Γιατί η Ευρώπη οφείλει να αλλάξει οικονομική πολιτική

Χωρίς να είναι απόλυτα σαφείς, οι διαχωριστικές γραμμές για την οικονομική πολιτική, στην Ελλάδα και στην λοιπή Ευρώπη, αναδύονται με αυξημένη συχνότητα. Χονδρικά και συνοπτικά, θα μπορούσαμε να τις περιγράψουμε ως εξής.

Η σημερινή κρίση – για την ακρίβεια το σύνολο των κρίσεων—που αντιμετωπίζει η Γη δεν μπορούν να επιλυθούν σε εθνικό επίπεδο. Ακόμη και το περιφερειακό χωλαίνει. Με τον γενικό τίτλο «πανδημίες» — διότι αφορούν το σύνολο του δήμου—έχουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, την ανεπάρκεια

τροφίμων, την αστραπιαία διάδοση παλαιών και νέων ασθενειών, τις αυξημένες μεταναστατευτικές ροές, τον εγκλωβισμό της οικονομικής σκέψης σε δοξασίες, την γεωπολιτική σύγκρουση.

Σε άρθρο του, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει και προειδοποιεί. Επισημαίνει τα προβλήματα και προειδοποιεί ότι οι λύσεις πρέπει να αναζητηθούν τουλάχιστον σε επίπεδο Ε.Ε. Διατηρώντας το «πολιτικά ορθό»  ότι δεν μιλά κατ’ ανάγκη επί παντός επιστητού, χρησιμοποιεί τις ατέλειες της νομισματικής/τραπεζικής ένωσης για να υποδείξει την ευρύτερη ανάγκη της συλλογικής προσπάθειας, αντλώντας μάλιστα παραλληλισμούς με την αρχαία Ελλάδα.

Στην ουσία, ξεφεύγοντας από την παράδοση του τελευταίου μισού αιώνα που θέλει τους οικονομολόγους να είναι τεχνοκράτες και να μην ενσωματώνουν στις προτάσεις τους την πολιτική και κοινωνική διάσταση, ο Γιάννης Στουρνάρας καταθέτει υπέρ μίας νέας προσέγγισης στην οικονομική πολιτική, η οποία ουσιαστικά βασίζεται στην έγκαιρη διάγνωση, στους κοινούς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και – το πιο σημαντικό—στην κοινή ανάληψη χρεών. Η πρόταση να μετατραπεί το Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU) σε μόνιμο μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων αυτό ακριβώς αφήνει να φανεί.

Σε αντίθεση, ακόμη και στην Ελλάδα, εξακολουθεί να έχει ισχύ η θέση ότι η οικονομική πολιτική οφείλει να περπατήσει στα πεπατημένα αχνάρια των τελευταίων δεκαετιών. Η αιτιολογία είναι σοβαρή και βασίζεται στο τρίπτυχο «υψηλό χρέος—υψηλό πρωτογενές έλλειμμα – υψηλό κόστος χρηματοδότησης» που συμπληρώνεται από την κυρίαρχη θέση των αγορών.

Είναι πράγματι γεγονός ότι ειδικά η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος της ευρωζώνης, ότι στην διετία των κρίσεων έχει διαθέσει το αναλογικά υψηλότερο πακέτο στήριξης και ότι τώρα αντιμετωπίζει αύξηση του κόστους δανεισμού της. Βέβαια, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του χρέους έχει κλειδωμένα επιτόκια, το πραγματικό θέμα είναι ο νέος δανεισμός: δηλαδή, το κόστος του και η επίπτωση του στο συνολικό χρέος λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα νέα ομόλογα θα οφείλονται στους επενδυτές και όχι σε επίσημους οργανισμούς και κράτη.

Σε σημαντικό βαθμό δικαιολογημένα, έτσι, υποστηρίζεται η σημαντική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος φέτος και η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023. Αυτή, εξάλλου, είναι και η επίσημη θέση της κυβέρνησης. Το πρόβλημα είναι ότι ούτε οι τρέχουσες εξελίξεις ούτε οι προβλεπόμενες στο άμεσο μέλλον συνάδουν με την πολιτική αυτή.

Το κόστος ενέργειας και τροφίμων θα παραμείνει υψηλό—μειώνοντας έτσι ταυτόχρονα την ζήτηση και το εισόδημα και, σε πολλές περιπτώσεις ,το στοκ της αποταμίευσης (κατά την απλή λογική του «τρώω από τα έτοιμα»). Ο όγκος των τραπεζικών καταθέσεων αυξήθηκε καθώς η στήριξη που έδωσε η κυβέρνηση βρήκε τον δρόμο προς τους οικογενειακούς τραπεζικούς λογαριασμός, αλλά η δαπάνη είναι συγκρατημένη καθώς ο πολίτης φοβάται την αβεβαιότητα. Ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει μειώσει τις ροές του διεθνούς εμπορίου – όπως και οι κυρώσεις. Στην Κίνα η πολιτική της μηδέν ανοχής ως προς τον κορωνοϊό, έχει περιορίσει την παραγωγή και το διεθνές εμπόριο. Η παγκοσμιοποίηση δεν σταμάτησε, πάντως όμως έχει επιβραδυνθεί σοβαρά και θα επιβραδυνθεί ακόμη περισσότερο στο επόμενο διάστημα.

Η είσοδος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία ήταν ένας από τους πολύ σοβαρούς λόγους για τους οποίους δεν είχαν κάνει την εμφάνιση τους μέχρι τώρα οι πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό εξέλειπε πλέον. Μαζί με την ενέργεια, την κλιματική αλλαγή, τα τρόφιμα και την γεωπολιτική διαμάχη, το περιβάλλον αναπόφευκτα θα παραμείνει ευνοϊκό για τον πληθωρισμό. Η σφιχτή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που προβλέπει το ελληνικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάπτυξης οδηγεί με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Το αυτό ισχύει και για άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Ο τελευταίος μισός αιώνας είδε αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, την υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, την άνοδο των ανισοτήτων, την μείωση του ανταγωνισμού και την υποχώρηση της δημοκρατίας. Στην ουσία, ο κύριος λόγος για όλες αυτές τις αρνητικές εξελίξεις οφείλει να αναζητηθεί στην συγκεκριμένη μορφή του καπιταλισμού που έχει υιοθετηθεί.

Είναι καιρός, όσοι πράγματι ενδιαφέρονται για τα κοινά και για την δημοκρατία, να ανακαλέσουν και να χρησιμοποιήσουν ως οδηγό τα λόγια του Lord Beveridge στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του ως διευθυντής του London School of Economics, το 1937: «Λίγο ενδιαφέρει πόσο λάθος μπορεί να κάνουμε με τις τρέχουσες θεωρίες μας, εφόσον παραμένουμε έντιμοι και προσεκτικοί με τις παρατηρήσεις μας.»

Οι έντιμοι και προσεκτικοί οικονομολόγοι θα πρέπει να αναγνωρίζουν ότι οι εμπειρικές παρατηρήσεις της τελευταίας πεντηκονταετίας  δεν στηρίζουν την συνέχιση της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής.

Διαβάστε επίσης

Το τραγικό σημείο καμπής

Keywords
Τυχαία Θέματα