«Αναβάθμισις Σχέσεων ΗΠΑ–Ταϊβάν:Το καλλίτερον Μέσον Αποτροπής της Σινικής Απειλής»-Η.Ηλιόπουλος

Ρηξικέλευθη Ανάλυσις Αμερικανικού Think-Tank

Γράφει ο

Ηλίας Ηλιόπουλος*

Η πρόσφατος συνάντησις του Γενικού Γραμματέως του Σινικού Κομμουνιστικού Κόμματος και Προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κ. Xi Jinping  (習近平) και του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής κ. Joe Biden στο Μπαλί της Ινδονησίας την 14ην τρέχοντος μηνός επαναβεβαίωσε τις πάγιες βλέψεις του Πεκίνου επί της Ταϊβάν, όπως αυτές επαναδιεκηρύχθησαν, για νιοστή φορά, υπό του κ. Xi Jinping, μόλις προσφάτως, διά της ομιλίας του ενώπιον του ΧΧ Συνεδρίου του Σινικού Κομμουνιστικού Κόμματος (CCP). Διαρκούσης
της ομιλίας του εκείνης, ο νέος «Μέγας Τιμονιέρης» του Σινικού Κομμουνισμού είχε διατρανώσει την πεποίθησή του ότι  «η πλήρης επανένωσις της πατρίδος πρέπει να πραγματοποιηθεί απολύτως – και θα πραγματοποιηθεί απολύτως», είχε δε συγχρόνως προβεί στην βαρυσήμαντη δήλωση ότι η χώρα του «ουδέποτε» θα «παραιτηθεί της χρήσεως βίας» αλλ’ ότι, αντιθέτως, «επιφυλάσσεται για την λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων», προκειμένου να επιτύχει αυτό που αποκαλεί «επανένωση» (sic) με την Ταϊβάν.Πράγματι, εις μίαν δήλωσίν του, γενομένη άμα τη λήξει των συνομιλιών των δύο ανδρών, ο κ. Xi Jinping εχαρακτήρισε την Ταϊβάν ως «την υπ’ αριθμόν ένα ερυθρά γραμμή», την οποίαν δεν επιτρέπεται να διαβούν οι Η.Π.Α. εις τις μετά της Λ.Δ.Κ. σχέσεις των. Από πλευράς του, ο κ. Biden προδήλως επάσχισε να υποβαθμίσει, δημοσίως τουλάχιστον, την σοβαρότητα της καταστάσεως, η οποία επικρατεί εις τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών του Στενού της Ταϊβάν και, κατ’ ακολουθίαν, εις τις σχέσεις μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτων, δηλώσας ότι «δεν νομίζει ότι υφίσταται «οιαδήποτε άμεσος απόπειρα» (sic), υπό της [ηπειρωτικής] Κίνας, «να εισβάλει στην Ταϊβάν».Απτόητος ο κ. Xi Jinping, επανέλαβε, εν τούτοις, και ενώπιον του Αμερικανού συνομιλητού του αυτό το οποίον είχε και δημοσίως αναφέρει, κατά τον λόγον του ενώπιον του ΧΧ Συνεδρίου του Σινικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι δηλαδή το ζήτημα της Ταϊβάν είναι ζήτημα, το οποίον «θα επιλυθεί υπό του λαού της Κίνας, και μόνον». Τοιουτοτρόπως, ο ηγέτης της ηπειρωτικής Κίνας επανεβεβαίωσε την αντίθεση του ιδίου και του καθεστώτος του στο δικαίωμα Αυτοδιαθέσεως του λαού της Ταϊβάν και στην θεμελιώδη Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας.Ο κ. Ian Easton, διευθυντικόν στέλεχος του αμερικανικού Ινστιτούτου «Project 2049», παρατηρεί, εν προκειμένω, συμφωνίαν λόγων και έργων του κ. Xi Jinping: τόσον οι λόγοι του όσον και οι πράξεις του προδίδουν εχθρότητα. Ο περί ου ο λόγος ερευνητής διαπιστώνει ότι, επί ημερών Xi Jinping, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει επενδύσει «στο μεγαλύτερον διαρκές πρόγραμμα στρατιωτικών εξοπλισμών, το οποίον έχει δει ο κόσμος από ενός αιώνος, τουλάχιστον» (Easton, Ian, «Fixing a broken China strategy», Taipei Times, 14 Νοεμβρίου 2022). Ακόμη και όταν τα συνολικά μεγέθη του σινικού εθνικού προϋπολογισμού παρουσιάζουν καθίζησιν, η ιθύνουσα κομματική και κρατική γραφειοκρατική ελίτ εξακολουθεί να δαπανά τεραστίους πόρους υπέρ των Ενόπλων Δυνάμεών της.Ο ανώτερος ερευνητής της προαναφερθείσης αμερικανικής δεξαμενής σκέψεως θεωρεί πως αυτή η πράξις στερείται οικονομικής λογικής και αιτιολογείται υπό δύο πολιτικών επιταγών: η πρώτη είναι ο σκοπός του κ. Xi να προσαρτήσει ή άλλως πώς να καταλάβει την Ταϊβάν, χρησιμοποιών άπαντα τα διαθέσιμα μέσα. Η δευτέρα πολιτική επιταγή απορρέει εκ του σχεδίου της κομμουνιστικής Κίνας, και του κ. Xi Jinping ειδικώτερα, «να ξεπεράσει [η Λ.Δ.Κ.] τις Ηνωμένες Πολιτείες, να καταστεί η υπ’ αριθμόν ένα στρατιωτική Υπερδύναμις της υφηλίου και να επιτύχει αυτό που αποκαλεί [ο κ. Xi] Παγκόσμιο Σοσιαλισμό».Ο κ. Easton, ο οποίος προεκάλεσε αίσθησιν προ ετών με ένα συναρπαστικόν βιβλίον του με θέμα τον επερχόμενον πόλεμον της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατά της Ταϊβάν, φαίνεται να θεωρεί ότι ούτε ο σημερινός Αμερικανός Πρόεδρος ούτε η ιθύνουσα γραφειοκρατική ελίτ της Ουάσιγκτων έχουν αντιληφθεί «πόσον φιλόδοξος είναι ο Xi Jinping» αλλά και «πόσον εύθραυστος μπορεί να αποδειχθεί η ειρήνη» τώρα, πλέον «που διαθέτει [ο κ. Xi] ανεξέλεγκτο εξουσία». Ο διαπρεπής αναλυτής καταθέτει την εκτίμησίν του ότι, «παρ’ εκτός και επισυμβούν μείζονες πολιτικές μεταβολές», το ερώτημα δεν είναι, πλέον, το «εάν» θα υποστεί επίθεσιν η Ταϊβάν αλλά, μάλλον, το «πότε και πώς».Οπότε, το αμέσως επόμενον ερώτημα, το οποίον «πάσα αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία» οφείλει να θέσει στον εαυτόν της είναι: «Τι θα πράξομε, όταν η Κομμουνιστική Κίνα κινηθεί εναντίον της Ταϊβάν; Είμεθα έτοιμοι [να αντιδράσομε];» Κατά λογικήν ακολουθίαν, έπονται δε τα εξής, πολύ σημαντικά, ερωτήματα:– «Τι δυνάμεθα να πράξομε, ούτως ώστε να καταστήσομε μίαν τόσον καταστρεπτική σύρραξη ολιγώτερον θελκτικήν ιδέα εις τα όμματα του Xi Jinping; – Τι τον τρομάζει; – Υπάρχει κάτι, το οποίον να μπορούμε να κάνουμε, προκειμένου να τον αποτρέψομε από του να διασαλεύσει την ειρήνη;»Ο κ. Easton δίδει την απάντησιν. Διαπιστώνει, κατ’ αρχάς, ότι «η Κυβέρνησις των Η.Π.Α. έχει δειχθεί αργή εις το να αναγνωρίσει και να αποδεχθεί ότι το Σινικόν Κομμουνιστικόν Κόμμα αποτελεί συστημική απειλή» και ότι «είναι η επικινδυνωδέστερη πηγή ασταθείας στον κόσμο σήμερα». Εν προκειμένω, δεν μπορεί κανείς, αν μη τι άλλον, ει μη να θαυμάσει το θάρρος της γνώμης του εν λόγω ερευνητού, σε μιαν περίοδο, κατά την οποίαν σχεδόν σύμπασα η Δύσις φαίνεται να θεωρεί, όλως εσφαλμένως, ως πηγή διεθνούς ασταθείας την Ρωσσία.Το διευθυντικόν στέλεχος του αμερικανικού Ινστιτούτου κρίνει ότι «είναι, πλέον, επιτακτικόν» να αρχίσει η «περί εξωτερικής πολιτικής προσέγγισις της Ουάσιγκτων» να σκέπτεται επισταμένως και να συνεκτιμά την «θεμελιωδώς αντίπαλον φύσιν των αμερικανοσινικών σχέσεων καθ’ όλες τις σφαίρες της ιδεολογίας, της πολιτικής, της οικονομίας, της επιστήμης και της αμύνης». Συνεπώς, «η Στρατηγική της Ουάσιγκτων θα ώφειλε να είναι η χρήσις όλων των εργαλείων ισχύος, προκειμένου να βοηθήσει τον ελεύθερο λαό της Ταϊβάν να πραγματώσει τα πεπρωμένα του και τα οράματά, όπως εκείνος τα αντιλαμβάνεται, και να τον υποστηρίξει, ούτως ώστε να ανθέξει πάσαν πίεσιν προερχομένην εκ της Κομμουνιστικής Κίνας».Επομένως, οι Η.Π.Α. οφείλουν να εκπέμψουν το σαφές μήνυμα ότι τυχόν απαράδεκτος ενέργεια εκ μέρους του Πεκίνου κατά της Ταϊβάν θα επιφέρει κόστος απείρως υψηλότερον των κερδών των αναμενομένων υπό του κ. Xi. Υπ’ αυτήν την έννοιαν, η αναβάθμισις της θέσεως της Ταϊβάν εντός της Αμερικανικής Υψηλής Στρατηγικής και, κατ’ επέκτασιν, η αναβάθμισις των διμερών σχέσεων μεταξύ Ταϊβάν και Η.Π.Α. θα μπορούσε, πράγματι, να αποδειχθεί ως το καλλίτερον και αποτελεσματικώτερον μέσον αποτροπής ενός – άλλως ολεθρίου – πολέμου μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ανάλυσις του προαναφερθέντος ερευνητού προδήλως απηχεί το πνεύμα του κορυφαίου Αμερικανού κλασσικιστού και στρατιωτικού ιστορικού της εποχής μας Victor Davis Hanson. Έγραψε ο διακεκριμένος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Stanford περί της σημασίας της Αποτροπής (Deterrence), εις ένα βαρυσήμαντον πόνημά του, το οποίον κατέδειξε ότι ο Δευτέρος Παγκόσμιος Πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί:«Στο διάβα της Ιστορίας, η σύρραξις μεταξύ εχθρών επήλθε πάντοτε, οσάκις εξέλιπεν η επίδειξις της αποτροπής – η υλική και ψυχική πιθανότης επιτυχούς χρήσεως μεγαλυτέρας στρατιωτικής ισχύος κατά ενός επιθετικού εχθρού. Από της [περιπτώσεως της] Καρχηδόνος μέχρι της Συνομοσπονδίας, κράτη υποδεεστέρας ισχύος έφθασαν να πείσουν τους εαυτούς των περί του αδυνάτου, επειδή οι φαντασιώσεις τους δεν υπεβλήθησαν ενωρίτερα στον έλεγχον της ψυχράς πραγματικότητος. [Και όμως] Μία ισχυροτέρα επίδειξις δυνάμεως, καθώς και της βουλήσεως χρησιμοποιήσεως αυτής, θα ηδύνατο να έχει παύσει τις περισσότερες συρράξεις, προτού καν αυτές αρχίσουν.»

*Ο Καθηγητής κ. Ηλίας Ηλιόπουλος διδάσκει σήμερα στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε επί σειράν ετών Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

The post «Αναβάθμισις Σχέσεων ΗΠΑ–Ταϊβάν:Το καλλίτερον Μέσον Αποτροπής της Σινικής Απειλής»-Η.Ηλιόπουλος appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα