O Ταραντίνο στο Χόλιγουντ κι ο Γούντι Άλεν στη Νέα Υόρκη

Οι κριτικές της εβδομάδας:

Κάποτε στο… Χόλιγουντ

*****

(“Once Upon a Time in… Hollywood”, Κουέντιν Ταραντίνο, 2ω41λ)

Καστ: Μπραντ Πιτ, Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Μάργκο Ρόμπι, Λουκ Πέρι

Η Μάργκο Ρόμπι συμπρωταγωνιστεί στο ρόλο της Σάρον Τέιτ, ενσαρκώνοντας τέλεια, δίχως υπερβολές ή εύκολες χάρτινες εκφράσεις και μανερισμούς, την ιδέα της αθωότητας και της αγνής ομορφιάς. Γύρω από αυτήν, παράλληλα με

τη δική της αληθινή ιστορία, ο Ταραντίνο επικεντρώνεται σε κάτι άλλο: Στην εντελώς φανταστική ιστορία ενός φανταστικού σταρ, του κάπως φθαρμένου αστέρα δράσης Ρικ Ντάλτον, που παίζει μέσα από εντυπωσιακές συναισθηματικές και ερμηνευτικές μεταπηδήσεις ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο. Κάποτε διάσημος ηθοποιός, πρωταγωνιστής σε ταινίες που θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει ο Ταραντίνο ή που απλώς θα μπορούσε να έχει ξεσηκώσει, τώρα έχει ξεπέσει σε γκεστ ρόλους κακών σε διάφορα σίριαλ. Σκιά του Ρικ είναι ο Κλιφ Μπουθ (Μπραντ Πιτ, που φέτος θα κερδίσει Όσκαρ), ο προσωπικός του κασκαντέρ, εκείνος που τραβάει το βαρύ φορτίο των σκηνών δράσης του σταρ.

Η ταινία χτίζεται πάνω στη σχέση των δύο αντρών και το πώς ο ένας κουβαλάει τον άλλον, το πώς εν τέλει ο ένας είναι ολοκλήρωση, σκιά, άλλος εαυτός του άλλου. Μια τέτοια σχέση αποδίδει ο Ταραντίνο κι ανάμεσα στο σινεμά και την πραγματικότητα, σε ένα μάλλον φυσικό κι αναμενόμενο σημείο κορύφωσης του όλου του κινηματογραφικού θεωρήματος. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ ακολουθεί τον Ρικ και τον Κλιφ και τις περιπέτειές τους σε σινεμά και τηλεόραση, τα οποία ο Ταραντίνο αποδίδει αισθητικά σαν αποτέλεσμα μιας απόλυτης όσμωσης. Στο “Κάποτε… στο Χόλιγουντ” το σινεμά και η πραγματικότητα είναι στοιχεία αναπόσπαστα το ένα από το άλλο. Οι ηθοποιοί κι οι σκηνοθέτες που συναντάμε στα σετ παίζουν τόσο περίτεχνα ανάμεσα στην αλήθεια και το fiction που τα όρια δεν υφίστανται. Στην έπαυλη δίπλα από εκείνη του Ντάλτον, η αληθινή Σάρον Τέιτ ζει ένα σαν-ψεύτικο χολιγουντιανό όνειρο, μέσα από το βλέμμα του Ταραντίνο.

Ένα φιλμ exploitation πάνω στην ίδια την εκμεταλλευτική σχέση του σινεμά με την πραγματικότητα, με το ίδιο το σινεμά, με τους μύθους του και με την ηθική των εικόνων του, το “Κάποτε στο... Χόλιγουντ” πετυχαίνει ως κατασκευή και θρασύτατη κορύφωση της αισθητικής μανίας του σκηνοθέτη στην πιο προκλητική στιγμή της καριέρας του, και μάλιστα παρά την επίμονη, σχεδόν εξοργιστική απουσία ουσιώδους κοινωνικής ή πολιτικής πλαισίωσης-- ή μήπως εξαιτίας αυτής; Είναι η κοσμοθεωρία του “Death Proof” παιγμένη με τη διάθεση του “Jackie Brown”, ένας αυτοαναφορικός φιλμικός κόμπος που θα αρνείται για αρκετό καιρό να λυθεί.

Μεσοκαλόκαιρο

*****

(“Midsommar”, Άρι Άστερ, 2ω27λ)

Καστ: Φλόρενς Πιου, Τζακ Ρέινορ

Μετά από μια ανείπωτη οικογενειακή τραγωδία, μια νεαρή γυναίκα (η απίστευτη Φλόρενς Πιου των “Lady Macbeth” και “The Little Drummer Girl”, με εκφραστική βαρύτητα που αντιστοιχεί σε εμπειρία δεκαετιών, μόλις στα 23 της) ταξιδεύει μαζί με το αγόρι της στη Σουηδία, όπου εκείνος μαζί με την παρέα του σκοπεύουν να επισκεφθούν ένα άγνωστο, μυστηριώδες παγανιστικό Φεστιβάλ.

Ο Άρι Άστερ της πολυσυζητημένης “Διαδοχής”, από τους κύριους εκφραστές αυτής της προποιητής απάτης που λέγεται “elevated horror” (δηλαδή ταινίες τρόμου που ντρέπονται να αυτοχαρακτηριστούν ως τέτοιες, επειδή προέρχονται από ένα εύρος επιρροών που φτάνει μακριά από το είδος- βλέπε Μπέργκμαν), επιστρέφει με άλλη μία αφηγηματικά παραφουσκωμένη ιστορία που ό,τι κερδίζει σε αισθητική ένταση το χάνει σε εστίαση. Ο Άστερ επιστρέφει σε μια θεματική απώλειας και αποπνικτικής οικογενειακής φρίκης, που εδώ σταδιακά μετατρέπεται σε ευρύτερο εκνευρισμένο στο πλαίσιο μιας χειριστικής σχέσης. Υπάρχουν δυνατές επιμέρους στιγμές και εξέχουσες αναφορές και -όπως και στη “Διαδοχή”- ο Άστερ συντηρεί το ενδιαφέρον καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, αποτυπώνοντας ουκ ολίγες στιγμές στο μυαλό μας. Όμως και πάλι, η ταινία του μοιάζει με φουσκωμένο μπαλόνι που δεν ήξερε πώς να δέσει. Στο κέντρο του δεν υπάρχει τίποτα και, τελικά ξεφουσκώνει αφήνοντάς μας να ανρωτιόμαστε αν αυτό ήταν όλο. Υπάρχει εδώ ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης με πλειάδα σπουδαίων αισθητικών ιδεών και αναφορών, αλλά μονίμως κάτι μοιάζει να του ξεφεύγει.

Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη

*****

(“A Rainy Day in New York”, Γούντι Άλεν, 1ω32λ)

Καστ: Τίμοθι Σαλαμέ, Σελίνα Γκόμεζ, Ελ Φάνινγκ, Λιβ Σράιμπερ

Ζευγάρι φοιτητών ταξιδεύουν στη Νέα Υόρκη για μια μέρα, εκείνη (Ελ Φάνινγκ, απλά απολαυστική ως καρτουνίστικη χωριατοπούλα με επιφανειακές καλλιτεχνικές ευαισθησίες) για να πάρει συνέντευξη από τον αγαπημένο της σκηνοθέτης κι εκείνος (Τίμοθι Σαλαμέ, στον ρόλο ενός λιγότερο νευρωτικού αλλά σταθερά απάλευτου νεαρότερου avatar του Γούντι Άλεν) για να προγραμματίσει ένα τέλειο ρομαντικό πλάνο γύρω από τη μέρα. Όμως δεν είναι μόνο η βροχή που θα τους χαλάσει τα σχέδια, αλλά και μια σειρά από απρόβλεπτες εξελίξεις και συναντήσεις.

Η “χαμένη ταινία” του Γούντι Άλεν (που το amazon κρατούσε κρυμμένη πάνω από ένα χρόνο λόγω του ευρύτερου αρνητικού κλίματος εναντίον του σκηνοθέτη) είναι μια από τις αρκετά πιο μικρού βεληνεκούς και ανάλαφρες δουλειές του τα τελευταία χρόνια, μόνο που ο Άλεν, έχοντας τελειοποιήσει αυτού του είδους το επεισοδιακό ρομαντικό κλισέ, μπορεί να παράξει κάτι όμορφο, γοητευτικό και λειτουργικό με πραγματικά λιγοστή προσπάθεια. Φωτογραφημένο σε μια απίστευτα όμορφη, περιστρεφόμενων αποχρώσεων χρωματική παλέτα από τον Βιτόριο Στοράρο που κάνει τη βροχερή Νέα Υόρκη να μοιάζει με -συναισθηματικό- καρουζέλ, άλλοτε ξεθωριάζοντας και άλλοτε τονίζοντας χρώματα, mood και χαρακτήρες, το φιλμ είναι ένα προβλέψιμο, ανάλαφρο ταξίδι αυτογνωσίας και πλήρωσης, των οποίων έχουμε δει πολύ χειρότερες και ανώριμες εκδοχές από τον Άλεν.

Δεν λειτουργούν όλα τα επεισόδια εξίσου αποτελεσματικά, και η άσχημη συμπεριφορά του απέναντι σε ορισμένες ηρωίδες μαρτυρά και πάλι ορισμένα πράγματα, όμως υπάρχει εδώ ένα στιβαρό επίπεδο ομορφιάς και μια απρόσμενη βαρύτητα στο φιλμ- ειδικά όταν η ιστορία εστιάζει στον ικανοποιητικά σκιαγραφημένο και θαυμάσια παιγμένο χαρακτήρα της Σελίνα Γκόμεζ. Η Γκόμεζ, φωτογραφημένη από τον Στοράρο, δίνει διάσταση και βάθος σε ένα κόσμο γεμάτο καρικατούρες. Το φιλμ, με έναν ιδιόμορφο τρόπο, χαράζει τροχιά γύρω της ακόμα κι όταν απουσιάζει από την οθόνη για σχεδόν μια ολόκληρη πράξη. Μέσα από αυτή την παρουσία-απουσία και την ίδια την διακριτική αποστασιοποίηση του Άλεν (και των Άλεν-χαρακτήρων) το ίδιο το φιλμ αποκτά χαρακτήρα.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

Ο Τρίτος Άνθρωπος

*****

(“The Third Man”, Κάρολ Ριντ, 1ω44λ)

Συγγραφέας παλπ γουέστερν διηγημάτων φτάνει άφραγκος στη μεταπολεμική Βιέννη ως καλεσμένος που παιδικού του φίλου Χάρι Λάιμ, ο οποίος όπως μαθαίνει φτάνοντας εκεί είναι νεκρός. Σύντομα αρχίζει όμως να υποπτεύεται πως τίποτα δεν είναι όπως του παρουσιάζεται, συνθέτοντας μια θεωρία συνωμοσίας γύρω από την ύπαρξη ενός μυστηριώδους τρίτου ανθρώπου, που ήταν παρών την ώρα του θανάτου του Χάρι. Ο Όρσον Γουέλς κι ο Τζόζεφ Κότεν πρωταγωνιστούν σε μια από τις πιο αγνά τέλειες ταινίες στην ιστορία του σινεμά, ένα νουάρ αριστούργημα που παίζει διαρκώς με τον θεατή μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές και παιχνίδια σκιών, που κρύβουν ή αποκαλύπτουν εκδοχές της αλήθειας.

Φθινοπωρινή Σονάτα

*****

(“Höstsonaten”, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 1ω39λ)

Πιανίστρια που θυσίασε τις ευθύνες της ως μητέρας για την καριέρα της, επιστρέφει στην Σουηδία ύστερα από απουσία χρόνων για να επανενωθεί με την κόρη της, ανοίγοντας τους ασκούς του αιόλου και εξαπολύοντας μια συναισθηματική τορπίλη. Κλασικός Μπέργκμαν, σε ένα κλειστό δράμα στημένο πάνω σε δύο πρόσωπα, με τις Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Λιβ Ούλμαν να παραδίδουν θυελλώδεις ερμηνείες.

Ο Διαβολάκος

*****

(“Il Piccolo Diavolo”, Ρομπέρτο Μπενίνι, 1ω41λ)

Δαίμονας απελευθερώνεται στη διάρκεια εξορκισμού, και αποφασίζει πως δε θέλει να γυρίσει στην κόλαση αλλά να ζήσει στη Γη. Αν έβλεπε τον κόσμο σήμερα ίσως σχημάτιζε άλλη άποψη, αλλά να, αυτή είναι η γλυκιά αφέλεια που συναντά κανείς στο τέλος των ‘80s, υποθέτω. Καρτουνίστικος Μπενίνι για τους φανς του Μπενίνι. Πρωταγωνιστεί κι ο Γουόλτερ Ματάου.

Keywords
Τυχαία Θέματα