(Σάββατο)Κινηματογράφος: Εξέλιξη, δημιουργία, έμπνευση από την καθημερινότητα της πόλης

Η διερεύνηση του ρόλου του αστικού τοπίου στον κινηματογράφο μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε το πώς η πόλη συνέβαλε στην εξέλιξη του κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος εμπνεύστηκε από την πόλη και την ανακατασκεύασε. Μέσα από την καταγραφή και αναπαράσταση της πόλης φωτίστηκαν τρόποι κατανόησης και αντίληψης των μεταβαλλόμενων αστικών περιοχών. Ας μην ξεχνάμε ότι στα αστικά κέντρα ζει πλέον πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού.

Ο χώρος αποκτά διαφορετικές διαστάσεις μέσα από το φως

και την κίνηση, βασικά στοιχεία της τέχνης του κινηματογράφου. Μεταλλάσσεται σε τόπο φαντασιακό. Οι πόλεις αποκτούν, πλέον, άλλες ιδιότητες, διαστέλλονται.

Η πόλη έχει κινηματογραφηθεί με πολλούς τρόπους και ποικίλα γυρίσματα. Η πραγματική πόλη, η πόλη φάντασμα, η σκοτεινή πόλη, η μοναχική πόλη, η πόλη της φτώχειας, της μιζέριας, της καθημερινότητας, η πόλη της αλλοτρίωσης παραδοσιακών αξιών, ή ακόμα η πόλη ως μελλοντική ουτοπική φαντασμαγορία. Συμβολισμοί που προσδιορίζουν το αστικό πρότυπο της πόλης, τόσο ως φορέα ιστορικής μνήμης, όσο και ως σύγχρονη αλλά και μελλοντική μητρόπολη.

Παραδείγματα ελληνικών πόλεων – Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης

Σύμφωνα με την Λυδάκη και το βιβλίο της, Μέσα από την κάμερα, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που αγάπησε τον κινηματογράφο, κι αυτός της έδειξε «θεωρητικά» τη δική του προτίμηση. Από το 1ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου το 1960, έγινε τόπος συνάντησης και ανάπτυξης διαλόγου με ευχάριστες και δύσκολες στιγμές. Είναι η πόλη, από όπου πέρασε το σύνολο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, γνωρίζοντας στο, φανατικό πολλές φορές, κοινό της όλες τις τάσεις με τις επιτυχίες και της αποτυχίες που τις συνόδευσαν.

Δεν είναι τυχαίο ότι στη Θεσσαλονίκη και το λιμάνι της επιστρέφει συχνά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για να τυλίξει τους ήρωες του σε μια ασάφεια, που αγγίζει τα όρια της ανυπαρξίας: «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), «Τοπίο στην ομίχλη» (1988), «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998). Αναζητεί έναν τόπο α-χρονικό, νοητικά μετέωρο στον ομιχλώδη ορίζοντα της θάλασσας και του θανάτου. Με κέντρο την από θαλάσσης θέα της πόλης, χαράσσει τον κύκλο της ιστορικής της διαδρομής και της εξέλιξης της μυθοπλασίας.

Το πιο ενδιαφέρον στην απεικόνιση της Θεσσαλονίκης, είναι η εμμονή της επιστροφής στη συγκεκριμένη θάλασσα και μάλιστα στο λιμάνι, που υποδηλώνει την παρουσία της πόλης ακόμα κι αν αυτή δεν εμφανίζεται στο πλάνο. Αίσθηση που φορτίζεται από μια σιωπή, η οποία ακουμπά στέρεα στη συλλογική ιστορική μνήμη της πόλης και στις μοναξιές των ανθρώπων.

Το παράδειγμα της Αθήνας

Το πρώτο ελληνικό φιλμ που αποτυπώνει το Αθηναϊκό αστικό τοπίο, χρονολογείται το 1924. Έκτοτε αναπτύχθηκε ένα περιπετειώδες ειδύλλιο μεταξύ Αθήνας και κινηματογράφου, καθώς ο λόγος της πόλης, η πραγματική εικόνα της, τοποθετείται, τις περισσότερες φορές, εκτός μυθοπλασίας.

Ο ελληνικός κινηματογράφος την περίοδο της ποσοτικής άνθησής του, είχε την Αθήνα ως βάση των αφηγηματικών του αναφορών, την οποία αντιμετώπισε κυρίαρχα ως σκηνικό. Η Ομόνοια, η Πλάκα, ο Λυκαβηττός, είναι οι σταθερά εμφανιζόμενοι χώροι στην εισαγωγή σχεδόν κάθε ταινίας. Κυρίαρχο μέλημα των κινηματογραφικών απεικονίσεων της εποχής είναι η καταγραφή των στοιχείων ζωής στην Αθήνα.

Μια πιο σκληρή εικόνα της αληθινής ζωής της πόλης στις φτωχογειτονιές δίδεται στην ταινία «Μαγική Πόλη» (1954) του Νίκου Κούνδουρου. Παραγκογειτονιές που είναι το προστατευτικό κέλυφος του ήρωα και ταυτόχρονα το αδιέξοδό του, καθώς αν και αποπνέουν αυθεντικότητα, διαθέτουν ζωντάνια και ανθρωπιά, είναι γεμάτες δυσκολίες και προβλήματα τα οποία δεν αποσιωπά η ταινία. Το ίδιο συμβαίνει και σε μία από τις πρώτες νεορεαλιστικές απόπειρες του ελληνικού κινηματογράφου, τη «Συνοικία το όνειρο» (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη, που τη χαρακτηρίζει ένας ρεαλισμός και μια ειλικρίνεια στο χειρισμό του θέματος, αλλά κυρίως στην περιγραφή των χώρων, που αναδεικνύουν αποκαλυπτικά την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των κατοίκων (Σωτηροπούλου, Κινούμενα τοπία-Κινηματογραφικές αποτυπώσεις του ελληνικού χώρου).

Η δημιουργία των πρώτων κινηματογράφων και η εξέλιξή τους στο πέρασμα των χρόνων

Η Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 60 σφύζει από κινηματογραφικές αίθουσες, καθώς υπάρχουν 347 χειμερινές και 541 θερινές. Η πόλη όμως κλείνεται στο studio και ο κινηματογράφος μεταλλάσσεται σε ένα ντεκόρ όλο και πιο ψεύτικο, καθώς υπάρχουν πλέον τα τεχνικά και οικονομικά μέσα για να το επιτύχει. Ακόμα και οι σκηνές δρόμου στην πόλη αποτελούν απλά και μόνο τουριστικό ντεκόρ.

Στη δεκαετία του 1950, η μεγαλύτερη συγκέντρωση αιθουσών παρατηρείται στο κέντρο της Αθήνας, στον Πειραιά και στα βόρεια προάστια. Σταδιακά, όμως, και περνώντας στη δεκαετία του 1960 οι αίθουσες εξαπλώνονται σε όλες τις περιοχές του νομού, με τις προαναφερθείσες περιοχές να διατηρούν ωστόσο τη μεγαλύτερη συγκέντρωση. Ο πληθυσμός αυξήθηκε αρχικά κυρίως στο κέντρο (στο Δήμο Αθηναίων ο πληθυσμός αυξήθηκε σχεδόν κατά 50% μέσα στη δεκαετία του 1960), ενώ από την επόμενη δεκαετία ήταν ιδιαίτερα έντονη η αύξηση του ειδικού βάρους των δήμων στην κοντινή, αλλά και την πιο απομακρυσμένη περιφέρεια.

Η ανέγερση νέων κινηματογραφικών αιθουσών σε κάθε σχεδόν δήμο, ακολούθησε αυτές τις σημαντικές πληθυσμιακές μεταβολές προκειμένου να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση του κοινού για τη νέα αυτή μορφή ψυχαγωγίας. Η επέκταση των αιθουσών συνεχίστηκε μέχρι και το 1971, οπότε και άρχισε μια αντίστροφη πορεία τόσο για τις αίθουσες, όσο και για την παραγωγή ταινιών.

Είναι αξιοσημείωτο ότι την κινηματογραφική περίοδο 1956-67, η ελληνική ετήσια παραγωγή αριθμούσε 154 ταινίες, ενώ η αντίστοιχη αμερικάνικη 153. Κυρίαρχο όμως γεγονός είναι η μέσω αντιπαροχών αλλαγή του δομημένου χώρου και η επέκταση της πόλης (http://www.athenssocialatlas.gr).

Πηγή: http://www.athenssocialatlas.gr

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 η δικτατορία σε συνδυασμό με την εμφάνιση της τηλεόρασης μειώνουν την κινηματογραφική παραγωγή. Η δεκαετία του 70 χαρακτηρίζεται από την αναβάθμιση του ρόλου του σκηνοθέτη, που σαφώς και επηρέασε και τη χρήση του χώρου στις ταινίες και την εμφάνιση νέων δημιουργών.

Προς το τέλος της δεκαετίας, αρκετοί σκηνοθέτες επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με την πόλη που τους περιβάλλει. Αναγνωρίζοντας ότι η γρήγορη εξάπλωσή της, την έκανε να χάσει τη φυσιογνωμία της, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στη μοναξιά και την απομόνωση που αισθάνονται οι κάτοικοί της. Οι δρόμοι ανάπτυξής της έχουν μετατραπεί σε δρόμους φυγής, έστω και για λίγες ώρες το σαββατοκύριακο.


Πηγή: http://www.athenssocialatlas.gr

Τα νέα δεδομένα

Τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα στην Ελλάδα, τη δεκαετία του '90, λόγω της έλευσης σημαντικού αριθμού οικονομικών μεταναστών έχουν σαν επακόλουθο αλλαγές στην κοινωνική συμπεριφορά και εμφάνιση νέων φαινομένων, όπως η ξενοφοβία και η έκρηξη της βίας. Όσον αφορά στον πολεοδομικό ιστό, νέες συνοικίες αυθαιρέτων κάνουν την εμφάνισή τους στις παρυφές της πόλης, για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες. Η Αθήνα επεκτείνεται, αποτελείται, πλέον, από πολλά κομμάτια στο χάρτη, από διαφορετικούς πληθυσμούς, που συμβιώνουν χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους.

Η έλευση των μεταναστών και η «ανοιχτή» πόλη είναι, πλέον, το διακύβευμα, το νέο δυναμικό στοιχείο που καθορίζει το αστικό περιβάλλον και καταγράφει ο κινηματογράφος σε ταινίες όπως «Απ’ το Χιόνι» (1993) του Σωτήρη Γκορίτσα και «Από την άκρη της Πόλης» (1998) του Κων/νου Γιάνναρη.

Η Αθήνα για μια ακόμη φορά κυνηγάει το χρόνο. Αυτή τη φορά πιο προσγειωμένη και χωρίς ψευδαισθήσεις. Η εικόνα της στις ταινίες των τελευταίων χρόνων δεν έχει να κάνει σε τίποτα με εκείνη τη γραφική κι ανέμελη των πρώτων δεκαετιών, δείχνει όμως μια πόλη, η οποία, παρά τα τεράστια προβλήματα, παραμένει ακόμα ζωντανή, με γωνιές φιλικές και συμπεριφορές ανθρώπινες.

Κανείς δεν μπορεί να είναι κάτοικος ενός συγκεκριμένου τόπου σήμερα. Η ίδια η πόλη δεν μπορεί να είναι πλέον, όπως ήταν κάποτε. Μετακινήσεις πληθυσμών, μετανάστευση, επικοινωνίες, πολυγλωσσία, συνεχή ταξίδια: οι άνθρωποι που κινούνται στους δρόμους μιας πόλης, μικρή σχέση έχουν με τους αστούς κατοίκους του παρελθόντος.

Keywords
Τυχαία Θέματα