Ουκρανική κρίση και ελληνική εφοδιαστική αλυσίδα: Πως επηρεάζονται οι εταιρείες

Φορείς του κλάδου υποστηρίζουν στο BusinessNews πως αν η σύρραξη συνεχιστεί ή και γενικευτεί θα υπάρξουν ελλείψεις πρώτων υλών. 

Το φόβο, ως ψυχολογικό παράγοντα για τη δραστηριοποίηση των πελατών τις επόμενες ημέρες και τα αυξημένα κόστη στο πετρέλαιο κίνησης, αναφέρουν οι εκπρόσωποι των εταιρειών Logistics ως τις πρώτες επιδράσεις της σύρραξης ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία που

μαίνεται τις τελευταίες ημέρες.

Την ίδια στιγμή, οι πρώτες πληροφορίες θέλουν γνωστές ελληνικές εταιρείες Logistics που μεγάλο μέρος των μεταφορών τους γίνονται μέσω αεροδιαδρομών της Ανατολικής Ευρώπης να έχουν προχωρήσει σε εναλλακτικές πορείες, προκειμένου να αποφύγουν τους εναέριους χώρους Ουκρανίας και Ρωσίας.

Τις προηγούμενες ημέρες, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής Συνδέσμου Εμπορευματικών Μεταφορών τουλάχιστον 12.000 οδηγοί φορτηγών από όλες τις χώρες της Ευρώπης είχαν παραμείνει στην Ουκρανία και στην ευρύτερη περιοχή.

Στην παρούσα φάση, τα σύνορα μεταξύ Ουκρανίας και των χωρών της ΕΕ είναι ακόμα ανοιχτά, ωστόσο τις προηγούμενες ημέρες αναφέρθηκαν μεγάλες ουρές και οι οδηγοί αντιμετώπισαν καθυστερήσεις 2-4 ημερών για να τα περάσουν.

Επιπρόσθετα, τα σύνορα Ουκρανίας-Λευκορωσίας είναι κλειστά, αναγκάζοντας τους οδηγούς να αλλάξουν δρομολόγιο, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εγκατέλειψαν τις πρώτες ημέρες της σύρραξης τα φορτηγά τους επί ουκρανικού εδάφους.

Πέρα από το κομμάτι που αφορά τα δρομολόγια, φορείς του κλάδου υποστηρίζουν στο BusinessNews πως αν η σύρραξη συνεχιστεί ή και γενικευτεί, θα ανακύψουν σταδιακά διάφορα ζητήματα όπως για παράδειγμα η σταδιακή μείωση των εργασιών προς τις συγκεκριμένες χώρες, αλλά και η έλλειψη πρώτων υλών.

Κατά τον Transport director της Sarmed, Παναγιώτη Σάμιτα, βέβαια, «η εφοδιαστική αλυσίδα άρχισε να επηρεάζεται πολύ νωρίτερα. Οι πληροφορίες για επικείμενη σύρραξη και οι εικόνες της συγκέντρωσης Ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα της Ουκρανίας, που έκαναν τον γύρο του κόσμου, ήταν αρκετές για να δημιουργήσουν σημαντικά προβλήματα. Το σημαντικότερο από όλα είναι η νέα αύξηση του κόστους της ενέργειας. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσχερή θέση λόγω της μερικής ενεργειακής της εξάρτησης από τη Ρωσία, γεγονός που οδηγεί σε σημαντική περαιτέρω αύξηση του κόστους ενέργειας. Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είχε ήδη τριπλασιαστεί στα κέντρα logistics πριν την έναρξη της σύρραξης. Σημαντική αύξηση, περίπου 45%, έχει σημειωθεί και στο κόστος των καυσίμων του στόλου που μεταφέρει και διακινεί τα εμπορεύματα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης το έχουν ήδη απορροφήσει οι εταιρείες του κλάδου. Ωστόσο, η νέα αυτή αύξηση δεν θα είναι εφικτό να απορροφηθεί χωρίς σημαντικές συνέπειες».

Τονίζει, δε, επίσης, ότι τα capital controls στη Ρωσία θα έχουν επίδραση στον κλάδο: «Παρότι η Sarmed δεν δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή που έχει άμεσα επηρεαστεί από τη σύρραξη, είναι αναμενόμενο ένας πόλεμος στα σύνορα της Ευρώπης έχει σοβαρές αρνητικές επιδράσεις σε όλη την ήπειρο. Η εταιρεία έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς τα τελευταία χρόνια τις κρίσεις της διεθνούς και εγχώριας αγοράς και οικονομίας, έχει αναπτύξει μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων και «αυτοματισμούς» που μειώνουν σε σημαντικό βαθμό τις αρνητικές συνέπειες από μία ακόμα κρίση. Επιπλέον, τα capital controls που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, η μείωση των εξαγωγών και ο περιορισμός των εισαγωγών πρώτων υλών που θα επηρεάσουν σημαντικά μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική αγορά και δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστο και τον δικό μας κλάδο».

Από την δική του πλευρά, ο Δημήτρης Καραγιάννης, Chief Operating Officer της ίδιας εταιρείας τονίζει ότι σε αυτή τη φάση όλες οι εταιρείες προσπαθούν να αποφύγουν τις οδικές ‘’θερμές ζώνες’’ που συνδέονται με τις δύο χώρες, ενώ συμπληρώνει ότι ένας από τους κλάδους, ο οποίος θα επηρεαστεί μακροπρόθεσμα είναι ο τουρισμός και ό,τι έχει να κάνει με την εφοδιαστική αλυσίδα του.

Παράλληλα, στην κατακόρυφη αύξηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και στις καθυστερήσεις που σημειώνονται πλέον στις οδικές μεταφορές ακόμα και σε χώρες που δεν εμπλέκονται στην παρούσα κρίση αναφέρεται ο Γενικός Διευθυντής της Ορφευς Βεινόγλου, Aπόστολος Τζιμούρτας, συμπληρώνοντας ότι είναι ακόμα πολύ νωρίς για να υπάρξουν άλλες επιπτώσεις: «Ένας πόλεμος είναι κάτι που ξεκινά με φόβο, σε αναγκάζει να πάρεις μέτρα και σταδιακά εξελίσσεται. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε ο φόβος στις εταιρείες ότι κάτι θα γίνει με την Ουκρανία και γιααυτό υπήρχε και η αύξηση στο ρεύμα τον τελευταίο καιρό. Σίγουρα επηρεάζεται πολύ το κομμάτι των αεροπορικών μεταφορών, καθώς οι πτήσεις που έρχονται από Ανατολική Ευρώπη έχουν πρόβλημα. Αυτό, δε, αυτόματα, επειδή αυξάνεται η ζήτηση, παρασύρει τις τιμές προς τα επάνω. Σε ό,τι αφορά το οδικό κομμάτι, οι πελάτες μας στις χώρες της Βαλτικής, αλλά και στη Σκανδιναβία αντιμετωπίζουν αυτές τις ημέρες καθυστερήσεις στην παράδοση των εμπορευμάτων αλλά και πολλή κίνηση στα δρομολόγια, ενώ φυσικά θα πρέπει να αναφέρουμε τις αυξήσεις τιμών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Μόνο το πετρέλαιο κατέγραψε άνοδο, πάνω από 10% μέσα σε μια εβδομάδα, ανεβάζοντας για μια ακόμα φορά, τα κόστη».

Για μια αλυσιδωτή αντίδραση που αγγίζει ακόμα και δρομολόγια που δεν επηρεάζονται επί της ουσίας κάνει λόγο ο Εμπορικός Διευθυντής της FDL Group, Νάσος Στούμπης: «Ακόμα και αν δεν μας επηρεάζει άμεσα ακόμα, αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία είναι μια κατάσταση εξαιρετικά δυσάρεστη για τις εταιρείες μεταφορών. Η πρώτη και κύρια επίδραση φυσικά είναι η αύξηση του πετρελαίου, το κοστολόγιο μέσα σε μία εβδομάδα, παρότι δεν επιχειρούμε άμεσα σε αυτές τις χώρες, έχει αυξηθεί εκ νέου. Την ίδια στιγμή, φαίνεται ότι πρόκειται για κάτι γενικευμένο σε σχέση με την άνοδο των ναύλων στις μεταφορές γενικά. Για παράδειγμα πριν από δύο ημέρες ανακοινώθηκε ξαφνικά αύξηση στα ναύλα στο δρομολόγιο Πάτρα – Ιταλία. Το κλείσιμο του Βοσπόρου είναι κάτι το οποίο, επίσης, προβληματίζει, αν και ακόμα δεν έχουμε δει κάποια επίδραση. Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι είναι ακόμα πολύ νωρίς και ότι όλοι είμαστε με το βλέμμα στραμμένο στο αν τελικά θα συνεχιστεί η εμπόλεμη κατάσταση, γιατί αν αποδειχθεί ότι θα είναι κάτι που θα πάει εις μάκρος, τότε θα ξεκινήσουν τα πραγματικά προβλήματα, που θα έχουν να κάνουν κυρίως με τις ελλείψεις πρώτων υλών».

Νέα αναστάτωση ενώ ανέβαινε εκ νέου ο κλάδος

Παρότι, λοιπόν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των φορέων των εταιρειών logistics είναι ακόμα νωρίς να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις από τη διαφαινόμενη κρίση, αν και οι αυξήσεις σε υπηρεσίες και πετρέλαιο κίνησης έχουν γίνει αισθητές, ο κλάδος αναμένεται να κλείσει τις δραστηριότητες του 2021 με θετικό πρόσημο.

Σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Οικονομίας και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Logistics Βασίλης Ζεϊμπέκης, η πρόβλεψη από την Κομισιόν για το 2021 για την ανάπτυξη του κλάδου προσεγγίζει το 71, του ΑΕΠ, ωστόσο οι δυσκολίες, πέρα από την πρόσφατη ουκρανική κρίση, εξακολουθούν να υπάρχουν.

Κατά τον ίδιο «παρότι τα υπερφορτωμένα δίκτυα μεταφορών, οι ελλείψεις εργατικών χεριών σε καθοριστικές ειδικότητες –όπως οι οδηγοί βαρέων φορτηγών– και η ολοένα και αυξανόμενη ζήτηση σε αγαθά αποτελούν βασικές προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο με αντίκτυπο και στην Ελλάδα, η πρόβλεψη για την εγχώρια ανάπτυξη από την Κομισιόν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική και αγγίζει το 7,1% του ΑΕΠ για το 2021. Ο αντίκτυπος της πανδημίας αναμένεται να αμβλυνθεί σταδιακά, ενώ η σχετικά χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με την ισχυρή ώθηση από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας πρόκειται να διατηρήσουν τη δυναμική στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση και παρότι τα μηνύματα για την ανάπτυξη της Ελλάδας είναι ενθαρρυντικά, οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν προμηθευτές από το εξωτερικό, δεν αντιμετωπίζουν δυσκολίες μόνο στη μεταφορά των προϊόντων αλλά και στην ανεπάρκειά τους, καθώς η παραγωγή τους προσκρούει σε εμπόδια».

Όπως, επίσης, αναφέρει: «Η πλειονότητα των βιομηχανιών δεν είχε προβλέψει την ισχυρή άνοδο της ζήτησης και παράλληλα τα εργοστάσια για να μειώσουν το κόστος αποθεματοποίησης είχαν μειώσει τις παραγγελίες πρώτων υλών και εξαρτημάτων στη διάρκεια του 2020, αφού το πρώτο κύμα της πανδημίας έκλεισε τους καταναλωτές στα σπίτια τους και μηδένισε τις αγορές τους. Επιπρόσθετα, η Κίνα που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς παγκοσμίως αντιμετωπίζει νέα κύματα της πανδημίας τα οποία οδηγούν σε τοπικά lockdown. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνονται οι τιμές παραγωγού στα κινεζικά εργοστάσια κατά 10% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους».

Keywords
Τυχαία Θέματα