής επιτυχίας των Γάλλων αποτελεί το γεγονός πως πήγαν κόντρα σε αυτό που πρέσβευαν επί σειρά ετών. Τα τρόπαια δεν αγοράζονται, αλλά κερδίζονται στα γήπεδα. Και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και να ξοδευτούν άπειρα χρήματα μέχρι να το καταλάβουν και να βαδίσουν στον σωστό δρόμο.

Με περίπου 6,3 δισεκατομμύρια ευρώ επενδύσεις από το 2011, η Παρί έσπασε κάθε ρεκόρ, ξεπερνώντας ακόμα και την Μάντσεστερ Σίτι, που είχε ξοδέψει περίπου 4 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι την κατάκτηση του Champions League το 2023. Είχε στο ρόστερ της τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες στην Ευρώπη (Εμπαπέ και Μέσι), είχε κάνει την πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου (Νεϊμάρ), έμοιαζε να έχει την πιο ισχυρή ομάδα και το πιο προηγμένο αθλητικό κέντρο, όμως παρ’ όλα αυτά για χρόνια δεν κέρδιζε τίποτα. Έπεφτε ξανά και ξανά πάνω στη Ρεάλ, στη Σίτι, στη Μπάγερν, στη Μπαρτσελόνα και το όνειρο έμενε ανεκπλήρωτο.

Πολλοί θα πουν «μα και η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ, η Μπάγερν, η Λίβερπουλ, η Σίτι και η Γιουνάιτεντ ξοδεύουν μεγάλα ποσά» και δικαίως, αλλά το κάνουν έχοντας δημιουργήσει επί δεκαετίες βαθιά αθλητική, πολιτιστική και οπαδική παράδοση. Έφτασαν να ξοδεύουν τεράστια ποσά σε μεταγραφές, αφού πρώτα κατέκτησαν τίτλους και δημιούργησαν τη δική τους ιστορία. Αντιθέτως, Παρί Σεν Ζερμέν και Μάντσεστερ Σίτι αγόρασαν τη θέση τους στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου πριν την κερδίσουν. Σίγουρα αυτό δεν ακυρώνει τη δουλειά τους, αλλά αλλάζει το πλαίσιο. Δεν έχει το ίδιο βάρος η δαπάνη χρημάτων που έρχονται από το ένδοξο παρελθόν ενός συλλόγου με εκείνη που έρχεται από τα πετροδόλαρα ενός δισεκατομμυριούχου, που απλά ένα πρωί αποφάσισε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο.

Η Μπάγερν κυριάρχησε κατά περιόδους στην Ευρώπη με Μπεκενμπάουερ, Ριμπερί και Ρόμπεν. Η Λίβερπουλ βασίλευε την εποχή των Νταλγκλίς, Μπενίτεθ και Κλοπ. Οι τίτλοι τους δεν ήταν προϊόν οικονομικής εκτόξευσης, όπως προσπάθησαν με… άγαρμπο τρόπο να κάνουν η Παρί Σεν Ζερμέν και η Μάντσεστερ Σίτι. Δεν βασίστηκαν σε καμπάνιες μάρκετινγκ, αλλά σε τραγωδίες, ανατροπές και επικές στιγμές που μόνο ο αθλητισμός μπορεί να χαρίσει. Για την Παρί Σεν Ζερμέν και τη Μάντσεστερ Σίτι, το Champions League είναι αποτέλεσμα διαρκούς οικονομικής πίεσης στο σύστημα, όχι ως αποτέλεσμα ποδοσφαιρικής εξέλιξης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν το άξιζαν, αλλά αποφάσισαν να πάνε από διαφορετικό μονοπάτι, μια διαδρομή που τους κόστισε πολύ πιο ακριβά.

Κάποτε ο σπουδαίος Γιόχαν Κρόιφ είχε πει: «Το ποδόσφαιρο παίζεται με το μυαλό, όχι με τα λεφτά.» Κάτι στο οποίο η Μάντσεστερ Σίτι αρχικά και η Παρί Σεν Ζερμέν στη συνέχεια, πήγαν κόντρα. Ο θρυλικός Ολλανδός πίστευε ότι το ποδόσφαιρο κερδίζεται με ιδέα, με θάρρος να παίξεις διαφορετικά, όχι με οικονομικό μονοπώλιο. Πίστευε στο ταλέντο και τον αυτοσχεδιασμό. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει τελείως, είμαστε στην εποχή που δυστυχώς τα πάντα αγοράζονται, στην εποχή που ο ρομαντισμός έχει περάσει ανεπιστρεπτί και ο ισχυρός μπορεί να αγοράσει τα πάντα. Χρόνο, λάθη, άστοχες επιλογές, ακόμη και τίτλο.

Και για όσους θα βιαστούν να πουν πως η Παρί κατέκτησε το Champions League χωρίς Ιμπραΐμοβιτς, Καβάνι, Εμπαπέ, Μέσι, Νεϊμάρ και ούτω καθεξής, θέλοντας απλώς να υπερτονίσουν πως ο Λουίς Ενρίκε είχε – στα χαρτιά – μια πιο αδύναμη ομάδα, η αλήθεια είναι διαφορετική. Ο Ισπανός προπονητής διαχειρίστηκε ένα πολύ ακριβό σύνολο, αλλά όχι το ίδιο λαμπερό όπως του παρελθόντος και απέδειξε πως τους τίτλους δεν τους κερδίζουν οι σούπερ σταρ, αλλά οι ομάδες. Τα χρήματα που διέθεσε ο Νασέρ Αλ-Κελαϊφί – δεν ήταν λίγα – αυτή τη φορά ξοδεύτηκαν στοχευμένα και όχι σε κινήσεις εντυπωσιασμού. Οι Παριζιάνοι για πρώτη φορά στα τελευταία 14 χρόνια αποφάσισαν να χτίσουν κάτι από την αρχή και να μην επενδύσουν σε αστέρες τύπου Νεϊμάρ, Μέσι και Εμπαπέ. Και η ιστορία έδειξε πως δικαιώθηκαν με την επιλογή τους.

Για τους ρομαντικούς του ποδοσφαίρου να διευκρινιστεί πως το φετινό ρόστερ της Παρί δεν είναι προϊόν της ακαδημίας των Γάλλων. Το αντίθετο. Οι Ντουέ, Μπαρκόλα, Νούνο Μέντες, Κβαρατσχέλια είναι όλοι ακριβοπληρωμένες μεταγραφές. Ο Μπαρκόλα ήρθε από τη Λιόν για πάνω από 45 εκατ. ευρώ, ο Κβαρατσχέλια αποκτήθηκε με ένα ποσό (80 εκατ. ευρώ) που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές ομάδες δεν μπόρεσαν καν να πλησιάσουν Γενάρη μήνα, ενώ για τον Ντουέ απαιτήθηκαν 60 εκατ. ευρώ για να μετακομίσει από τη Ρεν στην «πόλη του φωτός». Είναι κινήσεις που δεν γέμισαν τις μπουτίκ της Παρί, με φιλάθλους να περιμένουν για να πάρουν μία φανέλα με το όνομα τους, αλλά γεμάτες ουσία. Αυτό είναι που άλλαξε την τελευταία διετία η Παρί. Ποτέ όμως δεν σταμάτησε – και πιθανότατα δεν θα σταματήσει – να ξοδεύει τεράστια ποσά για μεταγραφές, κάτι που την κάνει αντιπαθητική στα μάτια των παλαιότερων, των πιο ρομαντικών, που έζησαν το ποδόσφαιρο σε άλλες εποχές, τη δεκαετία του 60′, του 70′ και ούτω καθεξής.

Και η αλήθεια είναι πως το μοντέλο που πρεσβεύουν σύλλογοι όπως η Παρί Σεν Ζερμέν και η Μάντσεστερ Σίτι θα συνεχίσει να επιβιώνει όσο η UEFA και η FIFA κάνουν τα στραβά μάτια στις λογιστικές αλχημείες, στις φανταστικές χορηγίες και στα «ανεξάρτητα» έσοδα, που προέρχονται από κρατικές… βρύσες και γεμίζουν τα ταμεία των ομάδων. Δυστυχώς το Financial Fair Play μοιάζει να λειτουργεί μόνο στους… φτωχούς. Και μπορεί ο Κρόιφ να υποστήριζε πως «το ποδόσφαιρο ανήκει σε αυτούς που το πιστεύουν», όμως το σήμερα δείχνει πως το ποδόσφαιρο ανήκει σε αυτούς που μπορούν και το χρηματοδοτούν.

Keywords
Τυχαία Θέματα