Κάννες 2019: Ντοκιμαντέρ για τον Μαραντόνα βρίσκει τα δίχτυα

Το θέμα με τον αθλητισμό και με τους αθλητικούς ήρωες είναι πως προσφέρουν μια εύκολη, καθαρή αφήγηση- αν ο σκηνοθέτης επιλέξει να την χρησιμοποιήσει. Η ζωή και η καριέρα ενός αθλητή είναι γεμάτη δεδομένα, εμφανή δραματουργικά σημεία κορύφωσης. Ένα τρόπαιο, μια νίκη, ένα γκολ. Από όλη την περιπλοκότητα ενός χαρακτήρα, μπορείς με μεγάλη ευκολία να ξεδιαλέξεις ένα μέρος, να εστιάσεις σε μια αφήγηση και, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, να καταλήξεις σε έναν θρίαμβο.

Ο Ασίφ Καπάντια δεν ενδιαφερόταν ποτέ για καθαρά happy

ends ωστόσο, ούτε για αγιογραφικούς θριάμβους. Τα ντοκιμαντέρ για τα οποία έγινε διάσημος είναι κατάθεση στο έντστικτό του για σημαντικές, δραματικές ιστορίες γύρω από διφορούμενες, περίπλοκες πραγματικότητες. Έγινε ευρύτερα γνωστός με το σπουδαίο “Senna” (για τον τραγικά χαμένο πιλότο της Φόρμουλα 1, Άιρτον Σέννα) και πέτυχε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, και μια οσκαρική νίκη, με το “Έιμι”, για την Έιμι Γουάινχαους.

Ο Καπάντια, που παράλληλα σκηνοθετεί και μυθοπλασία (συμμετείχε ας πούμε στο “Mindhunter” του Netflix δίπλα στον Ντέιβιντ Φίντσερ), φέρνει σε αυτά τα έργα του την αδιαπραγμάτευτη προτίμησή του για πλάνα και φωνές αρχείου. Το “Senna” είναι κατασκευασμένο σαν μια ιστορία που συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου, παρά μια ιστορία που σου διηγείται κάποιος από το σήμερα. Κι ενώ το “Diego Maradona”, το νέο του ντοκιμαντέρ με το οποίο επέστρεψε σήμερα στις Κάννες, διαθέτει αρκετά σημερινά voice-overs ακόμα κι από τον ίδιο τον Ντιέγο, δεν βλέπουμε ποτέ ακίνητα κεφάλια να μιλούν σε κάμερα. Οι φωνές του σήμερα, μαζί με τις φωνές του τότε, αφηγούνται απλώς την ιστορία που βλέπουμε κομμένη και ραμμένη μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό- ο Καπάντια συνέθεσε την ταινία μέσα από περισσότερες από 500 ώρες σπάνιου υλικού που φτάνει μέχρι και τα παιδικά χρόνια του Μαραντόνα και τις πρώτες του επαφές με το ποδόσφαιρο.

Πώς προσεγγίζει λοιπόν κανείς έναν ήρωα - παύλα - αντιήρωα σαν τον Μαραντόνα; Μιλάει για το ποδοσφαιρικό ταλέντο; Για την αυτοκαταστροφή; Για την αποθέωση ή για την τραγωδία; Για τους θριάμβους ή για την πτώση; Ο Καπάντια τα πλέκει όλα περίτεχνα σε ένα προφίλ που χρησιμοποιεί το ποδόσφαιρο ως σκελετό για τη σκιαγράφηση ενός χαρακτήρα που ποτέ δεν κατάφερε να συμφιλιώσει τις αντικρουόμενες πλευρές του εαυτού του.

Η ταινία εστιάζει στα χρόνια του Μαραντόνα στη Νάπολι, περνώντας από τα ενδιάμεσα Μουντιάλ και τους τίτλους στο Καμπιονάτο, κι από την άνοδο και την θεοποίησή του, μέσα από τους δεσμούς του με την τοπική μαφία και τον εθισμό του στην κοκαϊνη, φτάνει ως την πτώση και τον διωγμό του από την Ιταλία και τον ποδοσφαιρικό κόσμο γενικότερα. Είναι μια πικρή ιστορία, την οποία ο Καπάντια αφηγείται δίχως να προσπαθεί να στρογγυλέψει άκρες, και χρησιμοποιώντας παράλληλα το μέγεθος του Μαραντόνα για να αγγίξει ζητήματα τάξης, προέλευσης, ταυτότητας (εθνικής αλλά και ταξικής). Στην ταινία του συνυπάρχουν χιούμορ, θρίαμβος και θλίψη, καθώς προς τιμήν του αρνείται να χρησιμοποιήσει τις προσφερόμενες ευκολίες για να πει μια εύκολη, ηρωική ιστορία.

Υπήρχε εξαρχής το ερώτημα του πώς θα προσέγγιζε ο ντοκιμαντερίστας το προφίλ ενός αντικειμένου που, σε αντίθεση με τον Σέννα και την Γουάινχαους, βρίσκεται ακόμα στη ζωή. Το αποτέλεσμα είναι εξίσου συναρπαστικό.

*Το “Diego Maradona” θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες από την Weirdwave.

Ένα "Πορτρέτο" βάζει φωτιά στο Διαγωνιστικό

Υπάρχουν οι φορές που περιμένεις πολύ μια ταινία και απογοητεύεσαι, και ευτυχώς υπάρχουν κι οι φορές που περιμένεις πολύ μια ταινία και είναι αυτό που περίμενες. Και μετά, είναι οι σπάνιες εκείνες φορές που ήδη περιμένεις τα καλύτερα, αλλά αυτό που βλέπεις είναι συναρπαστικό με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι περίμενες.

Η Σελίν Σιαμά, γαλλίδα σκηνοθέτης στα πρόθυρα του να αποκτήσει τη φήμη που εδώ και καιρό της αξίζει, έχει διαγράψει την δική της πορεία στο πλαίσιο ενός ευαίσθητου, queer, νεανικού σινεμά με ταινίες σαν τα “Κορίτσια” ή τα “Νούφαρα”, ιστορίες δηλαδή μιας κάποια ενηλικίωσης και ερωτικής αφύπνισης με νέες ηρωίδες που προσπαθούν να δημιουργήσουν δικούς τους χώρους έκφρασης, κίνησης και ερωτισμού μέσα στα ασφυκτικά κοινωνικά πλαίσια.

Αξίζει να δει οπωσδήποτε κανείς το θαυμάσιο πιο πρόσφατο φιλμ της, “Τα Κορίτσια”, από όπου και μια από τις αγαπημένες μου σκηνές της δεκαετίας:

Η Σιαμά πάει τη θεματική της και μαζί το σινεμά της ένα βήμα παραπέρα λέγοντας για πρώτη φορά μια ιστορία εποχής. Στο “Portrait of a Lady on Fire” (σε διανομή στην Ελλάδα από τον Σπέντζο) βρισκόμαστε στον 18ο αιώνα και η Μαριάν (Νεμί Μερλάν) αναλαμβάνει να ζωγραφίσει το πορτρέτο της Ελοίζ (Αντέλ Ανέλ), που πρόκειται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν γνωρίζει. Επειδή εκείνη δεν θέλει τον γάμο, αρνείται να ποζάρει- όλοι οι ζωγράφοι έχουν αποτύχει. Έτσι, για να πετύχει να την ζωγραφίσει, η Μαριάν προσποιείται πως είναι εκεί απλώς για να τη συντροφεύει στις βόλτες της το πρωί, και κάθε βράδυ προσπαθεί να ολοκληρώσει το πορτρέτο από μνήμης.

Είναι μια ιστορία αφοπλιστικής απλότητας την οποία η Σιαμά (που έγραψε και το εντελώς πρωτότυπο, όχι βασισμένο σε κάποια προϋπάρχουσα πηγή, σενάριο) αποτυπώνει με αυστηρούς φορμαλιστικούς όρους, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν αρχικά εντελώς ψυχρά και παγωμένα. Με πλήρη απουσία μουσικής, ο ρυθμός στα αυστηρά της πλάνα δίνεται αποκλειστικά μέσα από τα βλέμματα και την εναλλαγή τους, καθώς οι δύο γυναίκες διαρκώς κοιτάζονται, ανακαλύπτοντας η μία την άλλη. Υπάρχει μια κρυφή γλώσσα που αναπτύσσεται, μέσα σε ένα κοινωνικό περιθώριο που δεν διαθέτει καν λέξεις για αυτό που συμβαίνει ανάμεσά τους, με τις δυο τους να αναγκάζονται να φανταστούν κινήσεις και στιγμές ολόκληρες πριν μπορέσουν να βρουν τον ασφαλή τους χώρο. Τα βλέμματα γίνονται μουσική και ο ρυθμός αυτός γίνεται φωτιά που ανάβει, εξ ανάγκης, μέσα σε ένα κενό.

Η κάμερα στέκεται συνεχώς πάνω στα πρόσωπα των δύο ηρωίδων (αυτή είναι μια ταινία ελαχίστων προσώπων, και η πλήρης απουσία αντρών αποτελεί επίσης ένα σημαντικό θεματικό στοιχείο, γιατί αυτός είναι ο μόνος προστατευμένος χώρος) με τις ελάχιστες αντιδράσεις τους να γίνονται λόγια έως και μικρά ερωτικά έπη, και κάθε τους κίνηση να μοιάζει με κίνηση χορού, σε αυτό το περίτεχνα χορογραφημένο, εξ ανάγκης σιωπηλό ρομάντζο. Το “Πορτρέτο” εντοπίζει τις ανάσες και το βαθύ συναίσθημα μέσα στον αυστηρό φορμαλισμό της σκηνοθεσίας, με τον ίδιο τρόπο που οι ηρωίδες του φιλμ αναγκάζονται να χτίσουν μια επικοινωνία μέσα σε μια ομοίως αυστηρά καθορισμένη κοινωνική συνθήκη.

Είναι ο θρίαμβος του σινεμά ως ένα κάποιο (άλλο) βλέμμα.

Keywords
Τυχαία Θέματα