Ο αγώνας θέλει μπούσουλα

μπούσουλας ο [búsulas] O5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (ναυτ.) η ναυτική πυξίδα. 2. (μτφ.) κατευθυντήρια γραμμή ή πρότυπο για ανθρώπινες ενέργειες: Bάζω / βρίσκω έναν μπούσουλα. ΦP χάνω τον μπούσουλα,βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση.
Keywords
Τυχαία Θέματα