Απενεργοποίηση ΑΦΜ: Στα «σκαριά» νέα ρύθμιση μετά το...μπλόκο του ΣτΕ

Με μια νέα ρύθμιση αναμένεται να επιχειρήσει η κυβέρνηση, ώστε να διαμορφώσει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο για τις περιπτώσεις που το ΑΦΜ «μπλοκάρεται» μετά από εντοπισμό υποθέσεων φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου κτλ., τόσο για φυσικά πρόσωπα όσο και επιχειρήσεις.

Ουσιαστικά το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, μετά την Απόφαση του του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικό το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς, θα πρέπει να νομοθετήσει, εκ νέου, ώστε να

θεραπεύσει το “κενό’ που δημιουργείται με την εν λόγω απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.

Μάλιστα, με βάση, πληροφορίες, με νέα ρύθμιση αναμένεται να αποσαφηνίσει με αναλυτικό τρόπο όλες εκείνες τις περιπτώσεις φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου στις οποίες θα μπορεί να παρεμβαίνει ο φοροελεγκτικός μηχανισμός, απενεργοποιώντας τα ΑΦΜ.

Σημειώνεται ότι με νέα απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (869/2025) η οποία δημοσιεύθηκε την Δευτέρα 12 Μαΐου 2025, κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του νόμου 4174/2013 που επιτρέπουν την αναστολή ή απενεργοποίηση του ΑΦΜ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Συγκεκριμένα οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 4 περ. α και παρ. 10 περ. δ του ν. 4174/2013, κατά το μέρος που προβλέπουν τη δυνατότητα αναστολής της χρήσης ή απενεργοποίησης του ΑΦΜ σε περίπτωση φοροδιαφυγής και παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ για τον ορισμό περιπτώσεων αναστολής ή απενεργοποίησης του ΑΦΜ και των συνεπειών της αναστολής και της απενεργοποίησης, αντίκεινται στο άρθρο 43 παρ. 2 περ. β του Συντάγματος, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος.

Και τούτο, όπως αναφέρει το ΣτΕ, διότι η αναστολή χρήσης ή η απενεργοποίηση του ΑΦΜ λόγω φοροδιαφυγής συνιστά βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του εν λόγω φορολογούμενου, φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία κατ’ ουσίαν ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας. Η ρύθμιση του νόμου δεν περιέχει την αναγκαία, λόγω της σημασίας του ρυθμιζόμενου ζητήματος, ουσιαστική ρύθμιση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πλαίσιο, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, με την πρόβλεψη των αναγκαίων εγγυήσεων και τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ για τη ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων σε περίπτωση φοροδιαφυγής, εφόσον δεν τίθενται όρια στην αρμοδιότητά του.

Αυτή η απόφαση βέβαια απενεργοποιεί ένα βασικό όπλο για την ανάσχεση της φοροδιαφυγής, κάτι που φέρνει ως χαρακτήρα επείγοντος την ανάγκη της νέας νομοθέτησης.

Πάντως, με βάση όσα αναφέρουν νομικοί κύκλοι, η απόφαση του ΣτΕ δεν κρίνει αντισυνταγματικό το μέτρο της απενεργοποίησης ΑΦΜ, αλλά θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρξει επαναδιατύπωση της ρύθμισης ώστε να τηρηθεί η συνταγματική τάξη.

Όπως αναφέρεται από νομικούς κύκλους αλλά και με πηγές του ΥΠΕΘΟ, η νέα διάταξη δε θα αλλάζει τον πυρήνα του νόμου, μια και “μπλόκο” στο ΑΦΜ φέρνει και παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που είναι βασικό για κατηγορούμενους/ες για σημαντικές υποθέσεις φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου κυρίως για απάτες τύπου “καρουζέλ”, δηλαδή και φυσικά πρόσωπα, που ιδρύουν επιχειρήσεις κι εν συνεχεία γίνονται άφαντοι/ες έχοντας ενθυλακώσει τεράστια ποσά ΦΠΑ. Με βάση τη συγκεκριμένη, δε, νομοθεσία, την περίοδο 2019-2024, η ΑΑΔΕ «κλείδωσε» τον ΑΦΜ σε 796 φορολογούμενους οι οποίοι σχετίζονται με ενδοκοινοτικές απάτες στον ΦΠΑ.

Να σημειωθεί ότι το 2024 οι ΥΕΔΔΕ ολοκλήρωσαν 156 έρευνες ΦΠΑ, καλύπτοντας τον ετήσιο στόχο των 155 ερευνών, ενώ η εντοπισθείσα παραβατικότητα ανήλθε σε 80,8%. Από τη διενέργεια των ανωτέρω ερευνών προέκυψαν 126 περιπτώσεις εντοπισμού εξαφανισμένων εμπόρων, που συνδέονται με ενδοκοινοτική απάτη στον ΦΠΑ και ακολούθησε η διαδικασία απενεργοποίησης του κοινοτικού τους ΑΦΜ. Κατά το 2024, τα προσδιορισθέντα διαφυγόντα έσοδα από τις περιπτώσεις εντοπισμού εξαφανισμένων εμπόρων ανήλθαν σε 18,9 εκατ. ευρώ.

Τι ισχύει;

Υπενθυμίζεται ότι ο νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει ότι η ΑΑΔΕ μπορεί να αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του στις ακόλουθες περιπτώσεις:

- αν ο φορολογούμενος έχει πτωχεύσει

- αν ο φορολογούμενος έχει περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας

- αν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα

- αν υφίστανται στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος διαπράττει φοροδιαφυγή ή λαθρεμπορία ή νοθεία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης

- αν ο φορολογούμενος παραβιάζει ή παραποιεί ή επεμβαίνει κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών

- αν έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτηση του ΑΦΜ.

- αν διαπιστωθεί πως έχει γραφτεί στο φορολογικό μητρώο περισσότερες φορές.

Με βάση αυτά είναι προφανές ότι η περίμετρος για το «μπλόκο» στο ΑΦΜ μπορεί να αφορά και υποθέσεις, άλλες πέρα από τις υποθέσεις καρουσέλ κτλ., όπως τη διακίνηση πλαστών τιμολογίων κτλ.

Σε κάθε περίπτωση, με τα ισχύοντα σήμερα, ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αναστολή του ΑΦΜ του, που διαρκεί ανάλογα με την περίπτωση από τρία (3) έτη μετά την κήρυξη του φορολογούμενου σε πτώχευση ή σε άλλη κατάσταση αφερεγγυότητας μέχρι και 5 χρόνια για τις λοιπές παραβάσεις.

Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα λαθρεμπορίας, η αναστολή διαρκεί μέχρι την παραπομπή στο ακροατήριο και, αν ο φορολογούμενος καταδικασθεί, η αναστολή διαρκεί όσο και η έκτιση της ποινής του.

Να σημειωθεί επίσης ότι για την επανενεργοποίηση του ΑΦΜ προβλέπεται καταβολή εγγύησης μέχρι και 1.000.000 ευρώ.

Ειδικότερα, το ύψος της χρηματικής εγγύησης που θα καταβάλει ο φορολογούμενος, προκειμένου να ασκήσει ξανά οικονομική δραστηριότητα:

- δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και μεγαλύτερο των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν έχει καταδικαστεί για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπόριο.

- δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, για όσους έχουν τελέσει λαθρεμπορία.

Επίσης, η χρονική διάρκεια της εγγύησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο (2) ετών και μεγαλύτερη των έξι (6) ετών.

Από ποιους απαιτείται εγγύηση

Σύμφωνα με το ν.5104/2024 η Φορολογική Διοίκηση απαιτεί εγγύηση από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου, ιδίως από:

- φυσικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει ή έχει καταστεί αφερέγγυο, μετά την πάροδο της αναστολής χρήσης του Α.Φ.Μ. του, εφόσον κατά τον χρόνο που υποβάλλει δήλωση έναρξης έχει συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 100.000 ευρώ

- από πρόσωπα τα οποία μετά έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα αναστολής χρήσης του Α.Φ.Μ. τους

- φυσικό πρόσωπο που υπήρξε διευθυντής, εκτελεστικός πρόεδρος, διαχειριστής, εκτελεστικό μέλος διοικητικού συμβουλίου, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή συνδεδεμένο πρόσωπο με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή μέτοχος ή εταίρος με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 33% νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, των οποίων ο Α.Φ.Μ. έχει ανασταλεί ή απενεργοποιηθεί

- οντότητες που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ

- νομικά πρόσωπα, τα οποία συστήνουν ή στα οποία συμμετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον 33% ή τα οποία διοικούνται από φυσικά πρόσωπα που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ.

Γιώργος Αλεξάκης

#ΑΦΜ #νέα_ρύθμιση #φοροδιαφυγή #ΣτΕ
Keywords
Τυχαία Θέματα