Οι αφανείς ήρωες του Έπους του 40! Δύο συγκλονιστικές ιστορίες

Γράφει ο Δημήτρης  Σταυρόπουλος

Ναι!

Είναι οι αφανείς ήρωες του έπους του 40!

Αγόγγυστα και ακούραστα, νηστικά, ταλαιπωρημένα, τραυματισμένα και άρρωστα, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου μεταφέροντας τόνους υλικού και εφοδίων στους στρατιώτες που πολεμούσαν.

Τα περισσότερα δεν άντεξαν.

Άφησαν την τελευταία τους πνοή στις κακοτράχαλες χιονισμένες βουνοκορφές και άλλα γκρεμίστηκαν στις χαράδρες περπατώντας στα δύσβατα μονοπάτια.

Η συμβολή τους στην νίκη ήταν τεράστια.

Η αναγνώριση της προσφοράς

τους ελλιπέστατη και άδικη…

Έστω και αργά, αξίζει να μνημονεύσουμε τα όσα έδωσαν στον αγώνα!

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΛΟΧΟΣ ΟΡΕΙΝΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

Αν κάποιος πληκτρολογήσει στις σύγχρονες μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου τις λέξεις «Λόχος Ορεινών Μεταφορών», αυτόματα δεν θα ανακαλύψει τίποτα καθώς θα βρεθεί μόνο μπροστά σε … «Λόχους Ορεινών Καταδρομών».

Μέσα στη νύκτα, στη βροχή, στο χιόνι, στην ατελείωτη λάσπη και πολλές φορές υπό τις βολές των εχθρικών πυροβόλων, τα ζώα (μουλάρια και γαϊδούρια) ,μετέφεραν στις πλάτες τους κάθε μορφής εφόδια, ακόμη και τραυματίες, μέσα από μονοπάτια και γιδόστρατες.

Οι ημιονηγοί-μουλαράδες, έπρεπε να κρατήσουν ζωντανό όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και το ζώο, επειδή αυτό μετέφερε ότι θα επέτρεπε στο στράτευμα να παραμείνει ζωντανό.

Πρώτα από όλα κουβαλούσαν τον οπλισμό και τα πυρομαχικά, και κατόπιν τα λιγοστά τρόφιμα και εφόδια.

«Μουλαράδες» και έμφορτα ζώα εκινούντο άλλοτε μέσα από απάτητα μονοπάτια που συχνά χωρούσαν μόνο έναν, βουλιάζοντας σε χιόνια και λάσπη μέχρι τη μέση, και άλλοτε πάνω στον πάγο.

Τα ζώα, πολλές φορές έπεφταν στον γκρεμό παρασύροντας ακόμη και τους οδηγούς τους που μάταια προσπάθησαν να τα συγκρατήσουν!

Αλλά τραγική εξίσου και απελπιστική ήτο και η κατάσταση των ζώων, των μουλαριών, όταν σώθηκε το λίγο άχυρο και το κριθάρι που ήτο δυνατό να οικονομηθεί στα απομακρυσμένα και αποκεκλεισμένα από την κακοκαιρία εκείνα μέρη τ’ άτυχα κτήνη ετρέφοντο με ξηρά φύλλα που και αυτά σπάνιζαν και με φλούδες των δέντρων.

Υπό τας συνθήκας αυτάς πολλά ζώα εψόφησαν μη δυνάμενα να ανθέξουν στις κακουχίες και στην έλλειψη τροφής…

Η ΕΠΙΤΑΞΗ

Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, πληροφορεί ότι 125.000 άλογα και μουλάρια, είχαν επιταχθεί μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 1940.

«Άπασαι αι ανωτέρω μονάδες του τε προς Αλβανίαν και Βουλγαρίαν θεάτρου επιχειρήσεως, μετά των μη μεραρχιακών τοιούτω και των εν γένει υπηρεσιών, ανήρχοντο περίπου εις 300.000 άνδρας και 125.000 κτήνη». (Δ.Ι.Σ./Γ.Ε.Σ. «Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ – Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ» Αθήναι 1960)

Πολύ λίγα ζώα γύρισαν πίσω.

Και όσα από αυτά γύρισαν, τα περισσότερα ήταν σακάτικα, καχεκτικά με λίγη ζωή μέσα τους.

Αυτά τα ηρωικά ζώα, υπερήφανα, ακούραστα, μουσκεμένα από την βροχή και το χιόνι μετέφεραν τρόφιμα και πυρομαχικά στον μαχόμενο Στρατό μας.

Και οι στρατιώτες – ημιονηγοί, έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά, όταν έχαναν τους πιστούς αυτούς συντρόφους τους.

Αυτό που αισθάνονταν και ένοιωθαν εκείνοι οι ημιονηγοί για τα μουλάρια, δεν ήταν αρρωστημένη ζωοφιλία, αλλά αποτέλεσμα μιας πραγματικής ανυπόκριτης αγάπης, που προέρχονταν από την προσφορά αυτών των ζώων προς τον άνθρωπο και από την, μεγάλης διάρκειας, συντροφικότητα κάτω από τις δύσκολες ώρες του πολέμου.

Oι μονάδες στις οποίες υπάγονταν τα μουλάρια, ήταν «οι Λόχοι Ορεινών Μεταφορών» και στη στρατιωτική ονομασία λέγονταν χάριν συντομίας, Λ.Ο.Μ.

Συνήθως το κάθε μουλάρι είχε ως υπεύθυνο φροντιστή, ένα φαντάρο, ο οποίος φρόντιζε για τη διατροφή του ζώου, τον καθαρισμό του, τη φόρτωσή του, το ξεφόρτωμά του και ανάφερε για την ανάγκη πεταλώματος, κτηνιατρικού ελέγχου, ή άλλων φροντίδων.

Οι άνδρες αυτοί, φρόντιζαν ιδιαίτερα και για την καθαριότητα του ζώου.

Κατά τις επιθεωρήσεις του Λόχου, ο υπεύθυνος αξιωματικός που περνούσε μπροστά από τον ημιονηγό (μουλαρά), κρατούσε ένα λευκό μαντήλι και δοκίμαζε να δει πόσο καθαρό είναι το ζώο, τρίβοντάς το στο σώμα του!

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Ο δεσμός μεταξύ του στρατιώτη και του πιστού τετράποδου συντρόφου του, υπήρξε μοναδικός, όπως καταδεικνύει και το παρακάτω απόσπασμα από ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε μαχητής του 1940 επάνω στο σαμάρι ενός σκοτωμένου μουλαριού:

«Πολέμησες δίπλα μας νηφάλιο στις άγριες μπόρες του πολέμου κι έπεσες αθόρυβα για τη λευτεριά μας σαν αφανής και αιώνιος στρατηλάτης.

Αιωνία σου η μνήμη.

Σ ένα χαντάκι, σκεπασμένο με χιόνι, ο Ψαρής μου κόλλησε.

Πεινασμένο, μουσκεμένο ως το κόκαλο, ταλαιπωρημένο από το αδιάκοπο τρέξιμο πάνω στα κατσάβραχα, ήταν γραφτό του να μείνει εκεί.

Το χάιδεψα λίγο στο σβέρκο και το φίλησα.

Και κίνησα.

Σε λίγα βήματα γύρισα να ιδώ για τελευταία φορά.

Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν σύντροφος στον πόλεμο.

Είχαμε δει τόσες φορές μαζί το θάνατο, είχαμε περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής, τέτοια που δεν λησμονιέται ποτέ.

Και το είδα να με κοιτάζει που έφευγα.

Τι ματιά ήταν αυτή βρε παιδιά.

Πόσο παράπονο, πόση λύπη φανέρωνε.

Μ έπιασε το κλάμα.

Ο πόλεμος δεν αφήνει καιρό για τέτοια.

Σε μια στιγμή σκέφτηκα να το σκοτώσω.

Δεν βάσταξε όμως η καρδιά μου.

Και το άφησα εκεί.

Με κοίταζε ώσπου χάθηκα πίσω από τον βράχο».

Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΣΤΗΝ ΧΕΙΜΑΡΑ

Η ιστορία που ακολουθεί είναι συγκλονιστική.

Την διηγείται η συνάδελφος Τασούλα Επτακοιλη.

«Η οικογένεια του παππού μου του Γιάννη, στο Βαθύ της Σάμου, τη δεκαετία του ’30, είχε ένα μουλάρι.

Μέλισσα την έλεγαν, γιατί ήταν εργατική και πολύτιμη, όπως οι μέλισσες. Ήρεμη, δυνατή, υπάκουη, ήταν πάντα μαζί τους στο όργωμα, στο αλώνισμα, στον τρύγο, στο λιομάζωμα – σωστό χρυσάφι.

Σαν άνθρωπο δικό τους την αγαπούσαν και τη φρόντιζαν.

Οταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ανακοινώθηκε η επίταξη των υποζυγίων, φαρμακώθηκαν που έπρεπε να την αποχωριστούν.

Με βαριά καρδιά την πήρε ο παππούς μου να την παραδώσει, στο λιμάνι, όπου ο στρατός συγκέντρωνε τα άλογα και τα μουλάρια που θα στέλνονταν στο μέτωπο.

Κόσμος πολύς, ζώα πολλά, φασαρία, αναστάτωση, βρήκε την ευκαιρία κάποια στιγμή η Μέλισσα και δάγκωσε ένα κουλούρι από τον ταβλά ενός κουλουρά.

Έβαλε εκείνος τις φωνές και σήκωσε το χέρι του να τη χτυπήσει.

«Μην τολμήσεις να ακουμπήσεις το ζώο μου, γιατί σακατεμένο θα σε πάρουν από τα χέρια μου», τον φοβέρισε ο παππούς μου.

«Πόσο κάνουν τα κουλούρια σου;

Να, πάρε τα λεφτά σου και βάλε κάτω τον ταβλά να φάει το μουλάρι μου όσα θέλει». Έτσι έγινε, και η Μέλισσα, χορτάτη αλλά ανίδεη για όσα την περίμεναν, μπήκε στο καράβι και έφυγε για τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Ύστερα από λίγες ημέρες σάλπαρε και ο Γιάννης για το μέτωπο.

Και παραμονή των Χριστουγέννων του 1940, όταν η μεραρχία του είχε μπει στη Χειμάρρα, περνώντας έξω από ένα σχολείο, άκουσε το χλιμίντρισμά της από το προαύλιο και την αναγνώρισε.

Ή μήπως τον είχε αναγνωρίσει εκείνη μέσα στο σκοτάδι;

Έτρεξε και την αγκάλιασε.

Τη φιλούσε κι έκλαιγε λες και ήταν μωρό παιδί από τη χαρά του.

Πέρασε σχεδόν όλη τη νύχτα δίπλα της.

Το πρωί χωρίστηκαν.

Δεν την ξαναείδε ποτέ.

Εκείνος επέστρεψε στο νησί, η Μέλισσα όχι. Αλλά ήταν σίγουρος ότι είχε επιζήσει.

«Τέτοια ζώα ούτε πολέμους φοβούνται, ούτε άγρια θηρία, ούτε τίποτα», έλεγε στη γιαγιά μου.

Κάθε φορά που μιλούσε γι’ αυτήν βούρκωνε».

Η συμμετοχή των μονόπλων στους αγώνες του έθνους καταγράφεται εντυπωσιακή και αριθμητικά: στον ελληνοτουρκικό πόλεμο έλαβαν μέρος 2.900 μόνοπλα, στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) 29.000, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο 47.169, στην εκστρατεία στην Κριμαία (1919) 10.132, στη Μικρά Ασία (1919-1922) 62.000, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940) 150.000, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις την περίοδο από 1946-1949 32.000 μόνοπλα.

Πληροφορίες

agiasofiablog.gr

Γ.Ε.Σ

The post Οι αφανείς ήρωες του Έπους του 40! Δύο συγκλονιστικές ιστορίες appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα