Στουρνάρας: Προκλήσεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Με δύο άρθρα του στον Τύπο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Γιάννης Στουρνάρας, εκφράζει τις προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας το 2023, αλλά παράλληλα καταθέτει και τις ανησυχίες του.

Στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» ο κ. Στουρνάρας

έκανε τον απολογισμό του 2022 και έγραψε τις προβλέψεις του για το 2023:

Η ενεργειακή κρίση, η οποία επιδεινώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, έχει ως αποτέλεσμα την απότομη άνοδο του πληθωρισμού. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην παρέμβαση των νομισματικών αρχών, με τις κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν δραστικά τα επιτόκιά τους, παρά το γεγονός ότι η άνοδος του πληθωρισμού οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε αρνητικές διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς και ειδικά στην αύξηση του ενεργειακού κόστους εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, οι άμεσες επιδράσεις των οποίων δεν μπορούν να εξουδετερωθούν εύκολα από τη νομισματική πολιτική. Ωστόσο, η δυναμική αντίδραση των κεντρικών τραπεζών σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά τους αφενός να περιορίσουν τη συνολική ζήτηση και να θέσουν υπό έλεγχο τις δευτερογενείς πληθωριστικές επιδράσεις, και αφετέρου να σταθεροποιήσουν τις πληθωριστικές προσδοκίες, ώστε να αποφευχθεί μια αυτοτροφοδοτούμενη αύξηση του πληθωρισμού και να επιτευχθεί ο στόχος της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα. Παρότι η βασική στόχευση από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών είναι ξεκάθαρη, ανακύπτει ένα δίλημμα πολιτικής που σχετίζεται με την έκταση την οποία θα πρέπει να έχουν οι αυξήσεις επιτοκίων, και κατ’ επέκταση με τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη που θα μπορούν να αποδεχθούν οι νομισματικές αρχές ώστε να σταθεροποιηθεί ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα.

Η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τους γεωπολιτικούς κινδύνους και την αύξηση της αβεβαιότητας, έχει ως συνέπεια την αυστηροποίηση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και την αύξηση της αποστροφής κινδύνου εκ μέρους των επενδυτών, με αποτέλεσμα την άνοδο της μεταβλητότητας και των αποδόσεων των ομολόγων και την πτώση των τιμών των μετοχών.

Στο εσωτερικό, η αύξηση του κόστους της ενέργειας και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα. Επιπλέον, η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ενώ η διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα στερεί μια πρόσθετη πηγή εσόδων.

Ως συνέπεια του υψηλού και επίμονου πληθωρισμού, αυξάνονται οι πιέσεις για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, καθώς και για μέτρα στήριξης που θα περιορίζουν τις απώλειες στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Δεδομένου ότι ο υψηλός πληθωρισμός πλήττει αναλογικά περισσότερο τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες του πληθυσμού, τα μέτρα στήριξης κρίνονται αναγκαία. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι στοχευμένα και προσωρινά στο πλαίσιο του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο, καθώς η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να έχει περιοριστική κατεύθυνση, ώστε να δράσει συμπληρωματικά με τη νομισματική πολιτική, συμβάλλοντας στην κάμψη του πληθωρισμού και ταυτόχρονα να διασφαλίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Οι όποιες μισθολογικές αυξήσεις αποφασιστούν (για παράδειγμα στον κατώτατο μισθό) θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις δυνατότητες της οικονομίας, να μην τροφοδοτούν περαιτέρω την άνοδο του πληθωρισμού και συνολικά να μην υπονομεύουν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε όρους ανταγωνιστικότητας την τελευταία δεκαετία.

Οι πληθωριστικές πιέσεις και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων, οδηγούν σε βελτίωση των καθαρών εσόδων από τόκους των τραπεζών, αλλά και σε επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησής τους, ενώ ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου που σχετίζεται με τη δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον που θέτει σημαντικές προκλήσεις στην οικονομική πολιτική, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς το εννεάμηνο του 2022, τροφοδοτούμενη από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη μεγάλη άνοδο του τουρισμού και των εσόδων από τη ναυτιλία. Η καλύτερη από το αναμενόμενο επίδοση της ελληνικής οικονομίας οδηγεί στην προς τα άνω αναθεώρηση των εκτιμήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος που έγιναν τον Ιούνιο για το ρυθμό μεγέθυνσης του 2022. Σε αυτό συνέβαλαν και τα μέτρα στήριξης για την ανάσχεση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η παράταση της ενεργειακής κρίσης εξαιτίας του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, που συντηρεί τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα, έχει οδηγήσει σε υποχώρηση των επιχειρηματικών προσδοκιών και επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027 και του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU δύναται να μετριάσει τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην οικονομία.

Στο περιβάλλον και πλαίσιο αυτό, ο απόλυτος προσανατολισμός της οικονομικής και ιδιαίτερα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου θα πρέπει να αποτελέσει αδιαπραγμάτευτο εθνικό στόχο, καθώς η επίτευξή του θα έχει ευεργετικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Προκλήσεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας έχει τίτλο άρθρο του στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής», στο οποίο αναφέρει:

Η βασικότερη πρόκληση για την οικονομική πολιτική στην τρέχουσα συγκυρία είναι η αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού. Αναπόφευκτα, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Στο εσωτερικό, η περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής κρίνεται ως η πλέον ενδεδειγμένη καθώς διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και δρα συμπληρωματικά με τη νομισματική πολιτική για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού. Από την άλλη πλευρά, η διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων εντείνει την ανάγκη για τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ώστε να μετριαστούν οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών (ειδικότερα της ενέργειας). Η οικονομική πολιτική είναι λοιπόν αντιμέτωπη με ένα δίλημμα μεταξύ μακροοικονομικής σταθεροποίησης και δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

Εάν ο εγχώριος πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν της ευρωζώνης, θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε μια επίμονη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Ωστόσο, ο επιτοκιακός κίνδυνος στην περίπτωση του δημόσιου χρέους είναι σχετικά περιορισμένος μεσοπρόθεσμα, ως απόρροια των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής του χρέους το οποίο είναι κατά πλειοψηφία προς τον επίσημο τομέα, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swaps). Παρ’ όλα αυτά, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους δεν θα πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, δεδομένου ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου είναι στην καλύτερη περίπτωση χαμηλότερη κατά μία βαθμίδα έναντι της επενδυτικής κατηγορίας, ενώ μακροπρόθεσμα καθίσταται περισσότερο ευάλωτο στον επιτοκιακό κίνδυνο.

Στην αγορά εργασίας, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων που έχει παρατηρηθεί μετά την πανδημία είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζόμενους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης. Η ταυτόχρονη παρουσία διψήφιων ποσοστών ανεργίας και μεγάλου αριθμού κενών θέσεων εργασίας υποδηλώνει υψηλή διαρθρωτική ανεργία.

Σημαντική πρόκληση αποτελεί επίσης η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Αυτό απαιτεί τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού ενεργειακών πόρων, την επιτάχυνση της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), την ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας από τις ανανεώσιμες πηγές, την ανάπτυξη δικτύων, καθώς και τη διερεύνηση των δυνατοτήτων περαιτέρω αξιοποίησης των ορυκτών πόρων.

Πέρα από τις προκλήσεις που ανέδειξε αρχικά η πανδημία και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα. Παρά την πρόοδο στη δημοσιονομική πολιτική και την αύξηση της εξωστρέφειας, η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους δείκτες παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD, η Ελλάδα το 2022 κατατάχθηκε στην 47η θέση μεταξύ 63 οικονομιών. Οι κυριότερες προκλήσεις, σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου, αφορούν την εισαγωγή ειδικών προγραμμάτων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την προσαρμογή της εγχώριας βιομηχανίας σύμφωνα με τις αρχές της ενεργειακής αποδοτικότητας και της κυκλικής οικονομίας, την υποστήριξη της επέκτασης σε νέες αγορές, τη διεξαγωγή εκπαιδευτικών προγραμμάτων με σκοπό τη βελτίωση της απασχολησιμότητας του εργατικού δυναμικού, καθώς και την προσέλκυση σημαντικών ξένων άμεσων επενδύσεων. Επιπλέον, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 58η θέση μεταξύ 180 χωρών όσον αφορά στο δείκτη αντίληψης της διαφθοράς σύμφωνα με την έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021. Παράλληλα, η παραοικονομία στην Ελλάδα εκτιμάται σε πρόσφατη έρευνα της Διεθνούς Διαφάνειας ότι διαμορφώνεται σε επίπεδα αντίστοιχα των αναπτυσσόμενων και όχι των ανεπτυγμένων χωρών. Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, το μέγεθος της αυτο-απασχόλησης καταδεικνύεται ως ο πιο σημαντικός παράγοντας του μεγέθους της παραοικονομίας. Επιπλέον, εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα που σχετίζονται με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και -παρά τη σημαντική πρόοδο - τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, καθώς και πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις όπως η γήρανση του πληθυσμού. Τέλος, μια πρόσθετη πρόκληση για τις μελλοντικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας σχετίζεται με τη σημαντικά αυξημένη εξοπλιστική δαπάνη των προσεχών ετών λόγω της παρατεταμένης έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

ΣτουρνάραςΤτΕΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Keywords
Τυχαία Θέματα