«Mαθε παιδί μου» ξένες γλώσσες: 777 εκ. ευρώ το κόστος για τις οικογένειες

Περίπου 777 εκ. ευρώ πληρωσαν οι οικογε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, σημειώνοντας αύξηση 12,6% σε σχέση με το 2022.

Βαρύ το κόστος της απαραίτητης ξενόγλωσσης εκπαίδευσης με τις οικογένειες για ακόμη μια φορά να «χρυσοπληρώνουν» τα εξωσχολικά μαθήματα ξένων γλωσσών θέλοντας να προσφέρουν στους μαθητές όλα τα εφόδια για το μέλλον τους.

Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα της σχετικής έρευνας που διεξήγαγε το ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την Metron Analysis για την ξενόγλωσση εκπαίδευση. Περίπου 777

εκατ. € κατευθύνθηκαν στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, σημειώνοντας αύξηση 12,6% σε σχέση με το 2022 και 9,1% σε σύγκριση με το 2013 (τρέχουσες τιμές). Παρά τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, η επένδυση στην ξενόγλωσση εκπαίδευση παραμένει σταθερά υψηλή, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημασία που της αποδίδουν οι οικογένειες για τη μόρφωση και την επαγγελματική προοπτική των παιδιών τους. Το ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο δαπάνης, καταγράφεται το 2017, ενώ από το 2018 και μετά, οι δαπάνες αυξάνονται σταδιακά, με ισχυρή άνοδο τα τελευταία δύο χρόνια.

Εκτίναξη των δαπανών των νοικοκυριών για την ξενόγλωσση εκπαίδευση

Σύμφωνα με την έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, περίπου 777 εκ. ευρώ κατευθύνθηκαν στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, σημειώνοντας αύξηση 12,6% σε σχέση με το 2022 και 9,1% σε σύγκριση με το 2013 (τρέχουσες τιμές). Παρά τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, η επένδυση στην ξενόγλωσση εκπαίδευση παραμένει σταθερά υψηλή, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημασία που της αποδίδουν οι οικογένειες για τη μόρφωση και την επαγγελματική προοπτική των παιδιών τους. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η δαπάνη για την ξενόγλωσση εκπαίδευση είναι σημαντικά υψηλότερη και από αυτήν για την φροντιστηριακή γενική εκπαίδευση (614 εκ. ευρώ το 2023 βάσει της έρευνας του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ.

Το 37,9% των δαπανών για ξένες γλώσσες αφορά σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι δαπάνες για την εκμάθηση ξένων γλωσσών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκαν σημαντικά (κατά 48,8%) την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας τα 294,8 εκατ. € το 2023, από 198 εκατ. € το 2013. Η τάση αυτή υποδηλώνει ότι ολοένα και περισσότερες οικογένειες επιλέγουν να ξεκινήσουν την ξενόγλωσση εκπαίδευση των παιδιών τους από μικρή ηλικία, παρά τις οικονομικές πιέσεις. Επιπροσθέτως στην τάση αυτή, ενδεχομένως να έχει παίξει ρόλο και η ενίσχυση των αγγλικών στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού καθώς και η ένταξή τους στο Νηπιαγωγείο.

H δευτεροβάθμια εκπαίδευση, απορροφά το μεγαλύτερο μερίδιο της δαπάνης, με 353 εκατ. € και ποσοστό 45,4%. Αν και σε σύγκριση με το 2013 καταγράφεται μείωση 13,6%, την τελευταία επταετία η δαπάνη κυμαίνεται σε σχετικά σταθερά επίπεδα, με αισθητή, μάλιστα, άνοδο την τελευταία χρονιά (+10%). Η αύξηση αυτή αντανακλά πιθανόν την επίδραση της γενικευμένης ακρίβειας και την ανελαστικότητα της ζήτησης για ξενόγλωσση εκπαίδευση, που εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για τις οικογένειες.

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει εγκαταλείψει την ξενόγλωσση εκπαίδευση

Το σημαντικότατο ποσό που δαπανούν τα νοικοκυριά για την ξενόγλωσση εκπαίδευση δικαιολογείται από το γεγονός ότι το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα την έχει ουσιαστικά εγκαταλείψει! Σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ (PISA 2018), η Ελλάδα αφιερώνει τον λιγότερο χρόνο διδασκαλίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ! Οι μαθητές στην Ελλάδα διδάσκονται ξένες γλώσσες μόλις 1,8 ώρες την εβδομάδα, έναντι 3,6 ωρών κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ - γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στην τελευταία θέση στην ΕΕ ως προς το διαθέσιμο χρόνο στη γλωσσική διδασκαλία.

Με βάση, μάλιστα, τα στοιχεία από τις απαντήσεις των ερωτώμενων μαθητών και γονέων, τα Κ.Ξ.Γ αναγνωρίζονται ως βασικός πυλώνας της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Οι υψηλότερες αναφορές σχετίζονται με την κάλυψη της αδυναμίας του σχολείου να διδάξει αποτελεσματικά ξένες γλώσσες (29% των γονέων και 27% των νέων), καθώς και με τη λειτουργία των Κέντρων ως κύριας δομής εκμάθησης (27% και 26% αντίστοιχα). Επιπλέον, περίπου 1 στους 2 γονείς ή νέους, θεωρούν ότι τα Κ.Ξ.Γ αποτελούν ουσιαστικά τον μοναδικό φορέα εκπαίδευσης στις ξένες γλώσσες. Είναι σημαντικό, επίσης, να τονιστεί ότι η πρόταση να αναλαμβάνει το δημόσιο σχολείο την προετοιμασία για τις εξετάσεις του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας έχει συντριπτική αποδοχή. Συγκεκριμένα, 92,8% των γονέων και 88,2% των νέων δηλώνουν υπέρ αυτής της πρότασης.

Τα χαμηλότερα εισοδήματα δυσκολεύονται να επενδύσουν στην ξενόγλωσση εκπαίδευση

Την τελευταία δεκαετία, το χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο (έως 750€ μηνιαίως) παρουσιάζει μείωση κατά 23% του μεριδίου της καταναλωτικής του δαπάνης που κατευθύνεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, γεγονός που αντανακλά την αντικειμενική του αδυναμία να ανταποκριθεί στο σχετικό κόστος. Αντίθετα, όλες οι υπόλοιπες εισοδηματικές τάξεις έως και τα 2.200€ αυξάνουν σταδιακά το ποσοστό αυτό, παρά τη γενικευμένη ακρίβεια – στοιχείο που υποδηλώνει την ανελαστικότητα αυτής της δαπάνης για τις περισσότερες οικογένειες. Γενικά, με βάση την έρευνα, οι ευάλωτες ομάδες, όπως τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, οι πολύτεκνες αλλά και οι μονογονεϊκές οικογένειες, επιβαρύνονται σημαντικά, καταβάλλοντας δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του προϋπολογισμού τους για την κάλυψη αυτών των αναγκών.

Συνολικά, η Ελλάδα καταγράφει από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε ως προς τη διδασκαλία δύο ή περισσοτέρων ξένων γλωσσών στην πρωτοβάθμια και στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο), ενώ παρουσιάζει μεγάλη πρόοδο και στην ανώτερη γενική δευτεροβάθμια. Ωστόσο, η διδασκαλία δεύτερης ξένης γλώσσας στα επαγγελματικά λύκεια παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.Πιο συγκεκριμένα:

Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η Ελλάδα εμφανίζει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά διδασκαλίας ξένων γλωσσών. Το 2022, το 98,2% των μαθητών διδάσκονταν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα, με τη χώρα να κατατάσσεται στην 11η θέση στην ΕΕ-27. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι περίπου 1 στους 3 μαθητές διδάσκεται δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες — ποσοστό υπερπενταπλάσιο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου (6,5%). Την περίοδο 2013–2022 καταγράφεται σημαντική αύξηση στο ποσοστό των μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκονται ξένες γλώσσες (+30%), γεγονός που σχετίζεται με την έναρξη διδασκαλίας των αγγλικών από την Α’ Δημοτικού και την εισαγωγή δεύτερης ξένης γλώσσας στις τελευταίες τάξεις.o Στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η διδασκαλία ξένων γλωσσών είναι σχεδόν καθολική, με το 99,3% των μαθητών να διδάσκονται τουλάχιστον μία γλώσσα και το 96,2% δύο ή περισσότερες. Η Ελλάδα καταγράφει σταθερά υψηλότερα ποσοστά από τον μέσο όρο της ΕΕ, όπου 60,7% των μαθητών διδάσκονται δύο ή περισσότερες γλώσσες. Στην ανώτερη γενική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 64% των μαθητών στην Ελλάδα διδάσκονταν δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες το 2022, σημειώνοντας εντυπωσιακή αύξηση σε σχέση με το 2013, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2,7%. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει στη 18η θέση στην ΕΕ, υποδηλώνοντας ότι άλλες χώρες διατηρούν πιο συνεπείς πολιτικές πολυγλωσσίας στη βαθμίδα αυτή. Στην επαγγελματική ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η εικόνα διαφοροποιείται: το 78,3% των μαθητών διδάσκονται τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα (κυρίως αγγλικά), αλλά η διδασκαλία δεύτερης ξένης γλώσσας είναι σχεδόν ανύπαρκτη (0,8%), με την Ελλάδα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ. Αν και σημειώνεται αύξηση στο ποσοστό διδασκαλίας μίας γλώσσας την τελευταία δεκαετία (+36%), η απουσία δεύτερης ξένης γλώσσας στα ΕΠΑΛ αποτελεί σαφές κενό εκπαιδευτικής πολιτικής. Στο 99% η εκμάθηση Αγγλικών και στο 47.5 τα Γαλλικά

Όσον αφορά τις ξένες γλώσσες που διδάσκονται, τα αγγλικά κυριαρχούν με σχεδόν καθολική παρουσία σε όλες τις βαθμίδες (99% στην Ελλάδα). Ως δεύτερη ξένη γλώσσα, στα ελληνικά σχολεία η επιλογή περιορίζεται μεταξύ γαλλικών και γερμανικών, με τους μαθητές να μοιράζονται σχεδόν ισομερώς (47,5% και 47,1% αντίστοιχα) - ποσοστά. Άλλες γλώσσες, όπως τα ισπανικά, εμφανίζονται σε πολύ περιορισμένο βαθμό στη χώρα μας, ενώ στην ΕΕ διδάσκονται σε ποσοστό 18,4% των μαθητών.Παρά τη θετική εικόνα ως προς την καθολικότητα της διδασκαλίας ξένων γλωσσών στα σχολεία, η Ελλάδα αφιερώνει τον λιγότερο χρόνο διδασκαλίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ (PISA 2018), οι μαθητές στην Ελλάδα διδάσκονται ξένες γλώσσες μόλις 1,8 ώρες την εβδομάδα, έναντι 3,6 ωρών κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ - γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στην τελευταία θέση στην ΕΕ ως προς το διαθέσιμο χρόνο στη γλωσσική διδασκαλία.

Δείτε την έρευνα του ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ

#ΞΕΝΕΣ_ΓΛΩΣΣΕΣ #ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ #ΚΑΝΕΠ_ΓΣΕΕ #ΚΟΣΤΟΣ
Keywords
Τυχαία Θέματα