Μπάρμπας: από πού κρατά η σκούφια του

Πολλά επώνυμα προέρχονται από τις λέξεις που περιγράφουν τους συγγενικούς δεσμούς των ανθρώπων: Πατέρας, Παππούς, Εγγονόπουλος, η Μπάρμπας, π.χ. Τώρα, η λέξη «μπάρμπας» δεν σημαίνει μόνο τον θείο, αλλά κάθε ηλικιωμένο άνδρα. Συχνά χρησιμοποιείται και σκωπτικά, ίσως και μειωτικά: εάν φωνάξεις “άντε, ρε μπάρμπα, προχώρα!” στο συνταξιούχο που σε κλείνει, πηγαίνοντας στη αριστερή λωρίδα με 60 χιλιόμετρα την ώρα στην Εθνική, μάλλον δεν σέβεσαι τα χρόνια του και τη οδηγητική του ικανότητα.

Από την

άλλη, εάν ο μπάρμπας σου είναι από τη Κορώνη, σημαίνει πως τον έχεις δέσει το γάιδαρό σου, πως δεν σου λείπουν τα μέσα με τον κρατικό μηχανισμό, αλλά ούτε και τα λεφτά. Η φράση δημιουργήθηκε επί Τουρκοκρατίας, όταν οι μεγαλοτσιφλικάδες της περιοχής, οι σεβάσμιοι μπαρμπάδες, αφενός είχαν θησαυρίσει από το λάδι και τις ελιές, και αφετέρου είχαν στενές κολληταριές με τους Τούρκους αξιωματούχους – ο συνδυασμός μέσων και χρημάτων ήταν, διαχρονικώς στην Ελλάδα, το απόλυτο πασπαρτού που ανοίγει κάθε πόρτα.

Εν πάση περιπτώσει, να σημειώσουμε πως η λέξη “μπάρμπας”, τον Μεσαίωνα σήμαινε “γενειοφόρος”, από τον ιταλικό και λατινικό όρο “barba”, που σημαίνει βέβαια γενειάδα, αλλά και σεβάσμιος άνθρωπος. Φαίνεται πως, παλιότερα, όποιος είχε μούσι και κάμποσα χρονάκια, άξιζε εξ ορισμού το σεβασμό...

Οι καιροί όμως άλλαξαν - πολλοί σημερινοί άντρες, ιδιαίτερα νεαροί, αφήνουν μία πλούσια γενειάδα, σαν να είναι αντάρτες στα βουνά ή μοναχοί στο Άγιο Όρος, προς μεγάλη απελπισία των μπαρμπέρηδων, υποθέτω. Αναρωτιέμαι, εάν φωνάξεις ένα χιπστερά “μπάρμπα” θα προσβληθεί; Δεν θα έπρεπε, διότι τον λες απλώς γενειοφόρο, και προφανώς είναι ένας τέτοιος, μ’ αυτή την προβιά των τριάντα πόντων να κρέμεται από το πηγούνι του, σαν να έχει κολλήσει μια γάτα κάτω απ’ το στόμα του.

Keywords
Τυχαία Θέματα