Ψάρωμα: Από που βγαίνει η λέξη

Ο ελληνικός στρατός, όπως και κάθε άλλο οργανωμένο κοινωνικό ιεραρχικό σύστημα, εκτός από ιδεολογία και αισθητική παράγει και ορολογία. Η στρατιωτική αργκό είναι γλαφυρή και παραστατική, ειδικά όταν περιγράφει τις πολυεπίπεδες σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται μέσα στο στρατώνα.

Για παράδειγμα, το ρήμα “ψαρώνω”, που σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη, “κάνω κάποιον να σαστίσει, να τα χάσει, τον φοβίζω, του στερώ την αυτοπεποίθηση”.

Κι όταν λέμε “κάποιον” εννούμε τον νεότερο φαντάρο, το νεοσύλλεκτο, ο οποίος εν αντιθέσει με τον παλιό που ξέρει τα κόλπα, άγεται και φέρεται χάσκοντας και τρέμοντας, μέχρι να παλιώσει και να “ξεψαρώσει”.

Ως αμετάβατο ρήμα, “ψαρώνω” σημαίνει “χάνω το θάρρος μου, φοβάμαι” - και όχι μόνο στο στρατό, αλλά και στην κοινωνία. Πάντως, το γεγονός πως οι στρατιώτες συνδέουν την έλλειψη αυτοπεποίθησης, το σάστισμα και το φόβο, με την κατάσταση του ψαριού, που είναι βωβό, ανέκφραστο και ψοφοδεές, δείχνει φαντασία και δημιουργικότητα στη γλωσσοπλαστική διαδικασία.

Να πούμε πως η λέξη ψάρι παράγεται από το αρχαίο “οψάριον”, το οποίο είναι υποκοριστικό του “όψον”, που σημαίνει μαγειρεμένο φαγητό. Δηλαδή το ψάρι είναι αυτό που τρώγεται μαζί με το ψωμί, το προσφάγι. Αλλά για να το φας όμως, από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, πρέπει να το πιάσεις πρώτα – και ως γνωστόν, αν δεν κοπιάσεις, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως, όπως λέει η παροιμία. Ηθικό δίδαγμα: μην ψαρώνετε, κι όλα θα παν καλά.

Από πού κρατάει η σκούφια μας

Κάθε λέξη κρύβει μια ιστορία. Η ετυμολογία της, δηλαδή η αναζήτηση της προέλευσής της και της αρχικής της σημασίας, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ μακριά, τόσο στα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων, όσο και στις λέξεις που περιγράφουν αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες.

Keywords
Τυχαία Θέματα