Γιατί πρέπει η Ταϊβάν να συμμετάσχει στην INTERPOL!

Γράφει ο

Ηλίας Ηλιόπουλος*

Το μυστηριώδες και τραγικό αεροπορικό δυστύχημα της 8ης Μαρτίου 2014, όταν εξαφανίσθηκε, αίφνης, αεροσκάφος των Μαλαισιανών Αερογραμμών (Malaysian Airlines), το οποίον εκτελούσε την πτήση ΜΗ370, από Κουάλα Λουμπούρ προς Πεκίνον, μεταφέρον 239 ανθρώπους, προκάλεσε ανησυχία διεθνώς και έστρεψε την προσοχή των αρμοδίων προς τα κενά ασφαλείας των πολιτικών αερολιμένων. Εκ της ερεύνης, που επακολούθησε, προέκυψε ότι, τουλάχιστον, δύο επιβάτες της μοιραίας πτήσεως ταξείδευαν με κλαπέντα διαβατήρια – γεγονός το οποίον ενίσχυσε τις υποψίες περί τρομοκρατικής

ενεργείας. Ευλόγως, το γεγονός ανέδειξε την σημασία της τακτικής και ακωλύτου προσβάσεως όλων των κρατών στις βάσεις δεδομένων του Διεθνούς Οργανισμού Αστυνομίας Διώξεως Εγκλήματος (International Criminal Police Organisation/ INTERPOL), και δη στο ηλεκτρονικό Αρχείο Κλαπέντων/Απολεσθέντων Ταξειδιωτικών Εγγράφων (Stolen/Lost Travel Documents/ SLTD), κάτι που επιτρέπει στις κατά τόπους Εθνικές Αρχές να ελέγχουν ηλεκτρονικώς τα έγγραφα κάθε επιβάτη και να διαπιστώνουν εάν είναι νόμιμα ή μη. Ως Κράτος-Μέλος της ΙΝΤΕRPOL, η Μαλαισία είχε ευχερώς πρόσβαση στα εν λόγω Αρχεία αλλά, παρά ταύτα, απέτυχε να αποτρέψει την επιβίβαση των δύο συγκεκριμένων επιβατών – όπερ δεικνύει σοβαρές ελλείψεις του συστήματος ασφαλείας των αερολιμένων της. 

Ευκόλως αντιλαμβανόμεθα, λοιπόν, πόσον απείρως δυσχερέστερες είναι οι προκλήσεις ασφαλείας για τις Αρχές της Δημοκρατίας της Κίνας – Ταϊβάν (Republic of China – Taiwan), οι οποίες δεν διαθέτουν καν πρόσβαση στο προαναφερθέν τόσον σημαντικόν αρχείον της INTERPOL. Ενδεικτικώς ας αναφερθεί ότι, μέχρι του έτους 2014, το Αρχείον Κλαπέντων/Απολεσθέντων Ταξειδιωτικών Εγγράφων (SLTD) του διεθνούς Οργανισμού διέθετε κατακεχωρημένα περί τα 45.000.000 ταξειδιωτικών εγγράφων (διαβατηρίων, αστυνομικών δελτίων ταυτότητος και αδειών τύπου visa). Εκ των διαθεσίμων στοιχείων συνάγεται ότι, μόνον κατά την χρονιά εκείνη, τα Κράτη-Μέλη της INTERPOL διενήργησαν, συνολικώς, περισσοτέρους από ένα δισεκατομμύριο ελέγχους (!), χάρις εις τους οποίους ηδυνήθησαν να εντοπίσουν 72.000 περιπτώσεις παρανόμων ταξειδιωτικών εγγράφων. Εν τούτοις, η Ταϊβάν δεν έχει την δυνατότητα να ελέγχει τα ταξειδιωτικά έγγραφα των επιβατών, κάνοντας χρήση του προαναφερθέντος αρχείου της ΙΝΤΕRPOL, αλλ’ ούτε και μπορεί, καίτοι το επιθυμεί, να ενημερώνει τις βάσεις δεδομένων του Οργανισμού, αποστέλλουσα τυχόν κρίσιμες πληροφορίες περί παρανόμων εγγράφων, που υπέπεσαν στην αντίληψη των Εθνικών Αρχών της. 

Και τούτο λόγω του εξακολουθητικού αποκλεισμού της Ταϊβάν από την INTERPOL. Προδήλως, αυτή η κατάστασις προκαλεί σοβαρόν έλλειμμα στην Ασφάλεια της Διεθνούς Αεροπλοΐας, πολλώ δε μάλλον εάν συνδυασθεί με τον αποκλεισμό της Ταϊβάν και από τον Οργανισμό Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας (International Civil Aviation Organisation/ ICAO) και το υπ’ αυτόν Public Key Directory (PKD). Και η όλη υπόθεσις καθίσταται ανησυχητικώτερη, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το FIR της Ταϊπέϊ, πρωτευούσης της Ταϊβάν (Taipei Flight Information Zone), είναι το πλέον πολυσύχναστον του πλανήτου, καθώς μέσω αυτών μετακινούνται δεκάδες εκατομμυρίων επιβατών. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο πιο πολυσύχναστος αεροδιάδρομος της γης είναι εκείνος που συνδέει την Ταϊπέϊ (πρωτεύουσα της Ταϊβάν) με το Χογκ-Κογκ (Taipei – Hong-Kong)!

Η παράλογη και επικίνδυνη κατάστασις, που περιγράψαμε μόλις, οφείλεται στο γεγονός ότι, προσφέρουσα οικονομικά ανταλλάγματα ή, αντιστρόφως, ασκούσα πολιτικές-διπλωματικές πιέσεις και οικονομικούς εκβιασμούς, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (People’s Republic of China) παγίως επιχειρεί και κατορθώνει να παρεμποδίζει την ένταξη της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) στην INTERPOL – όπως, άλλως τε, και στον ICAO και στην Παγκόσμιο Οργάνωση Υγείας (WHO) σε άλλους διεθνείς Οργανισμούς. Έτσι, η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) – η οποία ήτο Μέλος της INTERPOL από το 1964, προτού εκτοπισθεί χάριν της κομμουνιστικής Κίνας – ευρίσκεται, τις τελευταίες δεκαετίες, αποκλεισθείσα από την πρόσβαση σε πηγές πληροφοριών κρίσιμες για την Ασφάλεια των Διεθνών Αερολιμένων και Πτήσεων, και όχι μόνον. 

Δικαίως, συνεπώς, ο κ. Hsi-ho Li, Επίτροπος του Γραφείου Εγκληματολογικών Ερευνών (Criminal Investigations Bureau/ CIB) της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν),  εκάλεσε προσφάτως την Κράτη-Μέλη της INTERPOL να επιτρέψουν την συμμετοχή της χώρας του στον διεθνή Οργανισμό. Δεν φαίνεται να έχει γίνει αρκούντως κατανοητόν διεθνώς, ως θα έδει, ότι, τορπιλλίζοντας την συμμετοχή της Ταϊβάν στην INTERPOL, όπως και στον ICAO, το Πεκίνον δεν θέτει εν κινδύνω «μόνον» την ασφάλεια αεροδρομίων και πτήσεων της Ταϊβάν. Το «καπρίτσιο» της ιθυνούσης κομματικής και κρατικής γραφειοκρατικής ελίτ του Πεκίνου δεν «τιμωρεί» «μόνον» τα 23.500.000 κατοίκων της νησιωτικής πολιτείας, που επιμένουν να υπερασπίζονται τις πολιτικές ελευθερίες τους και τον δικόν τους τρόπον βίου και δεν εννοούν να «ενωθούν» με ένα κομμουνιστικόν καθεστώς. Θέτει, επίσης, εν κινδύνω δεκάδες εκατομμυρίων επιβατών άλλων εθνικοτήτων.  

Αλλ’ η συμμετοχή της Ταϊβάν στην INTERPOL καθίσταται, εν τω μεταξύ, αναγκαία και εξ άλλου λόγου: συνεπεία της δραματικής αυξήσεως του φαινομένου της ηλεκτρονικής, διαδικτυακής, ψηφιακής απάτης, παγκοσμίως (Transnational Telecommunication Fraud), κατά την περίοδο της επιδημίας του ιού COVID-19, αλλά και μετέπειτα. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Επίτροπος κ. Hsi-ho Li, σε βαρυσήμαντη δημοσία παρέμβασή του δημοσιευθείσα σε πολλές εφημερίδες διεθνώς (Taiwan’s participation can strengthen international cooperation to fight transnational telecommunication fraud in the post-pandemic era), «το διαδίκτυον είναι, σε μεγάλο βαθμό, μέρος της καθημερινής ζωής των ανθρώπων στον μετα-πανδημικό κόσμο». Πράγματι, όλοι γνωρίζομε πια ότι η εργασία, η μελέτη, οι αγορές αγαθών και άλλες συναλλαγές γίνονται πια, πολύ συχνά, μέσω διαδικτύου. Αλλ’ οι αναπτυχθείσες ψηφιακές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αποτελούν εύκολον στόχο για ποικίλες εγκληματικές οργανώσεις, ενώ, συνάμα, έχουν δυσχεράνει την έρευνα και δίωξιν του Εγκλήματος υπό των Αρχών Ασφαλείας, δοθέντος, μάλιστα, ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, οι απατεώνες εφευρίσκουν διαρκώς νέες και εξελισσόμενες μεθόδους και η ηλεκτρονική, διαδικτυακή απάτη καθίσταται ολοένα πιο περίπλοκος. Η υπόθεσις των κρυπτονομισμάτων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. 

Ο Επίτροπος κ. Hsi-ho Li επισημαίνει ότι, οσάκις η Αστυνομία της Ταϊβάν διερευνά σχετικές υποθέσεις, συχνά αντιμετωπίζει δυσκολίες, που προκύπτουν από το γεγονός ότι οι διακομιστές, οι λογαριασμοί παραληπτών και οι «πλατφόρμες» ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων, που χρησιμοποιούνται από τους δράστες, έχουν την έδρα τους στο εξωτερικόν. Ο αποκλεισμός της Ταϊβάν από την INTERPOL δεν επιτρέπει στις Εθνικές Αστυνομικές Αρχές να παρέμβουν ταχύτερα και δραστικώτερα, να εντοπίσουν ευχερέστερα τους δράστες και βοηθήσουν τα θύματα της απάτης. Σημειωτέον ότι η εισροή κερδών από ηλεκτρονική, ψηφιακή απάτη συνδέεται ευθέως με το λεγόμενον «ξέπλυμα χρήματος» και την φοροδιαφυγή, ήτοι με εγκλήματα, που υπονομεύουν τα εθνικά χρηματοοικονομικά συστήματα και, εν τέλει, διαβρώνουν την Κυριαρχία των Κρατών. 

Ο χώρος δεν επιτρέπει να παραθέσομε άπαντα τα – συγκλονιστικά – στοιχεία, που κατέθεσε στην δημοσία έκκλησή του ο επί κεφαλής του Γραφείου Εγκληματολογικών Ερευνών (CIB) της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν). Ένα, ωστόσο, χρήζει μεγίστης προσοχής, διότι αφορά το φρικώδες έγκλημα της οργανωμένης εμπορίας ανθρώπων (Human Trafficking)! Όπως εξηγεί ο κ. Li, «προβλέποντας ότι ο αριθμός των ατόμων που αναζητούν εργασία θα αυξηθεί, λόγω της ανεργίας συνεπεία της πανδημίας, εγκληματικές οργανώσεις συνέστησαν τηλεφωνικά κέντρα σε διάφορα μέρη του κόσμου και στρατολόγησαν άτομα, εις ευρείαν κλίμακα, μέσω διαδικτυακής διαφημίσεως. Οι απατεώνες χρησιμοποίησαν ελκυστικά συνθήματα, όπως «εύκολη δουλειά» και «γρήγορη οικονομική ελευθερία», υπεσχέθησαν δε σταθερά και νόμιμο απασχόληση σε άλλες χώρες. Τα θύματα ανεκάλυψαν, μόνον αφ’ ότου έφθασαν στους τόπους «απασχολήσεως», ότι οι εργασίες, που τους είχαν υποσχεθεί, ήσαν παράνομες και, πάντως, δεν ήσαν αυτό που ανέμεναν. Σε ορισμένους, μάλιστα, κατεσχέθησαν τα διαβατήριά των, εστερήθησαν της ελευθερίας των και εξυλοκοπήθησαν ή «επωλήθησαν» σε άλλες επιχειρήσεις… Εάν ζητούσαν να παραιτηθούν, αναγκάζονταν να πληρώσουν υπέρογκα πρόστιμα στους διακινητές ή απειλούνταν με αφαίρεση οργάνων, για να «αποζημιώσουν» τις συμμορίες του Οργανωμένου Εγκλήματος».

Η ανωτέρω αναφορά ενός Ανωτάτου Αξιωματικού είναι αποκαλυπτική. Βασίζεται, άλλως τε, επί τεραστίας υπηρεσιακής εμπειρίας. Η Αστυνομία της Ταϊβάν έχει καταγράψει, πλέον, πολλές περιπτώσεις πολιτών της χώρας, οι οποίοι, αναζητούντες εργασίαν μέσω διαδικτύου και εξαπατηθέντες, μετέβησαν στο εξωτερικόν και κρατούνται, παρά την θέλησή τους, αναγκαζόμενοι να συμμετάσχουν σε παράνομες δραστηριότητες: στην Καμπότζη, στις Φιλιππίνες, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και σε άλλες χώρες. Οι διεθνείς αυτές εγκληματικές οργανώσεις, εις τα δίκτυα των οποίων επαγιδεύθησαν οι εν λόγω, φέρονται ως συσταθείσες από υπηόους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. 

Ορθώς επισημαίνει ο κ. Li ότι «η εμπορία ανθρώπων είναι ένα σοβαρόν ζήτημα, που πρέπει να αντιμετωπισθεί από την διεθνή κοινότητα». Θα προσθέταμε ότι αποτελεί όνειδος της ανθρωπότητος τον 21ον αιώνα. Η Αστυνομία της Ταϊβάν πράττει ό,τι καλλίτερον δύναται, επιδιώκουσα συνεργασία με άλλες Αστυνομίες επί διμερούς βάσεως, τουλάχιστον. Καλόν και ωφέλιμον για την διεθνή κοινότητα θα ήτο, εν τούτοις, εάν αυτή η συνεργασία, προς καταπολέμησιν της ηλεκτρονικής απάτης στην λεγομένη «μετα-COVID εποχή», ανεβαθμίζετο θεσμικώς, διά της συμμετοχής της Ταϊβάν στην ΙΝΤΕRPOL. Η πρόσκλησις προς την Ταϊβάν να συμμετάσχει στην προσεχή 90ή Σύνοδο της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού (90th INTERPOL General Assembly), η οποία θα λάβει χώραν από 18ης μέχρι 21ης Οκτωβρίου τρέχοντος έτους στο Νέον Δελχί της Ινδίας, θα ήτο μία καλή αρχή. Η διεθνής κοινότης μόνον κέρδος θα είχε από την αξιοποίηση του υψηλού επαγγελματισμού, της τεχνογνωσίας και της εμπειρίας της Ταϊβάν – και στο πεδίον της Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας.  

Σημειωτέον ότι, προς τον σκοπόν της καταπολεμήσεως της ηλεκτρονικής απάτης και της εμπορίας ανθρώπων, η Αστυνομία της Ταϊβάν συνεργάσθηκε, κατά τα έτη 2020-2021, συν τοις άλλοις, με τις αντίστοιχες Αρχές του Βιετνάμ, του Μαυροβουνίου αλλά και της Τουρκίας. Είναι σφάλμα των Ελληνικών Κυβερνήσεων η εξακολουθητική εμμονή στην μονομερή πολιτική της αποκλειστικής διπλωματικής αναγνωρίσεως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, την οποίαν εγκαινίασε (υπό άλλες διεθνείς περιστάσεις όμως, τότε) η Κυβέρνησις του Γεωργίου Παπαδοπούλου, περί τις αρχές της δεκαετίας του 1970 – ενώ όλα σχεδόν τα λοιπά Κράτη-Μέλη του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. έχουν, πλέον, υπό διάφορες μορφές, εγκαθιδρύσει Γραφεία Αντιπροσωπείας, Ινστιτούτα κ.λπ. στην Ταϊβάν.  

*Ο Καθηγητής Ηλίας Ηλιόπουλος διδάσκει σήμερα στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε επί μακράν σειράν ετών Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου, της Σχολής Εθνικής Αμύνης και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

The post Γιατί πρέπει η Ταϊβάν να συμμετάσχει στην INTERPOL! appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα