Εγκλωβισμένος στο οικόπεδο της φρίκης: "Ούρλιαζαν δίπλα μου την ώρα που καίγονταν"

Τα δέκα τελευταία χρόνια, ο Σα Ναβάς ζει στο Μάτι. Ο 27χρονος Πακιστανός ασχολείται με την περιποίηση κήπων και άλλες χειρωνακτικές εργασίες και κατάφερε να βγει ζωντανός από την πύρινη λαίλαπα, την μανία της φωτιάς που είχε ως αποτέλεσμα 26 άνθρωποι να χάσουν την ζωή τους στο μοιραίο οικόπεδο όπου βρέθηκε τρέχοντας να σωθεί από την μανία της φύσης και την παράνοια του ανθρώπου.

Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, της μεγάλης τραγωδίας με την φωτιά στο Μάτι όπου συνολικά 99 άνθρωποι πέθαναν, έβαφε τις καρέκλες ενός σπιτιού στον Νέο Βουτζά. Έπρεπε να σχολάσει στις 16:30, αλλά

έμεινε παραπάνω. Στις 16:50, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού στο οποίο δούλευε, τον ρώτησε αν βλέπει κάπου φωτιά, γιατί της μύριζε καμένο. «Στην αρχή της απάντησα πως δεν βλέπω κάτι. Κοιτάζω πιο προσεκτικά και βλέπω μια λωρίδα λευκό καπνό. Της είπα ότι μάλλον έχει πιάσει φωτιά και μου ζήτησε να μαζέψω τα πράγματά μου και να πάω στο σπίτι μου».

Ο Σα πήρε το μηχανάκι του και πέντε λεπτά αργότερα βρισκόταν στο σπίτι του, στο Μάτι, στην αρχή της οδού Φυσιολατρών, περίπου τριάντα μέτρα από την λεωφόρο Μαραθώνος. Στον δρόμο της επιστροφής δεν είδε καμία αναταραχή. Όλα κυλούσαν ήρεμα. Περίπου στις 17:10 άκουσε σειρήνες από πυροσβεστικά οχήματα. Λίγα λεπτά αργότερα είδε τον ουρανό μαυρισμένο από τον καπνό. «Μέχρι τις 17:30 προσπαθούσα να αποφασίσω τι θα κάνω. Είχα στην αυλή μου μερικές κότες και κατσίκες. Έψαξα να μαζέψω όλα μου τα χαρτιά και τα έβαλα σε ένα φάκελο για να τα πάρω μαζί μου. Στον δρόμο πλέον είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, κοιτούσε τη φωτιά που ερχόταν και ρωτούσε τι γίνεται».

Συγκέντρωσε τα ζώα του στην πίσω πλευρά της αυλής και τηλεφώνησε στην κοπέλα του ζητώντας της να έρθει με το αυτοκίνητό για να τα πάρουν και να φύγουν. Εκείνη όμως ήταν μακριά και δεν πρόλαβε να φτάσει στο Μάτι.

Ούτε πόλεμος να γινόταν

Στις 17:50, με την φωτιά να πλησιάζει πλέον απειλητικά, ο Σα βάζει το κλειδί στην μηχανή του για να φύγει. «Καταλαβαίνω πως κάποιος έχει παρατήσει το αυτοκίνητό του ακριβώς στην έξοδο της αυλής και δεν μπορώ να βγάλω το μηχανάκι στον δρόμο. Είχαν πάρει πια φωτιά και τα πεύκα δίπλα στο σπίτι μου. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα καιγόταν και ο φράχτης. Παρατάω το μηχανάκι, παίρνω τα χαρτιά μου και αρχίζω να τρέχω με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Σκέφτηκα ότι μόνο εκεί θα σωθώ».

Τρέχοντας την οδό Φυσιολατρών προς την παραλία που απέχει περίπου 1,5 χιλιόμετρο, έβλεπε την φωτιά να τον κυνηγάει. Όπου έπεφταν κουκουνάρια πεταγόταν καινούρια φλόγα. «Άναβε η φωτιά σαν να είχες πετάξει βενζίνη». Φτάνοντας στην οδό Ζεφύρου, βλέπει στο σπίτι που έμενε παλιά, έναν 70χρονο να έχει βγει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει προς τον ουρανό. Του φώναξε: «Kύριε Γιάννη, πάρε το αυτοκίνητο και φύγε τώρα!». Τρέχοντας στους δρόμους έψαχνε μια διέξοδο προς τη θάλασσα. Βρέθηκε μπροστά σε ένα από τα στενά που ήξερε ότι οδηγεί στην παραλία όμως ήταν αδύνατο να περάσει. Η φωτιά το έκαιγε ήδη. «Δεν φαινόταν τίποτα. Παντού καπνός, πολύ ψηλή θερμοκρασία. Ούτε πόλεμος να γινόταν».

Εγκλωβισμένος στη μέση ενός πύρινου δαχτυλιδιού

Όταν έφτασε στην οδό Δημοκρατίας, εκεί που βρίσκεται ο χωματόδρομος που οδηγεί στην είσοδο του μοιραίου οικοπέδου της οικογένειας Φράγκου, είδε παρατημένα αυτοκίνητα και ανθρώπους να τρέχουν προς την παραλία. «Καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να κατευθυνθώ προς το Κόκκινο Λιμανάκι και στρίβω στον χωματόδρομο. Βλέπω στα αριστερά μου την πρώτη πόρτα του οικοπέδου κλειστή». Μερικά μέτρα πιο κάτω βλέπει την δεύτερη πόρτα ανοικτή και έναν ηλικιωμένο να στέκεται στην είσοδο και να φωνάζει σε όποιον έρχεται, να μπει μέσα και να τρέξει προς τη θάλασσα.

Η ομάδα των ανθρώπων που αποφάσισε να μπει στο οικόπεδο, δεν φανταζόταν ότι θα βρεθεί στη μέση ενός πύρινου δαχτυλιδιού. «Μπήκα στο οικόπεδο μαζί με τους υπόλοιπους. Ήταν μαζί μου παππούδες και μικρά παιδιά γύρω 8 με 10 χρονών. Αρκετά κοριτσάκια. Μόλις μπήκαμε όμως μας περικύκλωσε η φωτιά. Άρχισαν να καίγονται τα δέντρα που βρίσκονταν στην πάνω πλευρά αλλά και στην πλευρά που οδηγούσε στη θάλασσα. Καθίσαμε ακριβώς στη μέση, στο σημείο που δεν είχε δέντρα».

Ο Σα, μαζί με τους ανθρώπους που τελικά βρήκαν τραγικό θάνατο, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι και χωρίς να μπορούν να βρουν διέξοδο. «Οι παππούδες είπαν: “Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, θα καούμε εδώ όλοι μαζί”. Σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνω κάτι. Η θάλασσα ήταν σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Είδα το ένα σπίτι μέσα στο οικόπεδο και έτρεξα προς τα εκεί. Χτύπησα την ξύλινη πόρτα, δεν άνοιγε».

Σκεφτόμουν την μητέρα μου

Μαζί του έτρεξε ένας άνδρας και έξι ή επτά κορίτσια. Ο Σα έκανε τον κύκλο του σπιτιού και έσπασε το τζάμι σε ένα από τα παράθυρα για να μπουν όλοι μέσα. Πέρασε το χέρι του στο εσωτερικό για να ανοίξει το παράθυρο και κόπηκε. Αρχικά μπήκαν δύο από τα κορίτσια, όμως βγήκαν αμέσως γιατί δεν άντεχαν τον καπνό. Μπήκε μέσα ο ίδιος και έψαξε την τουαλέτα για να βρει νερό. Προσπάθησε να ανοίξει τις βρύσες όμως η υδροδότηση είχε ήδη κοπεί.

«Είχαν πάρει φωτιά οι κάσες γύρω από τα παράθυρα. Ξάπλωσα με το πρόσωπο προς το πάτωμα για να μην αναπνέω τον καπνό. Λίγα λεπτά μετά πήρε φωτιά μια κουρτίνα. Την έσκισα και προσπάθησα να τη σβήσω. Πήρε φωτιά και το στρώμα του κρεβατιού. Προσπάθησα να το σβήσω, μάταια όμως. Τα παράτησα. Κοίταξα έξω. Σκέφτηκα πως θα καώ και μέσα και έξω από το σπίτι. Αποφάσισα τελικά να βγω ξανά μήπως βρω λύση».

Όπως αναφέρει, εκείνη τη στιγμή το μυαλό του ήταν στη μητέρα του. «Δεν έχω πάει να τη δω για τέσσερα χρόνια. Τη σκεφτόμουν στο Πακιστάν, να μαθαίνει ότι κάηκα σε φωτιά στην Ελλάδα».

Τους άκουγα να ουρλιάζουν όταν καίγονταν. Δεν ζητούσαν καν βοήθεια

Ο 27χρονος Πακιστανός, όση ώρα προσπαθούσε να σώσει τη ζωή του μέσα στο φλεγόμενο σπίτι, άκουγε τις φωνές των ανθρώπων που βρίσκονταν απ’ έξω και η φωτιά τους έκαιγε ζωντανούς. «Άκουγα πάρα πολλές φωνές. Τους άκουγα να ουρλιάζουν όταν καιγόντουσαν. Δεν ζητούσαν καν βοήθεια. Τσίριζαν. Κρατούσαν ο ένας τον άλλον για να καούν μαζί. Τα μικρά παιδιά, που ήταν κορίτσια, τα άκουγα να φωνάζουν πολύ δυνατά, όπως γίνεται στον πόλεμο. Σαν να τα σκότωναν ένα-ένα. Ακουγόταν μια φωνή, μετά σταματούσε. Μετά άλλη φωνή από άλλο παιδί που καιγόταν. Δεν μπορούσα να βοηθήσω κανέναν».

Όταν πλέον βγήκε από το παράθυρο για να ψάξει ξανά διέξοδο στη θάλασσα, έφτασε στο σημείο που βρίσκονταν ορισμένοι από τους ηλικιωμένους. Ήταν πλέον νεκροί. Ξάπλωσε και έστρεψε το κεφάλι του στη γη για να αποφύγει τους καπνούς. Έμεινε ξαπλωμένος για μερικά λεπτά και αφού η φωτιά που έκαιγε τα δέντρα στη μεριά της θάλασσας είχε χαμηλώσει, έτρεξε προς τα εκεί. Βρέθηκε μπροστά σε μια μικρή πόρτα που οδηγούσε στη θάλασσα. «Ο ένας μεντεσές ήταν κομμένος. Βγήκα. Κοίταξα ξανά πίσω. Άκουσα άλλες δύο φωνές και ήταν οι τελευταίες. Η διαφορά στη θερμοκρασία ήταν τεράστια. Προσπάθησα να ξαναμπώ μήπως ήταν κάποιο παιδί ζωντανό. Να βοηθήσω. Δεν μπορούσα να μπω. Έκανα κίνηση και πεταγόμουν πίσω. Προσπάθησα ξανά, αλλά τίποτα. Με έσπρωχνε πίσω η ζέστη. Η ώρα ήταν περίπου 7 και μισή. Από τον καπνό φαινόταν σαν να είναι νύχτα». Ο Σα, κατέβηκε στην παραλία που βρίσκονταν εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρωμένοι. Συνάντησε, όπως λέει, έναν άνδρα που αργότερα έμαθε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου: «Του είπα: “Πάνω καίγονται πάρα πολλά μικρά παιδιά και μεγάλοι άνθρωποι”. Μου λέει: “Ευτυχώς εσύ σώθηκες, είσαι τυχερός”».

Η σωτηρία από τα χέρια ενός ψαρά

Ο Σα, περίμενε δύο ώρες μαζί με τους υπόλοιπους στην παραλία βλέποντας τη φωτιά να συνεχίζει να καίει το Μάτι. «Μέχρι τότε δεν είδαμε καμία βάρκα. Στις 9 και μισή είδαμε τις πρώτες να έρχονται και άρχισαν να παίρνουν τα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους». Μια ώρα αργότερα, ένας από τους ψαράδες πήρε και τον ίδιο και τον μετέφεραν στη Ραφήνα. «Φεύγοντας κοιτούσαμε από τη θάλασσα προς το Μάτι και δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την περιοχή. Ήταν όλα κόκκινα».

Ο 27χρονος Πακιστανός, τραυματισμένος, με εγκαύματα στα χέρια και χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει εύκολα, συνάντησε στο λιμάνι της Ραφήνας την κοπέλα του, η οποία τον μετέφερε στον Ευαγγελισμό όπου έμεινε ένα βράδυ. «Το πρωί δεν με άφηναν να φύγω, αλλά αφού είδα ότι μου έραψαν το χέρι, πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Ήθελα να γυρίσω στο Μάτι να δω τα ζώα και το σπίτι μου». Γυρίζοντας στο σπίτι ωστόσο, ο Σα, διαπίστωσε πως κανένα από τα ζώα δεν σώθηκε, ενώ το σπίτι του κάηκε ολοσχερώς. Πλέον, μένει στη Ραφήνα. Τα έγγραφά του κάηκαν στο πάτωμα του σπιτιού μέσα στο μοιραίο οικόπεδο. Είχε καταθέσει πριν από δυόμιση χρόνια στον Πειραιά τα χαρτιά του για να πάρει άδεια παραμονής και είχε το προσωρινό έγγραφο που χορηγείται για να μπορεί να κυκλοφορεί. «Πλέον κυκλοφορώ με το έγγραφο του πυρόπληκτου και έχω πάει στην πρεσβεία του Πακιστάν για να μου εκδώσουν καινούριο διαβατήριο». Όπως λέει, αρχικά σκέφτηκε να φύγει για την Γερμανία, όπου μένουν κάποιοι από τους συγγενείς του, τελικά όμως αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα.

Keywords
Τυχαία Θέματα