Ένα εγχειρίδιο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Στην πρόσφατη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν προσπάθησε να χτίσει την εικόνα του εγγυητή της περιφερειακής ασφάλειας και πέτυχε να λάβει αρκετά ανταλλάγματα. Αναφορικά με την Ελλάδα, άφησε να εννοηθεί ότι χτίζει γέφυρες συνεννόησης, δηλώνοντας ότι ουδέποτε χρησιμοποίησε εναντίον της τα αμερικανικά F-16, ούτε πρόκειται να το κάνει στο μέλλον, με αυτά που πρόκειται να αγοράσει. Η παρελκυστική του πολιτική βρήκε ευήκοα

ώτα στην Ουάσιγκτον, καθώς, όπως φαίνεται, οι ενστάσεις του Κογκρέσου παρακάμπτονται από την δεδηλωμένη βούληση της Προεδρίας.

Εν τούτοις, υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης σε κάτι από τα παραπάνω; Προφανώς, όχι. Η Τουρκία είναι ένας αναθεωρητικός παίκτης στο περιφερειακό σύστημα της ανατολικής Μεσογείου και οι στόχοι της δεν αίρονται. Έχει τη δύναμη να διεκδικεί και να παίρνει αυτά που θέλει μέσω της διαπραγμάτευσης, όπως έκανε στην περίπτωση των αιτημάτων της προς τη Σουηδία.

Γνωρίζει όμως και την αμερικανική νομοθεσία, η οποία απαγορεύει ρητά τη χρήση του πολεμικού υλικού που δίνεται είτε μέσω αγοράς είτε μέσω προγραμμάτων βοήθειας, εναντίον συμμάχων ή για επιθετικούς σκοπούς. Το πλήρωσε άλλωστε ακριβά το 1975, όταν το Κογκρέσο της επέβαλλε τριετές εμπάργκο πώλησης όπλων εξαιτίας της εισβολής στην Κύπρο. Σε αυτή τη βάση, προσαρμόζει την επιχειρηματολογία της και τη δημόσια εικόνα της.

Στον δρόμο προς τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, η Τουρκία αξιοποίησε (τουλάχιστον) τρεις βασικούς «κανόνες» της στρατηγικής. Πρώτον, άφησε να επενεργήσει ο χρόνος ως μοχλός πίεσης, ενόσω ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται με αβέβαιο μέλλον. Το ίδιο ισχύει και για το εσωτερικό μέτωπο: ο Ερντογάν έπαιξε τα προεκλογικά του χαρτιά ως προς τα εξωτερικά θέματα και τώρα, ως απόλυτος κυρίαρχος έχει την ευελιξία να αντιστοιχήσει τις επιλογές του στις νέες συνθήκες.

Δεύτερον, χρησιμοποίησε την αξία της γεωγραφίας. Η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας για τους δυτικούς σχεδιασμούς εναντίον της Ρωσίας είναι μεγάλη και δικαιολογεί τη διαχρονική ανεκτικότητα των αμερικανικών κυβερνήσεων στους ακροβατισμούς της Άγκυρας. Τρίτον, και συνέχεια του δεύτερου, προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες εντός της Συμμαχίας, συνεπικουρούμενη από την εξασφαλισμένη υποστήριξη του Αμερικανού Προέδρου.

Τους παραπάνω και άλλους 47 κανόνες στρατηγικής, προσαρμοσμένους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πραγματεύονται στο νέο τους βιβλίο, οι Καθηγητές Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Αθανάσιος Πλατιάς και Κωνσταντίνος Κολιόπουλος. Στη συνέχεια απαντούν σε 20 ερωτήσεις για τα ελληνοτουρκικά, οι οποίες δύνανται να χρησιμεύσουν ως ένα γενικό εγχειρίδιο ανάλυσης κάθε ιστορικής περιόδου και πιο πολύ, του μέλλοντος.

Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δίαυλος, τιτλοφορείται «50 Κανόνες Στρατηγικής στις Ελληνοτουρκικές Σχέσεις και Απαντήσεις σε 20 Κρίσιμες Ερωτήσεις». Απευθύνεται στο ευρύ κοινό, είναι γραμμένο σε απλή γλώσσα και αποσκοπεί στη θεμελίωση ουσιαστικής και χρήσιμης γνώσης για μία ανταγωνιστική σχέση που έχει τα χαρακτηριστικά ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος. Έτσι, διαλύονται μύθοι και θεωρίες συνωμοσίας που αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Β’ μέρος, όπου απαντώνται 20 καίριες ερωτήσεις. Οι συγγραφείς θέτουν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, είναι τολμηροί και δεν κρύβονται πίσω από ωραιοποιημένες εκφράσεις. Σε τι συνίσταται η τουρκική απειλή; Ποιος ο ρόλος των συμμάχων και των εταίρων; Μας συμφέρει μια φιλοδυτική ή αντιδυτική Τουρκία; Τι λύση (πρέπει να) θέλουμε για το Κυπριακό; Πώς αξιολογείται η στρατηγική μας και ποια η σημασία της επικοινωνίας; Πρόκειται για δύσκολες ερωτήσεις που απαιτούν ευθεία ματιά στην πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.

Απαντούν ότι η τουρκική απειλή είναι υπαρκτή, οφείλεται στον (νέο-οθωμανικό) αναθεωρητισμό και εκφράζεται μέσω αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, διπλωματικών διεκδικήσεων, καθώς και στρατιωτικών ενεργειών. Η Τουρκία όμως δύναται να μας απειλεί και για έναν ακόμα λόγο: ακολουθεί τη λογική της ύλης. Διαθέτει μια αρκετά αναπτυγμένη πολεμική βιομηχανία, η οικονομία της αναπτύσσεται, καλλιεργεί περιφερειακές σχέσεις στον ευρασιατικό χώρο και ταυτόχρονα είναι σε θέση να παρεμβαίνει στρατιωτικά με «στρατηγικό βάθος», όπως κάνει στη Συρία και τη Λιβύη.

Το αφήγημα της «γαλάζιας πατρίδας», η Α’ στρατιά της Κωνσταντινούπολης και η Δ’ Στρατιά (Αιγαίου), η δομή του στρατού της με χαρακτηριστικά «εκστρατείας» και οι επαναλαμβανόμενες απειλές, είναι μερικά από τα μέσα που χρησιμοποιεί η γείτονα στην προσπάθειά της να εδραιωθεί γεωπολιτικά ως περιφερειακός ηγεμόνας. Από την άλλη, στη συνάρτηση υπάρχει ο αμερικανικός παράγων ως επικυρίαρχος, η Ευρωπαϊκή Ένωση, με περιορισμένο γεωπολιτικό βάρος και απομακρυσμένες δυνάμεις, όπως η Κίνα. Όσον αφορά τη Ρωσία, οι συγγραφείς εξηγούν με στρατηγικούς όρους ότι είναι αδύνατο να παίξει οποιονδήποτε ρόλο στην ελληνοτουρκική διένεξη.

Από την πλευρά της, η Ελλάδα ως χώρα μικρότερης ισχύος οφείλει να αξιοποιήσει στο έπακρο τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα και να εξουδετερώσει αυτά της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καλλιεργήσει την ενότητα στο «εσωτερικό μέτωπο», να αναδιαρθρώσει την οικονομία της (κάτι που δεν έχει επιτύχει πειστικά), να ενισχύσει τη στρατηγική της ανθεκτικότητα, να αξιοποιήσει τις διμερείς συνεργασίες και να βελτιώσει τη στρατηγική της επικοινωνία.

Ως προς την τελευταία, στο παρελθόν υπέστημεν σοβαρή ζημία, σε περιπτώσεις όπως το Μακεδονικό, επειδή επιτρέψαμε στους ανταγωνιστές μας να αμαυρώσουν τις θέσεις και τις ανησυχίες μας. Σήμερα έχουμε τη γνώση και τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε τον σταθεροποιητικό ρόλο της Ελλάδας, ως χώρας που επιλύει προβλήματα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, η οποία εξελίσσεται σε στρατηγικό και ενεργειακό κόμβο, όπως φαίνεται από τη βάση της Αλεξανδρούπολης και η οποία υποστηρίζει τη διεθνή φιλελεύθερη τάξη.

Στη συνέχεια, το βιβλίο καταπιάνεται με το ενδεχόμενο του «πρώτου χτυπήματος», καθώς και με τις παραμέτρους που θα καθορίσουν τη νίκη σε περίπτωση πολέμου. Οι βασικές αρχές της στρατηγικής (Θουκυδίδης, Σουν Τζου, Μακιαβέλι, Κλάουζεβιτς) αντηχούν σε κάθε σελίδα, προσκαλώντας την ελληνική πλευρά να λειτουργεί με σύνεση, να βασίζεται πρωτίστως στις δικές της δυνάμεις, να ενισχύει τους δεσμούς της με τις «θαλάσσιες» δυνάμεις και να μην φοβάται να διεκδικεί αυτό που θεωρεί συμφέρον.

Μετά από μια στοιχειοθετημένη ανάλυση, στην 20η και τελευταία ερώτηση, οι συγγραφείς κοιτούν στο μέλλον με αγωνία, προσκαλώντας την ελληνική κοινωνία να κατανοήσει το κοινωνικό βάθος του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο θα μπορούσε να έχει μοιραία κατάληξη: «Αν μια Τουρκία με πληθυσμό άνω των 100 εκατομμυρίων δεν έχει εγκαταλείψει, για οποιονδήποτε λόγο, την επεκτατική πολιτική εναντίον της χώρας μας […] μια Ελλάδα των 7 εκατομμυρίων ψυχών δεν θα έχει καμία δυνατότητα να της αντιπαρατεθεί».

Στον δρόμο για τη στρατηγική θωράκιση της χώρας και πριν το πληθυσμιακό πρόβλημα γίνει ανεπίλυτο, ας θυμόμαστε ότι επί τέλους, η Ελλάδα είναι οι Έλληνες.

Ο Αθανάσιος Γραμμένος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΑΠΘ

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Keywords
Τυχαία Θέματα