Πότε η απώλεια όσφρησης και γεύσης θεωρούνται ύποπτα συμπτώματα για τον κορονοϊό. Στο γονιδίωμα επικεντρώνονται νέες επιστημονικές μελέτες

Έξι στους δέκα ασθενείς (το 59%) με λοίμωξη Covid-19 επιβεβαιωμένη με τεστ, ανέφεραν τα συμπτώματα της απώλειας όσφρησης ή γεύσης, σύμφωνα με έρευνα Βρετανών ερευνητών.

Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τους Βρετανούς επιστήμονες, δείχνει ότι πρόκειται για συμπτώματα-κλειδιά για τη διάγνωση της νόσου και όχι για περιθωριακά συμπτώματα. Συγκριτικά, μόνο το 18% όσων βρέθηκαν αρνητικοί στο τεστ για το νέο κορονοϊό, είχαν απώλεια γεύσης ή όσφρησης.

Οι ερευνητές του Βασιλικού

Κολλεγίου του Λονδίνου (King’s), με επικεφαλής τον καθηγητή Τιμ Σπέκτορ, συνέλεξαν στοιχεία για τα συμπτώματα μέσω μιας εφαρμογής (Covid Symptom Tracker app), που ανέπτυξαν Βρετανοί επιστήμονες και στην οποία έδωσαν στοιχεία περίπου 400.000 χρήστες μεταξύ 24 και 29 Μαρτίου, σύμφωνα με το πρακτορείο  και το Reuters και BBC.

Από αυτούς, οι 1.702 είχαν κάνει ήδη το τεστ για Covid-19 και οι 579 είχαν βγει θετικοί, ενώ οι 1.123 αρνητικοί. Μεταξύ όσων επιβεβαιωμένα είχαν τη νόσο, η πλειονότητα (59%) ανέφερε απώλεια γεύσης ή όσφρησης.

Οι ειδικοί πάντως θεωρούν ότι τα στοιχεία δεν είναι ακόμη επαρκή και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν έχει έως τώρα προσθέσει αυτά τα συμπτώματα στον κατάλογο των συχνών συμπτωμάτων της Covid-19. Η απώλεια όσφρησης και γεύσης μπορεί να συμβεί και σε άλλες αναπνευστικές λοιμώξεις, ακόμη και στο κοινό κρυολόγημα.

Από την άλλη, οι Βρετανοί ερευνητές, που ανέπτυξαν ένα μαθηματικό μοντέλο για να εντοπίζουν ποιος συνδυασμός συμπτωμάτων είναι πιθανότερο να παραπέμπει σε μόλυνση από τον κορονοϊό, θεωρούν ότι η απώλεια γεύσης ή/και όσφρησης αποτελούν τα πιο χρήσιμα έξτρα συμπτώματα για τη διάγνωση της νόσου, αν συνδυάζονται με πυρετό και βήχα.

«Όταν συνδυάζονται με άλλα συμπτώματα, σύμφωνα με τα ευρήματά μας, οι άνθρωποι με απώλεια όσφρησης και γεύσης φαίνεται να έχουν τριπλάσια πιθανότητα να έχουν μολυνθεί από τον ιό της νόσου Covid-19 και συνεπώς θα πρέπει να αυτο-απομονώνονται για τουλάχιστον επτά μέρες, ώστε να μειώσουν την εξάπλωση της νόσου», ανέφερε ο Σπέκτορ.

Τι καθορίζει πόσο σοβαρά θα νοσήσει ο ασθενής

Η πανδημική νόσος Covid-19 που προκαλείται από το νέο κορονοϊό SARS-CoV-2, είναι παράξενα «επιλεκτική». Μερικοί μόνο άνθρωποι που κολλάνε τον ιό, αρρωσταίνουν και, από αυτούς, λίγοι έχουν σοβαρά συμπτώματα. Οι περισσότερες σοβαρές περιπτώσεις είναι ηλικιωμένοι με υποκείμενα νοσήματα, αλλά παραδόξως -και άκρως τραγικά- σε όλο τον κόσμο (και στην Ελλάδα) ανάμεσα στους σοβαρά άρρωστους και στα θύματα της νόσου συγκαταλέγονται σχετικά νεαρής ηλικίας και κατά τα άλλα υγιείς άνθρωποι.

Οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν αυτή την «ιδιοτροπία» της νόσου και αναπόφευκτα αναζητούν τη λύση του γρίφου και στο γονιδίωμα. Πέρα από τις όποιες διαφορές στο ανοσοποιητικό σύστημα μεταξύ των ανθρώπων, τα γονίδια είναι ο δεύτερος βασικός παράγων που μπορεί να εξηγήσει γιατί κάποιοι περνάνε τη νόσο ξώφαλτσα, ενώ για μερικούς συνομηλίκους τους αποβαίνει μοιραία.

Οι γενετικές έρευνες που ξεκίνησαν, ελπίζεται ότι θα αποκαλύψουν ποιοι άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο και ποιοι λιγότερο, ανάλογα με το γενετικό υπόβαθρό τους. Αυτό ίσως ανοίξει και νέους δρόμους θεραπείας για την Covid-19.

Οι μελέτες εκτείνονται από ευρισκόμενες ήδη σε εξέλιξη μεγάλης κλίμακας έρευνες ανάλυσης DNA σε πολλές χιλιάδες άτομα (μερικά από τα οποία πλέον αρρωσταίνουν από τον κορονοϊό) μέχρι νέες πρωτοβουλίες συλλογής DNA από ασθενείς με Covid-19 σε χώρες, όπως η Ιταλία. Σε όλες τις περιπτώσεις, στόχος είναι να γίνει σύγκριση ανάμεσα στο DNA αυτών που αρρωσταίνουν λόγω του νέου ιού με ήπια έως μηδενικά συμπτώματα και εκείνων με σοβαρά συμπτώματα.

«Βλέπουμε τεράστιες διαφορές στα κλινικά συμπτώματα, καθώς και από χώρα σε χώρα. Κατά πόσο αυτό εξηγείται από γενετικούς παράγοντες, αποτελεί ένα πολύ ανοικτό ερώτημα», δήλωσε στο «Science» ο ιταλικής καταγωγής γενετιστής Αντρέα Γκάνα του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, ο οποίος ηγείται μεγάλης διεθνούς πρωτοβουλίας για να συλλεχθούν, να αναλυθούν και να συγκριθούν δείγματα DNA από ασθενείς με Covid-19 ανά τον κόσμο.

Ήδη έχει δημιουργηθεί ο ιστότοπος Covid-19 Host Genetics Initiative, όπου οι τράπεζες γενετικών δεδομένων σε όλο τον κόσμο και άλλοι ενδιαφερόμενοι μπορούν να έλθουν σε επαφή για να συμβάλουν με γενετικά στοιχεία. Τουλάχιστον 11 ιταλικά νοσοκομεία αναμένεται να συλλέξουν δείγματα ασθενών τους (μετά από έγκριση των τελευταίων) και να τα αποστείλουν. Ο δρ Γκάνα ευελπιστεί ότι μέσα σε περίπου δύο μήνες θα υπάρχουν τα πρώτα γενετικά ευρήματα σχετικά με τη νόσο Covid-19.

Άλλες γνωστές και μεγάλες βάσεις γενετικών δεδομένων, όπως η βρετανική UK Biobank και η ισλανδική deCODE Genetics, θα κάνουν κάτι ανάλογο, προσθέτοντας γενετικό υλικό από ασθενείς με Covid-19. Παρόμοια προσπάθεια ξεκίνησε ο γνωστός Αμερικανός γενετιστής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Τζορτζ Τσερτς, επικεφαλής του προγράμματος Personal Genome Project.

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα προκύψει από τις γενετικές αναλύσεις. Πιθανώς, σύμφωνα με τον ανοσολόγο Φίλιπ Μέρφι του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ, σε μερικούς ανθρώπους να υπάρχουν μεταλλάξεις που διευκολύνουν τον ιό να προσδένεται και να εισδύει στα κύτταρα των πνευμόνων. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι ορισμένες μεταλλάξεις επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά τον τρόπο που το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ανθρώπου αντιδρά στους ιούς και στα βακτήρια.

The post Πότε η απώλεια όσφρησης και γεύσης θεωρούνται ύποπτα συμπτώματα για τον κορονοϊό. Στο γονιδίωμα επικεντρώνονται νέες επιστημονικές μελέτες appeared first on ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

Keywords
Τυχαία Θέματα