Δύο παπαδοπαίδια από την Αφρική παίζουν τάβλι επί σκηνής

Δύο παπαδοπαίδια από την Αφρική παίζουν τάβλι επί σκηνής12.11.2017Πρόσωπα

Ο Σαμουήλ Ακίνολα και ο Στέφανος Μουαγκιέ, που πρωταγωνιστούν σε ένα από τα πιο αγαπημένα θεατρικά, μιλούν για τη ζωή τους στην Ελλάδα

Από τη
Γιώτα Βαζούρα
Φωτό: Βαγγέλης Μάσιας

Σ την παρτίδα τάβλι που «στήνουν» κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Αποθήκη ο ένας φέρνει ντόρτια και ο άλλος εξάρες. Στην παρτίδα της ζωής, ωστόσο,

και οι δύο αισθάνονται νικητές. Ο Σαμουήλ Ακίνολα και ο Στέφανος Μουαγκιέ, οι πρωταγωνιστές της παράστασης «Το τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη (σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λάλου), ενός από τα πιο αγαπημένα ελληνικά έργα, γνωρίζουν ότι ζωή χωρίς σκάρτες ζαριές δεν γίνεται. Παιδικοί φίλοι, σχεδόν σαν αδέλφια μεγαλωμένοι, οι δύο νεαροί, αφρικανικής καταγωγής ηθοποιοί (Κένυα, Νιγηρία και Ουγκάντα), που γεννήθηκαν και ζουν στην Ελλάδα, ανεβάζουν για τρίτη φορά τη γνήσια λαϊκή κωμωδία που σατιρίζει με τον πιο ευθύβολο τρόπο τα κουσούρια και τη νοοτροπία του Ελληνα.

Ο ένας είναι ο Φώντας και ο άλλος ο Κόλλιας, δύο ωραίοι τύποι, που παίζουν, φιλοσοφούν, κυρίως όμως κυνηγούν να πιάσουν την καλή και να ξεφύγουν από τη μιζέρια. Λίγο πριν τα πούλια «πάρουν φωτιά» στο θέατρο Αποθήκη και ακόμη μία παρτίδα «Τάβλι» στηθεί, τους συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί τους για την υποκριτική και τις προσωπικές ιστορίες τους.

«Και όμως, δεν ήξερα τάβλι! Μου έμαθε ο Σάμι για τις ανάγκες του έργου και τελικά τον κερδίζω» μας λέει χαμογελαστά ο Στέφανος, ο οποίος υποδύεται τον καταφερτζή και δεινό ταβλαδόρο Φώντα. Η ιδέα της συνύπαρξής τους στο σανίδι, σε ένα από τα πλέον εμβληματικά ελληνικά έργα, όπως λένε, ανήκει στον σκηνοθέτη και ηθοποιό Δημήτρη Λάλο. «Η πρόταση έπεσε ξαφνικά στο τραπέζι» αναφέρει ο Σαμουήλ, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από την Κένυα και τη Νιγηρία.

Συνεργασία

«Συνεργαζόμασταν στο Εθνικό Θέατρο σε τρεις διαφορετικές παραστάσεις και σκεφτήκαμε να συνεχίσουμε τη σύμπραξή μας. Μου μίλησε για ένα έργο, “Το τάβλι”, το οποίο μέχρι τότε δεν γνώριζα. Οταν άρχισα να το διαβάζω, έπαθα σοκ! Τρελάθηκα με το κείμενο. Μου άρεσε πάρα πολύ. Τότε ο Δημήτρης μού είπε την ιδέα του να το παρουσιάσουμε όχι με έναν, αλλά με δύο μαύρους ηθοποιούς. Αμέσως σκέφτηκα τον Στέφανο» συνεχίζει ο Σαμουήλ. Η παράσταση ανέβηκε πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2015, στην αυλή του θεάτρου της «Ακαδημίας Πλάτωνος», προκαλώντας μεγάλη αίσθηση. Δύο χρόνια μετά την τελευταία ζαριά, το θεατρικό επανέρχεται, αυτήν τη φορά στο Αποθήκη. «Την πρώτη χρονιά στο θέατρο ερχόταν πολύς κόσμος από την Κένυα, τη Νιγηρία και την Ουγκάντα, από τις χώρες καταγωγής μας» λένε. «Εχουμε βάλει και αφρικανικές χειρονομίες στο έργο. Πιστέψτε με, κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τη διαφορά. Βέβαια, όταν ήρθαν κάποιοι συμπατριώτες μου Ουγκαντέζοι να μας δουν, γελούσαν ασταμάτητα. Ηταν οι μόνοι που μπορούσαν να το καταλάβουν» τονίζει ο Στέφανος, σημειώνοντας πως το κοινό δείχνει να ευχαριστιέται πολύ την παράσταση.

Ξεχασμένες λέξεις

«Χαίρονται. Απολαμβάνουν το γεγονός πως βλέπουν δύο μαύρους να μιλούν άπταιστα ελληνικά, χρησιμοποιώντας μάλιστα ξεχασμένες λέξεις, φράσεις που δεν ακούγονται πλέον στην καθομιλουμένη. Σε αυτήν την παράσταση δίνουμε όλο μας το είναι. Είμαστε ικανοποιημένοι πάντως επειδή καταφέραμε να αποδείξουμε πως ένα παλιότερο κείμενο μπορεί να είναι ιδιαίτερα επίκαιρο. Το θέατρο είναι, άλλωστε, ένας ζωντανός οργανισμός και οφείλει να εξελίσσεται» συμπληρώνει ο Σαμουήλ.
Στις τέχνες οδηγήθηκαν όχι από «σπόντα», αλλά από την ανάγκη τους να εκφραστούν. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο για τους νεαρούς φίλους με τις κοινές οικογενειακές καταβολές να «βαδίσουν» και στα ίδια καλλιτεχνικά μονοπάτια. Παρακολουθώντας σεμινάρια υποκριτικής, άρχισαν σιγά σιγά να εργάζονται ως ηθοποιοί, συνειδητοποιώντας πως όλη αυτή η ενασχόληση είναι ένα «ταξίδι». Οι δυο τους συνεργάστηκαν και στις πολυσυζητημένες «Βάκχες» του Ευριπίδη, την παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη με τον Σάκη Ρουβά στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκτός από την υποκριτική, παίζουν μουσική και χορεύουν.

Ο Σαμουήλ προτού πάει στο θέατρο, και προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, εργάζεται τα πρωινά σε κεντρικό καφέ της Αθήνας. Ο Στέφανος, από την άλλη, δηλώνει ευτυχής που καταφέρνει να ζει από το επάγγελμα του ηθοποιού. Την περίοδο αυτή κάνει γυρίσματα για την ταινία του Νίκου Νικολόπουλου «Αγριος αμνός», για τις ανάγκες της οποίας όλο το καστ τον Ιανουάριο θα βρεθεί στην απόκοσμη Ισλανδία. «Εχω εργαστεί ως dj, αλλά και freelance δημοσιογράφος κατά το παρελθόν. Η πρώτη μου δουλειά ως ηθοποιός ήταν στη σειρά “Γ4”, η οποία ήταν βασισμένη σε μια ιδέα του Λάκη Λαζόπουλου. Ακολούθησαν η “Πολυκατοικία”, “Οι άσφαιροι” καθώς και άλλες τηλεοπτικές σειρές. Ωστόσο, λατρεύω τον κινηματογράφο. Αν μπορούσα να ζήσω από αυτό, θα έκανα μόνο σινεμά. Τελευταία συμμετείχα στο “Amerika Square” του Γιάννη Σακαρίδη, μια ταινία που αποτελεί και τη φετινή πρόταση της Ελλάδας για τα Οσκαρ, αλλά και σε πολλά ακόμη φιλμ».

Η γνωριμία στον Βύρωνα και οι ιερατικές καταβολές τους

Οι δυο τους, όπως λένε, δεν είναι απλώς συμπρωταγωνιστές. Είναι φίλοι, σχεδόν αδέλφια. Η σχέση τους, άλλωστε, είναι καρμική. Οι οικογένειές τους είχαν γνωριστεί αρκετά χρόνια προτού τα δύο παιδιά αρχίσουν να παίζουν ποδόσφαιρο στις αλάνες του Βύρωνα και γίνουν κολλητοί φίλοι.

«Το πρώτο άτομο που γνώρισε η μητέρα μου, όταν ήρθε στην Ελλάδα από την Ουγκάντα, ήταν ο παππούς του Σάμι, ο οποίος ήταν ιερέας. Ο θείος της ήταν Αρχιεπίσκοπος και είχε γνωριστεί με τον παππού του επειδή είχαν σπουδάσει μαζί στη Θεολογική Σχολή» μας λέει ο Στέφανος. «Η μητέρα μου ήρθε εδώ στα 12 της χρόνια, αφήνοντας πίσω την πατρίδα της, όπου την περίοδο εκείνη είχαν πόλεμο. Βέβαια, και εδώ δεν ήταν καλύτερα τα πράγματα, μια και έφτασε στην Ελλάδα το 1974».

Οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια τους στην προσφυγική γειτονιά του Βύρωνα, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, είναι γεμάτες γέλια, χαρές και τρικούβερτα γλέντια.
«Θυμάμαι πως στην αυλή του φιλόξενου σπιτιού μας μαζεύονταν οικογένειες Ελλήνων και Αφρικανών και όλοι μαζί γλεντούσαμε. Υπήρχε μια πολυπολιτισμικότητα, η οποία δεν έμοιαζε παράταιρη. Αντίθετα, ήταν πέρα ως πέρα αρμονική» προσθέτει ο Στέφανος.

Αν και οι συγγενείς τους είχαν εκκλησιαστικές καταβολές, ποτέ κανείς δεν τους πίεσε να ακολουθήσουν αυτήν την κατεύθυνση.
Μάλιστα, ο παππούς του Σαμουήλ είχε ασκήσει τα ιερατικά του καθήκοντα σε μεγάλες ενορίες της Αθήνας, σε εκκλησίες όπως ο Αγιος Παντελεήμων Αχαρνών και ο Προφήτης Ηλίας στο Παγκράτι.
«Δεν αισθανθήκαμε ποτέ αυτήν την πίεση επειδή ήμασταν παπαδοπαίδια» μας λένε. «Ακόμη και στην κυριακάτικη λειτουργία κανείς δεν μας ζόρισε να πάμε. Θυμάμαι πως συνήθιζαν να μας λένε “ελάτε μονάχα αν το αισθανθείτε πραγματικά”».

Ο «ωχαδερφισμός» είναι το μεγαλύτερο κοινό που έχουν οι κουλτούρες των χωρών μας

Υποστηρίζουν πως λόγω χρώματος έχουν χάσει ρόλους, όχι όμως γιατί κάποιος με υστεροβουλία τούς «έκοψε» από τις οντισιόν, αλλά γιατί εκ των πραγμάτων ήταν ανέφικτο να τους πάρουν. «Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να υποδυθώ τον γιο του Γιάννη Μπέζου σε σίριαλ. Οσο καλός και αν ήμουν στον ρόλο» υποστηρίζει ο Στέφανος, τονίζοντας πως θέλει πολύ να τον επιλέγουν σε δουλειές γιατί τους αρέσει ο τρόπος που παίζει και όχι γιατί στην εκάστοτε παραγωγή χρειάζονται έναν Αφρικανό.

Μιλούν ζωηρά και με πάθος για τη ζωή στην Ελλάδα, τη χώρα όπου γεννήθηκαν, εκθειάζουν τον Ελληνα και το φιλότιμό του, χωρίς να παραλείψουν ωστόσο να αναφερθούν και στα κακώς κείμενα μιας χώρας που εδώ και δεκαετίες ταλανίζεται από την «πληγή» του δικομματισμού. «Προσπαθώ με κάθε τρόπο να κάνω τους συμπατριώτες μου να ασχοληθούν με τα κοινά» υποστηρίζει ο Σαμουήλ, μιλώντας με ζεστασιά για όλους εκείνους τους Ελληνες που βοήθησαν και συνεχίζουν να βοηθούν τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στην Ελλάδα. «Ηταν πολλοί εκείνοι που, βλέποντας την ιστορία της κάθε οικογένειας, προσπαθούσαν να βοηθήσουν, διευκολύνοντας την κατάσταση με τα χαρτιά τους».

Παραδέχονται, εντούτοις, πως, όταν περπατούν στον δρόμο, οι συνομιλίες τους σε άπταιστα ελληνικά έχουν κάνει αρκετά κεφάλια να γυρνούν απορημένα. «Είναι κυρίως άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Δεν μπορούν να διανοηθούν πώς δυο μαύροι μιλούν τόσο καλά». Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στην αφρικανική και την ελληνική κουλτούρα; «Μόνο ομοιότητες!» λένε και οι δύο χαμογελώντας. «Πραγματικά δεν βλέπουμε καμία διαφορά. Εμείς λέμε πως οι Ελληνες είμαστε οι Αφρικανοί της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο κοινό που έχουμε βέβαια είναι αυτός ο “ωχαδερφισμός”. Στο “έλα μωρέ, δεν πειράζει” που συνηθίζουμε να λέμε ταυτιζόμαστε πλήρως».

Η ιστορία του έργου

Το θεατρικό έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη «Το τάβλι» (σε συνεργασία με την Ελένη Χαβιαρά) ανέβηκε πρώτη φορά στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης τον Φεβρουάριο του 1972, σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν και σκηνικά του Λουκά Βενετούλια, με πρωταγωνιστές τους Νικήτα Τσακίρογλου (Φώντας) και Γιάννη Μόρτζο (Κόλλιας). Η ιστορία μάς μεταφέρει σε μια αυλή της Αθήνας, στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ο ταβλαδόρος Φώντας και ο λαχειοπώλης Κόλλιας «στήνουν» τη δική τους παρτίδα και ταυτόχρονα ετοιμάζουν την επονομαζόμενη και «κομπίνα του αιώνα», προκειμένου να «βγουν και αυτοί επιχειρηματίες στην κοινωνία, να πιάσουν την καλή», όπως λένε. Η κομπίνα στήνεται, τινάζεται στον αέρα, ξαναστήνεται και οι ήρωες παλεύουν με το παρελθόν, το άχαρο παρόν τους και το ελπιδοφόρο μέλλον.

Info: Η παράσταση «Το τάβλι» παρουσιάζεται στο θέατρο Αποθήκη κάθε Δευτέρα και Τρίτη.

Keywords
Τυχαία Θέματα