"Μένουμε Θεσσαλονίκη": Μια εναλλακτική στρατηγική στο Τεχνικό Πρόγραμμα του Δήμου Θεσσαλονίκης

Τις δικές της προτάσεις σχετικά με το τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου Θεσσαλονίκης, που κατατέθηκε εχθές, διατυπώνει σε ανακοίνωσή της η δημοτική παράταξη "Μένουμε Θεσσαλονίκη".

Παράλληλα, η παράταξη "Μένουμε Θεσσαλονίκη" εντοπίζει θετικά και αρνητικά σημεία στο πρόγραμμα του Κων. Ζέρβα. Στα θετικά συγκαταλέγεται η έμφαση που δίνεται στις τοπικές ανάγκες, ενώ ως αρνητική εκτιμά την βαρύτητα που θα δοθεί στην περιοχή της Τούμπας, καταλογίζοντας στη νέα

διοίκηση προνομιακή αντιμετώπιση της περιοχής.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της δημοτικής παράταξης "Μένουμε Θεσσαλονίκη":

Το τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου Θεσσαλονίκης για το 2020, το οποίο κατέθεσε χθες η διοίκηση του Κωνσταντίνου Ζέρβα, περιλαμβάνει όψεις που κατά την άποψή μας είναι θετικές, και άλλες που είναι αρνητικές.

Στα θετικά, συγκαταλέγονται ότι γίνεται μια προσπάθεια σε σύγκριση με τη διοίκηση Μπουτάρη ώστε τα έργα που κάνει ο Δήμος να έχουν μεγαλύτερη αποκέντρωση, εγκαταλείποντας την πολιτική βιτρίνας που είχε να κάνει αποκλειστικά με το ιστορικό κέντρο και τον τουρισμό. Δίνεται περισσότερη έμφαση στις τοπικές ανάγκες, καθώς ο όγκος των κεφαλαίων που επενδύονται σε συντηρήσεις, επισκευές, είναι αξιοσημείωτος. Στο πρόγραμμα επίσης, υπάρχουν εγγραφές που δείχνουν μια διάθεση εφαρμογής τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας (τοποθέτηση φωτοβολταϊκών στις ταράτσες του σχολικού συγκροτήματος στην οδό Κλεάνθους), καινοτομίες για το περιβάλλον (όπως τα πάρκα τσέπης κ.ο.κ.).

Στα αρνητικά, απαριθμούμε το γεγονός ότι το Πρόγραμμα αντιμετωπίζει προνομιακά την Τούμπα σε βάρος άλλων περιοχών που απουσιάζουν εντελώς από την στοχοθεσία του Δήμου· επίσης, ότι τα έργα που προβάλλει ως εμβληματικά, ασχολούνται και πάλι με την βιτρίνα της πόλης (π.χ. Ανάπλαση πλατείας Αριστοτέλους).

Το κυριότερο όμως, είναι ότι η συνολική στρατηγική του Τεχνικού Προγράμματος διαπνέεται από την ίδια παρασιτική λογική στην οποία είχε εγκλωβιστεί η τοπική αυτοδιοίκηση προ- και κατά τη διάρκεια της κρίσης. Και η οποία θέλει τους Δήμους να έχουν αναπτυξιακό ρόλο μονάχα ως «μπετατζήδες» βάζοντάς τους να επικεντρώνουν αποκλειστικά στις αναπλάσεις, τα κατασκευαστικά έργα κ.ο.κ.

Η Δημοτική Παράταξη Μένουμε Θεσσαλονίκη επιθυμεί να καταθέσει με το παρόν σημείωμα μια εναλλακτική αντίληψη και στρατηγική για την αναπτυξιακή πολιτική του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Πιστεύουμε ότι ο Δήμος, διατηρώντας βέβαια ένα μεγάλο μέρος των έργων και των συντηρήσεων που όντως πρέπει να πραγματοποιήσει προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, θα πρέπει να στραφεί και σε άλλα πεδία αναπτυξιακής δράσης. Τα «εμβληματικά έργα» του θα πρέπει να αφορούν στην καινοτόμο, σύγχρονη παραγωγή, την έρευνα, την εξέλιξη και την παραγωγή νέας τεχνογνωσίας, το φυσικό κεφάλαιο της πόλης, καθώς και την ιστορία και τον πολιτισμό της, και όχι στις κατασκευές. Γιατί η Ελλάδα, και κυρίως οι πόλεις της, δεν αντέχει πλέον να ακολουθεί το ίδιο μοντέλο ανάπτυξης από την δεκαετία του 1950, που στηρίζεται στην μπουλντόζα και το μπετόν.

Καλούμε λοιπόν, την Διοίκηση να περιλάβει στο τεχνικό πρόγραμμα:

Την πρόβλεψη χρηματοδότησης των αναγκαίων προπαρασκευαστικών μελετών, ώστε να διερευνήσουμε την δυνατότητα κατασκευής ενός εργοστασίου επεξεργασίας οργανικών απορριμμάτων (ελαιοαποβλήτων, τροφίμων, βιομάζας κ.λπ.) που θα επιτρέψει στην πόλη να τα αξιοποιήσει ενεργειακά. Πρόκειται για μια παραγωγική επένδυση που εφόσον κριθεί θετικά ως προς την βιωσιμότητά της, έχει μεγάλη κοινωνική ωφέλεια, γιατί εξοικονομεί πόρους από την καθαριότητα και την διαχείριση των απορριμμάτων, κόβει δαπάνες για ρεύμα και θέρμανση. Την ίδια στιγμή, δημιουργεί θέσεις εργασίας, και επιτρέπει επίσης πολύ ουσιαστικές συνέργειες τόσο με τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης για την παραγωγή έρευνας και τεχνογνωσίας, όσο και με τον ιδιωτικό τομέα, που για την κατασκευή ή/και την υποστήριξη λειτουργίας της εν λόγω μονάδας μπορεί να κινητοποιήσει κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.Την χρηματοδότηση ειδικών προγραμμάτων εφαρμοσμένης έρευνας για την παραγωγή καινοτομιών στο πεδίο του ηλεκτροφωτισμού. Όχι απλά πληρώνοντας για την τοποθέτηση εισαγόμενων Led χαμηλής κατανάλωσης, πολιτική αντιφατική καθώς από την μια πλευρά εξοικονομείται ενέργεια και από την άλλη επιβαρύνονται τα εμπορικά ελλείμματα της χώρας, συνεχίζοντας την πολιτική του «Λαλάκη του εισαγόμενου». Αλλά δημιουργώντας το κατάλληλο πλέγμα συνεργασιών με τα ανώτερα τεχνολογικά ιδρύματα που θα επιτρέψει την χρήση εφαρμογών ηλιακής ενέργειας, αλλά και έξυπνων ροοστατικών αισθητήρων για τον δημόσιο φωτισμό, που θα αντιμετωπίσει δραστικά το σημαντικό του κόστος (περί τα 2 εκ. €). Δεν γίνεται στα πανεπιστήμια της πόλης να έχουν αναπτυχθεί συνεργασίες εφαρμοσμένης έρευνας με αυτοκινητοβιομηχανίες-παγκόσμιους κολοσσούς οι οποίες έχουν καταλήξει και στην γένεση σημαντικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, και ο Δήμος να μην αξιοποιεί για τον εαυτό του το τεχνικό δυναμικό που έχει η πόλη.Να προσανατολιστεί στην πραγματοποίηση μεγάλων «πράσινων» έργων για το αστικό και περιαστικό πράσινο. Συγκεκριμένα, προτείνουμε δυο: Πρώτον, την μετατροπή της Ανατολικής Περιφερειακής Τάφρου σε «πράσινη λεωφόρο», δηλαδή σε γραμμικό πάρκο, που θα βάζει την φύση μέσα στην πόλη. Δεύτερον, την καθιέρωση ενός μεγάλου προγράμματος για την αποκατάσταση του οικοσυστήματος στο Σέιχ Σου, μετεξελίσσοντας το τεχνητό, φτωχό σε βιοποικιλότητα δάσος μονοκαλλιέργειας της πεύκης που σήμερα πεθαίνει, σε ένα ολοκληρωμένο δασικό οικοσύστημα, μέσω ενός προγράμματος συστηματικών δενδροφυτεύσεων.Να μεριμνήσει για την καλλιέργεια και την ανάδειξη της ιστορίας, του αρχαιολογικού πλούτου, της πνευματικής δημιουργίας -εν γένει τον πολιτισμό, που είναι και το «βαρύ χαρτί» της πόλης: Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται στο κέντρο της ένα πνευματικό κέντρο στα μεγέθη του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος των Αθηνών, το οποίο να περιλαμβάνει μια μεγάλη βιβλιοθήκη, το οπτικοακουστικό μουσείο της Θεσσαλονίκης, χώρους για εκθέσεις ζωγραφικής, εικαστικών, γλυπτικής, συνεδριακούς χώρους κ.ο.κ.

Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει, για παράδειγμα, στην ΔΕΘ, και αυτό το αντιπροτείνουμε ως εναλλακτική στρατηγική στην πρόταση που θέλει την Έκθεση να αναπλάθεται με τρόπο που επιβεβαιώνει τον παρασιτισμό της πόλης (για άλλη μια φορά, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα) και όχι να τον υπερβεί. Δεύτερον, μπορεί να χρησιμοποιήσει την ανάδειξη αρχαιολογικών της μνημείων, για να μεταβάλει την φυσιογνωμία ολόκληρων περιοχών, όπως μπορεί να συμβεί με την ανάδειξη και την αποκατάσταση του αρχαϊκού ναού της πλατείας Αντιγονιδών, που σήμερα καταχώνεται για να πραγματοποιηθούν εργασίες αντιστήριξης κείμενης οικοδομής, ώστε να καταστούν από εκεί και πέρα τεχνικά εφικτές οι διαδικασίες ανάδειξής του.

Keywords
Τυχαία Θέματα