Το υπεραιωνόβιο δάσος Χάμπαχ, ο λιγνίτης και η ενεργειακή πολιτική Γερμανίας και Ελλάδας (φωτο)

της Φανής Τσαρούχα*

Στις αρχές Οκτωβρίου, μια λαοθάλασσα 50.000 ανθρώπων συναντήθηκε στο υπεραιωνόβιο δάσος Χάμπαχ, της Δυτικής Γερμανίας, για να διεκδικήσει τη διάσωσή του και να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στο Γερμανικό Κράτος, ότι οι «βρόμικες» πηγές ενέργειας (ορυκτά καύσιμα) δεν αποτελούν πια επιλογή. Το δάσος πλέον απειλείται με οριστική αποψίλωση και ο λόγος είναι οι εξορυκτικές επιχειρήσεις της εταιρείας ενέργειας R.W.E. για την εξόρυξη των τελευταίων αποθεμάτων λιγνίτη της περιοχής.

Το δάσος Χάμπαχ και τα κοιτάσματα λιγνίτη

Το

δάσος Χάμπαχ δημιουργήθηκε μετά την τελευταία παγετώνια περίοδο, 12.000 χρόνια πριν. Είναι ένα από τα τελευταία αρχαία παρθένα δάση της Ευρώπης, που σημαίνει ότι για εκατοντάδες χρόνια παραμείνει ανεπηρέαστο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Οικολόγοι υποστηρίζουν ότι κατατάσσεται στα μεσο-Ατλαντικά και μεσο-Ευρωπαϊκά δρυοδάση τύπου Carpinion, που προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τα ενδιαιτήματα 92/43/ΕEC (9160, Annex I). Φιλοξενεί πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας, μεγάλης οικοσυστημικής σημασίας, όπως και το σπάνιο είδος νυχτερίδας Bechstein’s που είναι αυστηρά προστατευόμενο. Τα κοιτάσματα λιγνίτη που βρίσκονται θαμμένα κάτω από την ευρύτερη περιοχή προέρχονται από την αποσύνθεση δασών και ελών της εποχής του Μειοκαίνου (30 – 5 εκατομμύρια χρόνια πριν) τα οποία στρωματοποιήθηκαν κατά την πάροδο εκατομμυρίων ετών.

Σήμερα, η έκτασή του Χάμπαχ περιορίζεται πλέον στα 200 εκτάρια, που αποτελεί το 10% της αρχικής του έκτασης. Το υπόλοιπο 90% αποψιλώθηκε από την R.W.E. κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών και στη θέση του στήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα και βαθύτερα ανοιχτά ορυχεία άνθρακα (λιγνίτη).

Οι εξορυκτικές επιχειρήσεις της R.W.E. στο Χάμπαχ και η αντίσταση από ακτιβιστές και περιβαλλοντικές οργανώσεις

Το 1974, η ευρύτερη περιοχή έγινε ιδιοκτησία της τότε Rheinbraun, και σημερινής R.W.E., η οποία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία ενέργειας στη Γερμανία και τον μεγαλύτερο εκπομπό CO2 στην Ευρώπη. Οι εξορυκτικές διαδικασίες στο Χάμπαχ ξεκίνησαν το 1978, κάτω από νομοθετικά πλαίσια της εποχής, χωρίς να απαιτηθεί ποτέ η διεξαγωγή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των εξορυκτικών εργασιών, ούτε και η επίσημη κατάταξη του δάσους με βάση την Ευρωπαϊκή νομοθεσία του 1992. Το ετήσιο προϊόν λιγνίτη από την περιοχή κυμαίνεται στους 40 εκ. τόνους, ενώ ο υπόλοιπος λιγνίτης που βρίσκεται ακόμη θαμμένος στο υπέδαφος εκτιμάται στους 1135 εκ. τόνους. Το πλάνο της εταιρείας είναι να «καθαρίσει» μέχρι και το τελευταίο κομμάτι δάσους της περιοχής μέχρι το 2020 και να συνεχίσει τις εργασίες εξόρυξης και αξιοποίησης του λιγνίτη, που προβλέπεται να καλύπτουν την ενεργειακή αυτονομία της Γερμανίας μέχρι και το 2040.

Από το 2012, μέτωπα ακτιβιστών έχουν καταλάβει το δάσος σε μία σθεναρή προσπάθεια να αποτρέψουν οποιαδήποτε αποψίλωση. Πολλοί από αυτούς μένουν όλο το χρόνο σε δενδρόσπιτα που έχουν κατασκευάσει στο δάσος κι εμποδίζουν τις εργασίες των ανθρακωρύχων με οδοφράγματα και αναχώματα. Δύο δικαστικές αγωγές έχουν γίνει από την περιβαλλοντική οργάνωση BUND, οι οποίες παραθέτουν αποδεικτικά στοιχεία οτι το δάσος εμπίπτει στις προστατευόμενες περιοχές με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τα Ενδιαιτήματα, του 1992. Η περίοδος αποψίλωσης κανονικά κρατάει από τον Οκτώβριο έως τον Φεβρουάριο. Όμως η αποψίλωση της περιόδου 2017/2018 διακόπηκε μόλις την δεύτερη μέρα, ενώ η φετινή δεν έχει ξεκινήσει καν εξαιτίας των εν λόγω αγωγών.

Ωστόσο, ακόμη δεν έχει βγει κανένα πόρισμα από τα Ομοσπονδιακά Δικαστήρια και τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών βρίσκονται ακόμη υπό εξέταση ενώ ακόμη δεν έχει διεξαχθεί Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των έργων.

Σε ένα βήμα παραπάνω έσπευσε η μη κυβερνητική startup search engine, ECOSIA, που εδρεύει στο Βερολίγο και που φυτεύει 1 δέντρο ανά χρήστη, και προσφέρθηκε μόλις χθες, στις 9/10 να αγοράσει το δάσος από την R.W.E. για 1 εκ. ευρώ.

Οι χαμένοι στόχοι εκπομπών CO2 της Γερμανίας και η ενεργειακή κατάσταση της Ελλάδας

Τα πλάνα της R.W.E. θέτουν τη Γερμανία σε αδυναμία να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για μείωση των εκπομπών CO2. Οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι για μείωση των εκπομπών κατά 40% (σε σύγκριση με τις εκπομπές του 1990) έως το 2020 προβλέπονται ούτως ή άλλως καταδικασμένοι σε αποτυχία. Όμως, η περαιτέρω εξάρτηση της Γερμανίας στις «βρόμικες» πηγές ενέργειας, αδιαμφισβήτητα θέτει σε κίνδυνο αποτυχίας και τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις της για την εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων έως το 2050.

Κυρίως τώρα, που η περιβαλλοντική πολιτική της χώρας αποστρέφεται από την Πυρηνική ενέργεια, ο λιγνίτης είναι ένας σημαντικότατος παράγοντας στην ενεργειακή εξίσωση της Γερμανίας. Στην περίπτωση που ο θαμμένος λιγνίτης κάτω από το Χάμπαχ δεν αποτελέσει πλέον επιλογή, πολλοί φοβούνται ότι η Γερμανία θα αναγκαστεί να στραφεί στην εισαγωγή καυσίμου, το πιθανότερο φυσικού αερίου από τη Ρωσία, με άγνωστες συνέπειες στο οικονομικό-πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης τώρα. Ωστόσο, οι ειδικοί του θέματος, περιβαλλοντολόγοι, επιμένουν πως η Γερμανία θα πρέπει να στηρίξει την ενεργειακή της αυτονομία στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας όπως η Σουηδία και άλλες χώρες της ΕΕ.

Στον αντίποδα, λόγω της αδύναμης οικονομικής θέσης της Ελλάδας, οι δεσμεύσεις μας για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για το 2020 είναι πολύ ελαστικές. Ο στόχος είναι μείωση εκπομπών κατά 4% σε σύγκριση με το 2005, το οποίο έχει ήδη επιτευχθεί κυρίως εξαιτίας της συρρίκνωσης της βιομηχανίας και στοχευμένης αλλαγής των πρακτικών κτηνοτροφίας (εκπομπές μεθανίου). Ωστόσο, οι συνολικές ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας συνεχίζουν να στηρίζονται κατά 89% στα ορυκτά καύσιμα, και ιδιαίτερη προτίμηση στο εισαγόμενο πετρέλαιο. Ο τομέας εναλλακτικών πηγών ενέργειας παραμένει στη χαμηλότερη κλίμακα σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η ενεργειακή πολιτική της χώρας μας δυστυχώς έχει επισκιαστεί από την κρίση και η πολιτική μας ατζέντα δεν μας επιτρέπει να αξιοποιήσουμε τις μεγάλες προοπτικές πράσινης ανάπτυξης που έχουμε.

Η παντελής εξάντληση φυσικών πόρων που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να δημιουργηθούν, μέσα σε 60 χρόνια ανθρώπινης δραστηριότητας (1978-2040 όπως προβλέπει η R.W.E. και το Γερμανικό κράτος) ακούγεται ως μία (ακατ)αλόγιστη επιλογή. Η προτεινόμενη λύση από τους περιβαλλοντολόγους, τους οικολόγους, τους ακτιβιστές και όλους τους ανθρώπους που συνάντησα στο Χάμπαχ, είναι ξεκάθαρη και καταλήγει ευτυχώς ή δυστυχώς στα χέρια όλων μας: «Πρέπει όλοι μας και άμεσα να μειώσουμε τις ενεργειακές μας δαπάνες. Όχι άλλο ορυκτό καύσιμο. Ο άνθρακας πρέπει να παραμείνει θαμμένος στο έδαφος και όχι στην ατμόσφαιρα».

*Η Φανή Τσαρούχα είναι MSc Περιβαλλοντολόγος

Keywords
Τυχαία Θέματα