Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Δημοσιονομικό έλλειμμα 8,7 δισ. στο 7μηνο- Θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα

Τα δημοσιονομικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση που δημοσίευσε  το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καταγράφουν σημαντική επιδείνωση, με το πρωτογενές αποτέλεσμα του επτάμηνου Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 να διαμορφώνεται σε έλλειμμα 7,7 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος περίπου 1 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιδείνωσης, δηλαδή σχεδόν τα 8 από τα 8,7 δισ. ευρώ, προέρχεται από την εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Με

δεδομένο ωστόσο ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των μέτρων αφορά αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δεν είναι ακόμα εφικτός ο εντοπισμός του μέρους εκείνου της δημοσιονομικής επιδείνωσης που προέρχεται από την ίδια την ύφεση και την επίπτωσή της στα δημόσια έσοδα.   Η επιδείνωση αυτή δεν έχει μεγάλη σημασία βραχυπρόθεσμα, καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας, όπως και ολόκληρης της Ευρωζώνης, είναι σε αναστολή και η φερεγγυότητα του ελληνικού δημοσίου δεν έχει πληγεί, όπως φαίνεται από τις χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων. Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, και σε συνδυασμό με τη μείωση του ΑΕΠ, η δημοσιονομική επιδείνωση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ. Όσο τα ειδικά μέτρα της ΕΚΤ παραμένουν σε ισχύ, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου διατηρούνται χαμηλά και επιτρέπουν την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Θετικά επίσης επιδρούν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών, τα χαμηλά επιτόκια για τα δάνεια του επίσημου τομέα καθώς και το υψηλό ταμειακό απόθεμα. Με δεδομένο όμως ότι τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ και η αναστολή των δημοσιονομικών στόχων δεν θα διατηρηθούν εσαεί, είναι σημαντικό να υπάρξει μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.

Το παραπάνω θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση στο επόμενο διάστημα, καθώς θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, τα επεκτατικά μέτρα δεν πρέπει να περιοριστούν σε μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά και σε δημόσια κατανάλωση και επένδυση, καθώς τα τελευταία έχουν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ.

Το  Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή,   εκτιμά επίσης ότι θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.

Τα συμπεράσματα

Στα συμπεράσματα της έκθεσης του για την πορεία της οικονομίας το β΄ τρίμηνο του έτους, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή τονίζει τα ακόλουθα:   «Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκαν οι δραματικές συνέπειες της πανδημίας στην ελληνική οικονομία.

Η πρωτοφανής ύφεση της τάξης του 15,2% σε ετήσια βάση αποτελεί την κύρια εκδήλωση της διαταραχής που προκάλεσαν τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης του COVID-19.

Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας ήταν οριακά εντονότερη από την πρόβλεψη του Γραφείου Προϋπολογισμού τον Απρίλιο (-13,7%) κάτι που σε συνδυασμό με τη μικρή ύφεση που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο και δεν είχε συμπεριληφθεί στις προβλέψεις μας, υποδηλώνει την επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας πέραν του αναμενομένου.

Παράλληλα, με τη μείωση του ΑΕΠ, καταγράφηκε μείωση του πληθωρισμού σε αρνητικά επίπεδα (κοντά στο -2% από τον Ιούνιο μέχρι και τον Αύγουστο) και σημαντική επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (από έλλειμμα 4 δισ. σε έλλειμμα 7 δισ.).

Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ποσοστού ανεργίας στο 18,3% είναι μάλλον συγκρατημένη για το ύψος της ύφεσης. Η σημαντική μείωση των προσλήψεων φαίνεται να αντισταθμίζεται από τη μείωση των απολύσεων όσο παραμένουν σε ισχύ οι υποχρεώσεις διατήρησης των θέσεων εργασίας.   Στο επόμενο διάστημα αναμένεται να αρχίσει η σταδιακή επαναφορά της οικονομίας στα φυσιολογικά της επίπεδα. Ωστόσο, η αναζωπύρωση των κρουσμάτων από τον Αύγουστο και η χαμηλότερη του αναμενομένου πορεία του τουρισμού, αυξάνουν την αβεβαιότητα για την έκταση και την διάρκεια της κρίσης και δεν επιτρέπουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Επισημαίνουμε επίσης, ότι η άρση των περιορισμών για τις απολύσεις ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση της ανεργίας στο επόμενο διάστημα.

Η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου απαιτεί το σχεδιασμό και εφαρμογή ενός εκτεταμένου πλαισίου δράσεων τόσο στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας όσο και σε εκείνο της αγοράς εργασίας. Το πρώτο αφορά τη διασφάλιση των εισοδημάτων όσων θα μείνουν άνεργοι, ώστε να συνεχίσουν να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες, και το δεύτερο την εκπαίδευση και κατάρτισή τους με νέες γνώσεις και δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να διεκδικήσουν με αξιώσεις την επαναφορά τους στην απασχόληση.   Συμπερασματικά, τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, παρότι δραματικές, παραμένουν διαχειρίσιμες σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό ωστόσο δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού αλλά, αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όταν αρθούν οι ειδικές συνθήκες και ευνοϊκές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που ισχύουν σήμερα.    Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στην ενδιάμεση Έκθεση «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» που καταθέτει μια σειρά από διαπιστώσεις, στόχους και προτάσεις για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Στην ενότητα 1.2 της έκθεσής μας καταθέτουμε κάποιες σύντομες παρατηρήσεις για το Σχέδιο Ανάπτυξης και συμπεραίνουμε ότι οι προτάσεις του θα πρέπει να αποτελέσουν βάση ενός ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου ώστε να προκύψουν οι αναγκαίες συναινέσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων για την ελληνική οικονομία και κοινωνία και θα βρουν τρόπους να αντισταθμίσουν το πολιτικό και δημοσιονομικό τους κόστος.   Επισημαίνουμε, τέλος, ότι παραδοσιακά στη χώρα μας τέτοιες ολιστικές εκθέσεις είτε θεοποιούνται, είτε δαιμονοποιούνται, σπάνια όμως λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στην πραγματική πολιτική διαδικασία. Συχνά εφαρμόζονται αποσπασματικά κάποιες εύκολες προτάσεις τους, επικαλούμενες μάλιστα το κύρος των σχετικών εκθέσεων, και τα δύσκολα ζητήματα παραπέμπονται στις καλένδες. Ελπίζουμε να μην έχει τέτοια κατάληξη».

H Έκθεση Β’ Τριμήνου 2020 δεν περιέχει στοιχεία εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης 

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, «Σε αντίθεση με τις προηγούμενες τριμηνιαίες εκθέσεις, η Έκθεση Β’ Τριμήνου 2020 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή δεν περιέχει στοιχεία εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και την εκτιμώμενη δαπάνη τους. Δυστυχώς, παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας προς τις αρμόδιες υπηρεσίες και στην συνέχεια τον Διοικητή του ΕΦΚΑ δεν λάβαμε τα συγκεκριμένα στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν στο τέλος Ιουνίου 2020, ούτε και καμία εξήγηση για αυτό» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή αναφέρει στην ανακοίνωσή του πως «αδυνατεί να κατανοήσει την άρνηση της διοίκησης του ΕΦΚΑ να συνεχίσει να παρέχει τα στοιχεία που παρείχε μέχρι πρότινος και συνδέονται άμεσα με την παρακολούθηση των δημοσιονομικών μεγεθών της Γενικής Κυβέρνησης. Ουδέποτε στο παρελθόν είχαμε συναντήσει παρόμοιο πρόβλημα από τις δημόσιες υπηρεσίες και φορείς που συνεργαζόμαστε και μας παρέχουν ανελλιπώς τα στοιχεία που χρειαζόμαστε».

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή σημειώνει ότι «θα υπερασπιστεί με κάθε νόμιμο μέσο τη διασφάλιση του θεσμικού του ρόλου και την απαρέγκλιτη τήρηση του άρθρου 28 του Ν. 4270/2014 που ορίζει ρητά ότι «όλοι οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούνται να παρέχουν στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή κάθε πληροφορία που εκείνο κρίνει αναγκαία για την επιτέλεση του έργου του»».

Πηγές του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή ανέφεραν ότι στο τέλος Μαρτίου 2020 -με βάση την τελευταία ενημέρωση που είχαν- οι εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης ανέρχονταν σε 160.959 και αφορούσαν δαπάνη ύψους 360 εκατ. ευρώ έναντι 151.396 αιτήσεων δαπάνης, ύψους 383 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019. Στις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης περιλαμβάνονται οι αιτήσεις συνταξιοδότησης που εκκρεμούν για διάστημα κάτω των 90 ημερών, καθώς και αυτές που αφορούν διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών. Σύμφωνα με τις πηγές του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ενημέρωση σχετικά με τα στοιχεία του Ιουνίου υπήρξε μόνο για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές από αιτήσεις άνω των 90 ημερών και όχι για τις εκκρεμείς αιτήσεις κάτω των 90 ημερών. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές άνω των 90 ημερών από αιτήσεις συνταξιοδότησης ανέρχονταν τον Ιούνιο σε 117.876, συνολικής δαπάνης 488 εκατ. ευρώ έναντι 105.750 αιτήσεων στο τέλος Μαρτίου, εκτιμώμενης δαπάνης 416 εκατ. ευρώ.

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση

Keywords
Τυχαία Θέματα