Η Πολιτική Ηγεσία ως κυριώτερος παράγων αμύνης κατά ξένης εισβολής: Η RAND για την Ταϊβάν

Γράφει ο

Ηλίας Ηλιόπουλος*

Οι εξελίξεις στην Ουκρανία εξέπληξαν πολλούς ξένους παρατηρητές, οι οποίοι ανέμεναν μίαν ταχεία ρωσσική νίκη, και ανέδειξαν την σημασία της βουλήσεως μιας χώρας να προβάλει αντίσταση σε ξένη στρατιωτική επέμβαση ως κρισίμου παράγοντος μιας πολεμικής αναμετρήσεως. Ακόμη δε και αν αληθεύει – και, πράγματι, αληθεύει – ο ισχυρισμός ότι η πλευρά του Κιέβου έλαβε, και εξακολουθεί να λαμβάνει, αφειδώς στρατιωτική βοήθεια από τρίτες χώρες (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρεττανία κ.λπ.), και πάλιν είναι πρόδηλον ότι η ξένη στρατιωτική βοήθεια, οσονδήποτε πολύτιμη και αν είναι,

τόσον από ποσοτικής όσον και από ποιοτικής επόψεως, δεν θα επέφερε κανένα αποτέλεσμα – ή δεν θα είχε καν παρασχεθεί – εάν εξέλιπε, ήδη κατά τις πρώτες ημέρες της διενέξεως, η πολιτική βούλησις του Κιέβου να αντισταθεί.

Η υπόθεσις της Ουκρανίας εγείρει ευλόγως ερωτήματα σχετικώς προς την Ταϊβάν, η οποία επίσης αντιμετωπίζει απειλή εισβολής από πλευράς γείτονος χώρας, και δη Μεγάλης Δυνάμεως. Πρόσφατη μελέτη του αμερικανικού ερευνητικού ιδρύματος RAND Corporation αναδεικνύει την κρίσιμη σημασία της ικανότητος της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) να αντισταθεί σε ενδεχομένη εισβολή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

Και τούτο, διότι η έκβαση μιας συρράξεως στο Στενόν της Ταϊβάν θα εξαρτηθεί, εν τέλει, κατά μείζονα λόγον, εκ της στάσεως των ΗΠΑ, οι οποίες παραμένουν δεσμευμένες έναντι της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) διά των «Έξι Διαβεβαιώσεων» (Six Assurances), που παρέσχε ο Πρόεδρος Ρήγκαν εν έτει 1982.  Πλην όμως, πάσα ευθεία στρατιωτική ανάμειξις των ΗΠΑ σε ενδεχομένη σύρραξη μεταξύ της Δημοκρατίας της Κίνας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας εμπεριέχει τον κίνδυνον, υψηλόν μάλιστα, κλιμακώσεως της διενέξεως εις μείζονα πολεμική αναμέτρηση μεταξύ δύο Μεγάλων Δυνάμεων. Τιθέμενοι ενώπιον των βαρυτάτων συνεπειών, που θα ηδύνατο να επιφέρει μία τοιαύτη εξέλιξις, τόσον η Αμερικανική Πολιτική Ηγεσία όσον και η Αμερικανική Κοινή Γνώμη – παρά τις υφιστάμενες πολιτικές δεσμεύσεις της πρώτης και τις όποιες συμπάθειες της δευτέρας – θα ήτο πιθανόν να επιλέξουν, εν τέλει, έστω και εκούσες-άκουσες, την οδό της μη επεμβάσεως, εάν – και τονίζομε το «εάν» – τόσον το αμερικανικόν πολιτικόν σύστημα όσον και η κοινωνία θεωρήσουν, εξ αρχής, το ζήτημα της Ταϊβάν ως «χαμένη υπόθεση». Και έτσι θα το θεωρήσουν, φυσιολογικώς, εάν η Κυβέρνησις της Ταϊβάν δεν φανεί αποφασισμένη και έτοιμη να αντισταθεί ή εάν επέλθει στρατιωτική κατάρρευσις ήδη από των πρώτων ημερών.        

Εν προκειμένω οφείλει δε να συνεκτιμηθεί και ο παράγων της γεωγραφικής αποστάσεως μεταξύ της Αμερικανικής Ηπείρου και της νησιωτικής πολιτείας. Ο Ειρηνικός Ωκεανός είναι αχανής. Βεβαίως, η διαρκής παρουσία του Εβδόμου Αμερικανικού Στόλου (του πάλαι ποτέ Στόλου Ειρηνικού και, εν τω μεταξύ, καλουμένου Στόλου Ινδο-Ειρηνικού) δηλοί την αξίωση Κυριαρχίας των Θαλασσών (Command of the Seas) της Παγκοσμίου Ναυτικής Δυνάμεως (ΗΠΑ). Αλλ’ ενδεχομένη είσοδος της τελευταίας εις μείζονα στρατιωτική αναμέτρηση με Μεγάλη Δύναμη – εκφεύγουσα των ορίων μιας περιφερειακής κρίσεως ή ενός περιορισμένης εντάσεως και διαρκείας (αερο-)ναυτικού επεισοδίου – θα απαιτούσε, από αμερικανικής πλευράς, ευρυτέρας κλίμακος κινητοποίηση μέσων και προσωπικού, προκειμένου να σχηματισθεί και να αποσταλεί στο Στενόν της Ταϊβάν εκστρατευτικόν σώμα εις ικανούς αριθμούς και επαρκή μέσα. Και κάτι τέτοιο θα απαιτούσε χρόνον.

Αν, λοιπόν, η Πολιτική Ηγεσία της Ταϊβάν παρέλυε συνεπεία της εισβολής  –  ή αν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας κατέρρεαν μετά τα (προδήλως βαρύτατα) πρώτα πλήγματα  –  τότε θα ήτο λίαν δυσχερές για την Αμερικανική Πολιτική Ηγεσία να ενεργήσει, εκ των υστέρων, προς «τιμωρίαν» ενός «κράτους-παρία»  (η Κίνα δεν είναι Ιράκ, στο κάτω-κάτω της γραφής). Η Αμερικανική Στρατιωτική Ηγεσία θα προέβαλλε καθ’ όλα βάσιμες αμφιβολίες περί του υψηλού κόστους ανακαταλήψεως μιας ήδη κατακτηθείσης χώρας. Και θα ήτο πολύ δύσκολον για τον Λευκό Οίκο να δικαιολογήσει ενώπιον της Κοινής Γνώμης την ανάγκη αναλήψεως ενός τέτοιου κόστους εις ζωές Αμερικανών στρατιωτών – και όχι μόνον, εάν η σύρραξη εκλιμακούτο μέχρι χρήσεως πυρηνικών όπλων.               

Αντιστρόφως, μία αποφασιστική και πείσμων αντίσταση της Ταϊβάν κατά της εισβολής του Πεκίνου, πέραν των πρώτων ημερών, θα προξενήσει διεθνώς κύμα συμπαθείας υπέρ του αμυνομένου και θα αυξήσει κατά πολύ την πιθανότητα τόσον της αμερικανικής στρατιωτικής επεμβάσεως όσον και της αποδοχής μιας τέτοιας – βαρυσήμαντης – πολιτικής αποφάσεως από την Κοινή Γνώμη.

Η προαναφερθείσα μελέτη της RAND συνεκτιμά τέσσερεις παράγοντες επιτυχούς αμύνης μιας χώρας έναντι ξένης εισβολής:

Πολιτική Ηγεσία και κοινωνία, Στρατιωτική Ισχύς και αποτελεσματικότης αυτής, Αντοχή (νοουμένη ως ανθεκτική ικανότης έναντι της «τιμωρίας», την οποίαν επιβάλλει ο εισβολεύς στο θύμα του) και Συμμαχική στρατιωτική επέμβαση.

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο σημαντικώτερος παράγων, παρασάγγας προηγούμενος παντός άλλου, είναι η Πολιτική Ηγεσία και η κοινωνία. Ισχυρά Πολιτική Ηγεσία – υπό την μορφή Εθνικών Ηγετών ικανών να αποσπάσουν και να ενισχύσουν την νομιμοφροσύνη του λαού –, κοινωνία κατά μείζονα βαθμόν ψυχικώς ηνωμένη και συνεκτική καθώς και ισχυρά λαϊκή υποστήριξη υπέρ μιας εθνικής υποθέσεως θεωρούνται ως τα πλέον ανθεκτικά θεμέλια πάσης αποφασιστικής αμύνης κατά ξένης εισβολής. 

Προδήλως, η ύπαρξη ικανών και καλώς προπαρεσκευασμένων Ενόπλων Δυνάμεων δρα ενισχυτικώς της Πολιτικής Ηγεσίας καθ’ ο μέτρον απαγορεύει στον Αντίπαλον μίαν εύκολη και ταχεία κατάκτηση. Αποτρέπουσες ήτταν κατά τα πρώτα εικοσιτετράωρα, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας της Κίνας επιμηκύνουν την χρονική διάρκεια του πολέμου, παρέχουσες τοιουτοτρόπως τον απαιτούμενο χρόνο για την εκδήλωση Συμμαχικής επεμβάσεως – αλλά και για την εκδήλωση και ενδυνάμωση της διεθνούς συμπαθείας υπέρ της αμυνομένης νησιωτικής πολιτείας.

Το αντικειμενικόν στρατιωτικόν μειονέκτημα της Ταϊβάν έναντι της ηπειρωτικής Κίνας ως προς την αριθμητική δύναμη και την ποσότητα των διαθεσίμων υλικών μέσων δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και απαραιτήτως την ήττα της νησιωτικής πολιτείας. Εν τούτοις, ακόμη και εάν η Κυβέρνηση της Ταϊπέϊ κατορθώσει να αυξήσει εντυπωσιακώς τις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας, οι αντίστοιχες δυνατότητες του Σινικού «Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού» θα εξακολουθήσουν να αυξάνουν, εις ολοένα και μεγαλυτέρους αριθμούς.

Εξ άλλου, οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές ζημίες δύνανται να επηρεάσουν διττώς την εξέλιξη ενός πολέμου. Στο αρχικόν στάδιον, η Κοινή Γνώμη τείνει να συσπειρούται πέριξ της Εθνικής Ηγεσίας, επιδοκιμάζουσα την αντίσταση κατά του επιτιθεμένου. Μεσοπροθέσμως και μακροπροθέσμως, όμως, τυχόν βαρύτατες ανθρώπινες απώλειες ή/και υλικές καταστροφές ενδέχεται να ελαχιστοποιήσουν ή και να εκμηδενίσουν την λαϊκή υποστήριξη του δικαίου πολέμου. Το πώς θα εκδηλωθεί η κοινωνική συναίνεση υπέρ του δικαίου πολέμου κατά του εισβολέως και το εάν αυτή θα διατηρηθεί ή μη,  εξαρτάται, πρωτίστως, από το ποιόν, την ισχύ και την βούληση της Πολιτικής Ηγεσίας. 

Συνεπεία των ανωτέρω, ως κρισιμώτερος παράγων της ικανότητος αντιστάσεως της Ταϊβάν σε ευρείας κλίμακος επίθεση του Πεκίνου αξιολογείται η ποιότης, η ισχύς και η βούλησις της Πολιτικής Ηγεσίας της νησιωτικής πολιτείας καθώς και ο βαθμός υφισταμένης κοινωνικής συνοχής. Εν συγκρίσει δε προς αυτόν, όλοι οι λοιποί παράγοντες, ακόμη και εκείνος της στρατιωτικής καταστάσεως της χώρας, εκτιμώνται ως δευτερευούσης σημασίας.

Τα πεπραγμένα της νυν Προέδρου της Ταϊβάν, από το 2016 μέχρι σήμερα, δηλούν ότι η κυρία Tsai Ing-wen σκέπτεται και ενεργεί κατά μήκος της ως άνω συλλογιστικής. Μένει να δειχθεί ότι και η ιθύνουσα ελίτ της Ουάσιγκτων λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν το έτερον συμπέρασμα της μελέτης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψεως: ότι η αντίσταση της Ταϊβάν κατά εισβολής, οσονδήποτε αποφασιστική, ανθεκτική και αποτελεσματική,  δεν θα διαρκέσει επ’ άπειρον. Η τελική επιτυχία της – ή μη – θα κριθεί από το εάν θα υποστηριχθεί από στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ.

Εμείς θα προσθέταμε εν προκειμένω αυτό που και παλαιότερα έχομε υποστηρίξει: ο καλλίτερος και ασφαλέστερος τρόπος, για να μη ευρεθεί η αμερικανική ιθύνουσα ελίτ στην ανάγκη να προβεί σε μίαν τέτοιαν επέμβαση, είναι να καταστήσει, εκ των προτέρων, απολύτως σαφή την βούλησή της ότι θα τιμήσει την δέσμευσή της έναντι της νησιωτικής πολιτείας. Με άλλους λόγους, να εγκαταλείψει – σήμερα – το παρωχημένον και ανούσιον δόγμα της Στρατηγικής Ασαφείας (Strategic Ambiguity).

*Ο Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος διετέλεσε, επί μακράν σειράν ετών, Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Σήμερα διδάσκει στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

The post Η Πολιτική Ηγεσία ως κυριώτερος παράγων αμύνης κατά ξένης εισβολής: Η RAND για την Ταϊβάν appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα