Salt and Sanctuary Review

Souls and sanctuary...

Η σειρά Dark Souls έχει εμπνεύσει τόσο πολλούς νέους τίτλους, που πλέον αυτοί αποτελούν ένα ολόκληρο genre. Το πρόβλημα είναι ότι πολλά souls-like δεν καταφέρνουν να αναπαράγουν το βάθος και την κομψότητα των πρωτοτύπων και περιορίζονται στην αντιγραφή των επιφανειακών μηχανισμών. To Salt and Sanctuary κατάφερε όχι μόνο να αποστάξει την ουσία των αριστουργημάτων της FromSoftware, αλλά και να την μεταφέρει αυτούσια σε ένα δισδιάστατο χώρο.

Οι ομοιότητες ξεκινούν από το character creator, όπου

δημιουργείτε τον ήρωά σας και διαλέγετε class. Έχετε αρκετές στη διάθεσή σας για να επιλέξετε όπως knight, mage, thief ή ακόμα και hunter, ο οποίος είναι βγαλμένος εξ' ολοκλήρου από το Bloodborne. Βέβαια η καλύτερη επιλογή κατ’εμέ είναι ο σεφ, οπλισμένος με μια κουτάλα και πατάτες. Επιπλέον καλείστε να διαλέξετε και ένα item, με το οποίο θα ξεκινήσετε. Ελλείψει εξηγήσεων για τη χρησιμότητα του καθενός, θα χρειαστεί να διαλέξετε, είτε στην τύχη, είτε αντλώντας πληροφορίες από εξωτερικές πηγές.

Το story του Salt and Sanctuary είναι, όπως και των εμπνευστών του, λακωνικό και αινιγματικό. Στην αρχή της περιπέτειάς σας βρίσκεστε εν πλω και συνοδεύετε μια πριγκίπισσα στον γάμο της, ο οποίος είναι υψίστης σημασίας για την επίτευξη ειρήνης μεταξύ δύο μαχόμενων βασιλείων. Στο πλοίο επιτίθενται πειρατές με σκοπό να απαγάγουν την πριγκίπισσα και να εμποδίσουν την ανακωχή. Αφού νικήσετε όλους τους επιτιθέμενους το πλοίο δέχεται ξανά επίθεση, αυτή τη φορά από ένα γιγάντιο Λαβκραφτιανό πλάσμα, το οποίο θα σας κάνει κομματάκια με ένα δυο χτυπήματα.

Αφού ξυπνήσετε μόνοι και ναυαγοί σε μια άγνωστη ακτή, ξεκινάτε την αναζήτηση για την πριγκίπισσα. Το νησί στο οποίο βρεθήκατε είναι γεμάτο με ζωντανούς νεκρούς, άγρια ζώα αλλά και φιλικούς NPC που θα σας βοηθήσουν στο ταξίδι σας και θα σας προσφέρουν μικρές (και πολλές φορές φαινομενικά ασήμαντες) πληροφορίες. Επιπλέον ως γνήσιο Soul-like, υπάρχουν και μπόλικα bosses, τα οποία είναι τόσο καλοσχεδιασμένα όσο και ανελέητα. Για να τα νικήσετε θα χρειαστείτε υπομονή, επιμονή και καλή κατανόηση του combat system, την οποία σίγουρα θα έχετε αν είστε βετεράνος των Souls games.

Η μάχη είναι ένα από τα κυριότερα σημεία εστίασης του Salt and Sanctuary, και είναι όσο ακριβής και μεθοδική θα περίμενε κανείς από έναν Souls κλώνο. Η μεταφορά του στις δυο διαστάσεις έγινε με ιδιαίτερα κομψό τρόπο και χωρίς δραστικές αλλαγές. Κρατάτε το όπλο σας με ένα ή δύο χέρια, επιλέγετε ανάμεσα σε γρήγορες και αργές επιθέσεις, χρησιμοποιείτε ασπίδα για να ελαχιστοποιήσετε τη ζημιά ενός αναπόφευκτου χτυπήματος ή κάνετε parry και riposte στο χτύπημα του αντιπάλου σας. Τέλος το roll θα σας βοηθήσει να αποφύγετε γρήγορα επιθέσεις, βγαίνοντας ταυτόχρονα στα νώτα των εχθρών. Στο κέντρο όλων αυτών των κινήσεων βρίσκεται το stamina meter, του οποίου η σωστή διαχείριση είναι υψίστης σημασίας.

Οι μάχες είναι δύσκολες, και πιθανότατα θα πεθάνετε αρκετές φορές. Κάθε θάνατος όμως έχει διδακτική αξία και σπανίως θα επαναλάβετε το ίδιο λάθος δεύτερη φορά. Η τεράστια ποικιλία πανοπλιών και όπλων, το κάθε ένα με το δικό του σετ κινήσεων, σημαίνουν ότι έχετε την ελευθερία να πειραματιστείτε μέχρι να βρείτε τη στρατηγική και τον εξοπλισμό που λειτουργεί για εσάς. Επιπλέον δίνει στο παιχνίδι τεράστιο replay value, καθώς θα μπορείτε να αλλάξετε εντελώς την αίσθηση των μαχών. Προσωπικά, λάτρεψα την ευελιξία του μαστιγίου, αλλά στο επόμενο playthrough θέλω να παίξω ως μάγος.

Σκοτώνοντας εχθρούς μαζεύετε αλάτι, το οποίο είναι το αντίστοιχο των souls και σας επιτρέπει να κάνετε level up και να αναβαθμίσετε τον εξοπλισμό σας. Ως δευτερεύων νόμισμα συλλέγετε και χρυσό, ο οποίος χρησιμοποιείται για την αγορά κάποιων αντικειμένων και είναι πολύ χρήσιμος μόνο στο early game. Το πιο εμβληματικό στοιχείο των Souls games, οι bonfires, κάνει και εδώ την εμφάνισή του αλλά με κάποιες νέες ιδέες. Όταν πέσετε στη μάχη θα μεταφερθείτε στο τελευταίο sanctuary το οποίο επισκεφτήκατε, έχοντας φυσικά χάσει όλο σας το αλάτι. Για να το ανακτήσετε θα πρέπει να πάρετε την εκδίκηση σας από αυτόν που σας σκότωσε, όπως στο Bloodborne.

Tα sanctuaries είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις φατρίες (creeds) του παιχνιδιού, τα αντίστοιχα Covenants του Dark Souls. Κάθε ένα είναι αφιερωμένο σε μια από τις επτά διαθέσιμες creeds, και σε όλα μπορείτε να ανεβείτε level και να αναπληρώσετε τα health potions σας. Στα sanctuaries της δικής σας φατρίας όμως θα μπορέσετε να προσφέρετε στον βωμό τα μικρά πέτρινα είδωλα που θα βρείτε διάσπαρτα, προσκαλώντας εκεί και τους αντίστοιχους NPC. Κάθε sanctuary μπορεί να χωρέσει μέχρι τέσσερις και οι πιο χρήσιμοι με διαφορά είναι ο blacksmith που αναβαθμίζει τον εξοπλισμό σας και ο guide που “ενεργοποιεί” το fast travel για το εκάστοτε sanctuary. Φυσικά μπορείτε να αλλάξετε creed αλλά αυτό θα σας κάνει αποστάτη, με ιδιαίτερα δυσάρεστες συνέπειες.

O κόσμος του Salt and Sanctuary είναι αριστουργηματικά κατασκευασμένος. Τα μονοπάτια συνεχώς διακλαδώνονται δημιουργώντας έναν ιστό συνδεδεμένων περιοχών, με πάμπολλα shortcuts και κρυμμένα μυστικά. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει χάρτης ίσως να μην αρέσει σε όλους, και σίγουρα κάποια στιγμή θα χαθείτε. Προσωπικά μου αρέσει γιατί ενισχύει την αίσθηση του άγνωστου και μελαγχολικού που αποπνέει κάθε γωνιά αυτού του κόσμου. Στην κατασκευή του κόσμου φαίνονται και οι Metroidvania επιρροές του τίτλου, συγκεκριμένα στην παρουσία περιοχών που είναι απροσπέλαστες μέχρι να ξεκλειδώσετε μια ικανότητα όπως το εναέριο dash ή η αναστροφή της βαρύτητας.

Τα γραφικά του Salt and Sanctuary δεν είναι σε καμία περίπτωση άσχημα. Καταφέρνουν να μεταδώσουν την σκοτεινή ατμόσφαιρα του παιχνιδιού και οι λεπτομέρειες στα όπλα και τις πανοπλίες είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Παρ’όλα αυτά, υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στο καρτουνίστικο στυλ των προσώπων και το πιο “σοβαρό” στυλ των σκηνικών, η οποία αφαιρεί πόντους από το σχετικά καλό art style. Ο ηχητικός τομέας αντίθετα είναι σταθερά καλός, αν όχι εξαιρετικός. Η μουσική συνοδεύει άριστα την μελαγχολική ατμόσφαιρα, ενώ τα sound effects είναι καλοδουλεμένα.

Το Salt and Sanctuary τρέχει σχετικά καλά στο Switch, αλλά υπάρχουν κάποια μικρά προβλήματα. Σε handheld mode τα πάντα έδειχναν πολύ “σκοτεινά”, απαιτώντας την αύξηση της φωτεινότητας της κονσόλας. Επιπλέον τα menus φαίνονταν πολύ μικρά στην οθόνη του Switch, κάνοντας την πολύωρη ενασχόληση σχετικά άβολη. Στο docked mode από την άλλη, το μόνο εμφανές πρόβλημα είναι η αδυναμία διατήρησης των 60fps. Τέλος να σημειώσουμε ότι όλο το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί και σε local co-op, αν και ο τρόπος για να γίνει αυτό δεν εξηγείται πουθενά.

Το review βασίστηκε στην ψηφιακή έκδοση του παιχνιδιού για το Nintendo Switch, η οποία μας παραχωρήθηκε από την Ska Studios.

IGN GreeceΗ HORI ανακοίνωσε τρεις νέους μοχλούς για το Nintendo SwitchH Nintendo θέλει να κυκλοφορεί "20-30 indie παιχνίδια στο Switch κάθε εβδομάδα"To eShop του Switch ανανεώθηκε

Πηγή: IGN Greece

Keywords
Τυχαία Θέματα