Ύψωμα 731, ο τελευταίος μαχητής του αφηγείται

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Κι όμως υπάρχουν ακόμα εν ζωή, οι  ήρωες μαχητές του έπους του 40!

Ένας από αυτούς, είναι ο τελευταίος υπερασπιστής του υψώματος 731, εκεί που δόθηκε η πιο φονική και πολυήμερη μάχη του ελληνοαλβανικού πολέμου.

Ήταν οι Θερμοπύλες που δεν έπεσαν…

«Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. 

Πάντες θα αποθάνωσι επί των θέσεών των» είχε διατάξει  ο ηρωικός ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς.

Ο ηλικίας σήμερα 105 ετών Δημήτριος Κάλμπαρης, ήταν ένας από τους στρατιώτες που αμύνθηκαν και αντιμετώπισαν τις αλλεπάλληλες ιταλικές επιθέσεις.

Έμειναν

γαντζωμένοι στα βράχια, νίκησαν και κράτησαν το μέτωπο.

Σήμερα φιλοξενείται στο Γηροκομείο του Βόλου.

Στην Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων τιμήθηκε για την προσφορά του στην πατρίδα και στο πρόσωπό του όλοι οι ηλικιωμένοι της γενιάς αυτής.

Στην εκδήλωση ξεδίπλωσε τις αναμνήσεις του και διηγήθηκε τις ηρωικές εκείνες μέρες.

«ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗΝ ΦΤΩΧΙΑ»

«Γεννήθηκα στις 16 Φεβρουαρίου 1917 στη Μακρινίτσα.

 Ήμασταν δέκα παιδιά. 

Οι γονείς μας  είχαν κάνει και άλλα, αλλά πέθαναν.

 Τώρα έχουμε μείνει τρεις. 

Οι αδερφές μου, η μία είναι 92 και η άλλη 94 ετών. 

Δύο γριούλες και ένας παππούς.

 Αυτοί ζούμε τώρα. 

Στο χωριό μεγάλωσα.

 Ο πατέρας μου δούλευε βυρσοδέψης. 

Φτώχεια μεγάλη.

 Έτσι, όταν μεγαλώσαμε λίγο, ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν βρακάς, μας κατέβασε στον Βόλο.

 Ο αδερφός ο ένας, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από εμένα.

Το 1938 παρουσιάστηκα για τη θητεία μου. 

Πήγα πρώτα στο Σιδηρόκαστρο. 

Εκεί μας κράτησαν λίγο, μετά μας πήγαν στο Αχλαδοχώρι Σερρών. 

Κατέληξα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στα οχυρωματικά έργα που έκανε ο Μεταξάς. 

Στο Μπέλλες ήμουν εγώ.

 Δύο χρόνια υπηρέτησα.

 Αρχές Οκτωβρίου του 1940 πήρα τον δρόμο της επιστροφής στον Βόλο.

Στις 28 Οκτωβρίου άκουγα παράξενα πράγματα στον δρόμο και αναρωτιόμουν τι συνέβαινε.

 Φτάνω στο τσαγκάρικο, έρχεται κάποιος και μου λέει: 

«Τι κάνεις εδώ;

 Έχουμε πόλεμο».

 Στον δρόμο έπεσα πάνω σε κάτι κοπέλες, που ανήκαν στην ΕΟΝ, τη νεολαία του Μεταξά.

 Με ρώτησαν τι σκοπό είχα.

 Απάντησα ότι πήγαινα να πάρω ρούχα και να παρουσιαστώ. 

Από τα αδέρφια μου, κανείς άλλον δεν πολέμησε.

 Μαζευτήκαμε όλοι οι κληρωτοί σε μία γέφυρα στον Ξηριά και μας έδωσαν ιματισμό, παπούτσια και μία κουραμάνα. Την έβαλα στο σακίδιο, άλλο βάρος δεν είχα.

 Προτού ξεκινήσω, η μάνα μου, μου έραψε στη μάλλινη φανέλα, ένα φυλαχτό με ένα κομμάτι από Τίμιο Ξύλο. 

Αυτό με έσωσε.

 Έτρωγα σφαίρες πολλές.

 Υπέφερα πάρα πολύ.

 Δεν έπρεπε να ζω εγώ τώρα. 

 Μόλις νύχτωσε, μας πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό.

 Μας έβαλαν σ’ ένα τρένο. 

Επιβιβαστήκαμε σε κλειστά βαγόνια, αυτά που έβαζαν τα ζώα. 

Το τάγμα απαρτιζόταν από Βολιώτες.

 Βαδίζαμε τη νύχτα από τους δρόμους. Την ημέρα περνούσαμε μέσα από μονοπάτια και δάση, για κάλυψη.

 Οι αξιωματικοί είχαν βγάλει τα διακριτικά τους.

 Ήμασταν όλοι αδέρφια.

 Όλοι ίδιοι. 

Μας έλεγαν: 

«Ότι έχετε παραπανίσιο, πετάξτε το. Κρατήστε μόνο το όπλο σας και πυρομαχικά».

 Μας είχαν οι μανάδες μας πράγματα. Άλλος κουβέρτα, άλλος μια αλλαξιά ρούχα. 

Ένα πρωί ήμασταν στο αμπρί, μες στο χιόνι.

 Ένας πρώτος ξάδερφός μου, Δημήτρης Νταβλαμάνας λεγόταν, σηκώθηκε όρθιος, γιατί είχε ξεπαγιάσει.

 Ένα βήμα έκανε. 

Του έριξε ένας Ιταλός, πετυχαίνοντάς τον στα μηνίγγια. 

Κοίταξα να δω πού ήταν χτυπημένος. Αίμα δεν έτρεξε, αλλά είχαν χυθεί τα μυαλά του έξω. 

Περνούσαμε μέσα από χαράδρες. 

Φοβερό κρύο. 

Πάγους είχαν πιάσει κάτω.

 Άκουγες παλικάρια δύο μέτρα να εκλιπαρούν: «Δεν μπορώ άλλο από το κρύο». 

Και πάρτον κάτω. 

Πολλοί πέθαναν από κρυοπαγήματα. 

Το κρύο είναι χειρότερο και από σφαίρες. 

Δεν παλεύεται.

 Με τη σφαίρα καθαρίζεις.

 Την τρως και τέρμα.

 Ο χειμώνας του ’40 ήταν φοβερός.

 Άσε την πείνα και την ψείρα. 

Δεν φοβόμουν τον θάνατο.

 Πολεμούσες για την πατρίδα. 

Δεν είχες περιθώριο να σκεφτείς τίποτε άλλο.

 Δεν έδινες σημασία στον άνθρωπο, στον φίλο σου. 

Τα βράδια ήμασταν παρέα.»

«ΣΤΟ 731 ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ»

«Δεν καταλαβαίναμε τίποτα.

 Άγρια ζώα ήμασταν. 

Στις μάχες  στο ύψωμα 731 σκότωσα πολλούς Ιταλούς εκείνες τις ημέρες…

τί απάντηση να σου δώσω τώρα. 

Ούτε εγώ το ξέρω αυτό.

 Έπρεπε να πολεμήσω και πολέμησα, δεν ξέρω ποιος Άγιος με βοήθησε τότε. Μονάχα μία σφαίρα πέρασε ξυστά από το αριστερό αυτί.

 Ελαφρά τραυματίστηκα. 

Τους είπα, δεν είναι τίποτα, αφήστε με. 

Η χλαίνη μου είχε κατατρυπήσει από τις σφαίρες. 

Παλεύαμε με τις ξιφολόγχες.

 Στήθος με στήθος πολεμούσαμε. Αγκαλιασμένοι πέφταμε καταγής. 

Τους αλλάξαμε όμως τα φώτα.

Τους δώσαμε τράκο γερό. 

Θα τρελαινόταν, όποιος το έβλεπε σήμερα.

 Να πατάμε στα πτώματα.

 Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί. 

Διαλυθήκαμε. 

Από το δικό μας τάγμα του Βόλου, κανείς σχεδόν δεν γύρισε.

 Χύθηκε το αίμα τόσων παλικαριών.

Στην Τρεμπεσίνα είδα από μακριά, κάπου 15 μέτρα, δύο Αλβανούς. 

Οι Αλβανοί είχαν καταταγεί εθελοντές και βοηθούσαν τις ιταλικές φάλαγγες. 

Τους έριξα και γύρισα να δω από πού βγήκαν.

 Βρήκα ένα αμπρί.

 Μπήκα μέσα με το πολυβόλο στο χέρι.

 Αντίκρισα καμιά 20αριά Ιταλούς.

 Όλοι κάθονταν πάνω στους σάκους τους. 

Αξιωματικοί και οπλίτες.

 Καμία αντίδραση.

 Σηκώθηκε τότε ένας Ιταλός και με αγκάλιασε. «Πιέτρο», μου συστήθηκε και πέρασε μία χρυσή καδένα στον λαιμό μου.

 Από τη μία πλευρά είχε τη Μαντόνα, την Παναγία στη μία όψη.

 Και στην άλλη, τη φωτογραφία μίας γυναίκας.

 Την έδωσε για ένα κομμάτι ψωμί στον άλλον.

 Τον κατέβασα 70 μέτρα πιο κάτω. 

Είχε τραυματιστεί ο Ιταλός, το γόνατό του ήταν πρησμένο.

 Παρέδωσα τον αιχμάλωτο στην 5η Μεραρχία Κρητών, που ήταν πίσω μας.

 Φοβήθηκα τους Κρητικούς, αλλά παρακάλεσα να μην τον πειράξουν».

 Στο τέλος γυρίσαμε με τα πόδια στα σπίτια μας.»

«ΠΗΓΑΜΕ 1700 ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΜΕ 7»

«Στον γυρισμό, τα ελληνικά χωριά μας έδιναν ψωμί, λίγο τυρί. 

Μέσα όμως δεν μας έβαζαν, γιατί ήμασταν φορτωμένοι ψείρα.

 Μέρες ατελείωτες περπατούσα. Φτάσαμε στην Καλαμπάκα, μας είπαν οι ντόπιοι: 

«Γυρίστε πίσω. 

Οι Γερμανοί έχουν στήσει μπλόκα.

 Στέλνουν στη Γερμανία αιχμαλώτους». Μόλις το άκουσα, πιάσαμε τα βουνά.

 Δεν το γλυτώσαμε όμως. 

Πέσαμε σε μία φάλαγγα γερμανική.

 Με πήρε ένας στρατιώτης των Γερμανών να φουσκώσω ένα λάστιχο από τη μηχανή του. 

Πώς να το φουσκώσω;

 Εγώ δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου από την εξάντληση. 

Δεν ήμουν άνθρωπος. …

Κάποια στιγμή στα πεδινά, βρήκα ένα άλογο ψόφιο.

 Είχα μαζί μου ένα μαχαίρι ιταλικό.

 Μέχρι και κιθάρα είχαμε βρει, οι Ιταλοί κατέβαιναν με τα όργανα, σίγουροι ότι θα έκαναν περίπατο.

 Όμως, τα βρήκαν μπαστούνια από εμάς, γιατί ήμασταν παλικάρια πραγματικά.

 Τέλος πάντων, έβγαλα το τομάρι του ζώου, έκοψα ένα κομμάτι από τα καπούλια και έτρωγα λίγο-λίγο, μέχρι που γύρισα στον Βόλο.

 Έφτασα νύχτα στο Φυτόκο. 

Στην αρχή δεν με γνώρισε ο ίδιος ο πατέρας μου.

 Δεν άνοιγε την πόρτα. 

«Πατέρα, εγώ είμαι», φώναζα.

 Ήταν διώροφο το σπίτι. 

Από πάνω με έβλεπε. 

Δεν το πίστευε ότι είχα επιστρέψει ζωντανός».

Από τους 1700 άντρες που είχε το Σύνταγμά μας γυρίσαμε πίσω οι 7…»

ΤΟ ΥΨΩΜΑ 731

Η Μάχη στο Ύψωμα 731 ήταν μια από τις πιο κρίσιμες μάχες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

 Οι συγκρούσεις κράτησαν 15 μέρες, δηλαδή από τις 9-24 Μαρτίου 1941 και έληξαν με επικράτηση των Ελλήνων.

Το Ύψωμα 731 βρίσκεται περί τα 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας, στην Αλβανία. Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα που κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός κατά τις μάχες της περιόδου 6-11 Ιανουαρίου 1941 και κλειδί της όλης τοποθεσίας, στον κεντρικό τομέα του αλβανικού μετώπου. 

Η αρχή της ιταλικής επίθεσης έγινε νωρίς το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941, με σφοδρή δράση του πυροβολικού, με όλμους και αεροπορικό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων.

Στο ύψωμα 731, καθώς και στα γειτονικά υψώματα, πολέμησαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος της I Μεραρχίας που κατάγονταν κυρίως από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, με διοικητή τον Δημήτριο Κασλά, μέχρι την νύκτα της 12/13 Μαρτίου οπότε αντικαταστάθηκε, λόγω απωλειών, από το 19ο Σύνταγμα της VI Μεραρχίας Σερρών. 

Τον τομέα του τάγματος Κασλά ανέλαβε το τάγμα του λοχαγού Κουτρίδη, μέχρι το τέλος του αγώνα στην περιοχή αυτή.

 Απέναντί τους βρισκόταν το 8ο Ιταλικό Σώμα Στρατού, με τέσσερις μεραρχίες και δυο τάγματα μελανοχιτώνων.

Μέχρι το τέλος των μαχών στο ύψωμα, οι απώλειες για τον Ελληνικό στρατό ανέρχονταν στους 125 νεκρούς, 28 εξαφανισθέντες καθώς και σε 425 τραυματίες ενώ για τον Ιταλικό στρατό στους 1.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες.

Πληροφορίες

The Newspaper.gr

The post Ύψωμα 731, ο τελευταίος μαχητής του αφηγείται appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα