Ο… άλτης Βασίλης Λογοθετίδης

Γράφει ο Γιάννης Βασιλακόπουλος

Βρισκόμαστε στα 1948. Η Γερμανική κατοχή έχει τελειώσει αλλά οι πληγές που άνοιξε στο σώμα της Ελλάδας κακοφορμίζουν μέρα με τη μέρα, εξ’ αιτίας του αδελφοκτόνου εμφυλίου. Η τέχνη είναι ένα μετερίζι αντίδρασης στον παραλογισμό του εθνικού διχασμού και κάποιοι δημιουργοί στο θέατρο και στον κινηματογράφο, με πενιχρά μέσα τότε, προσπαθούν να στείλουν το μήνυμα του «Ως εδώ», στην πολύπαθη, μετακατοχική Ελληνική κοινωνία.

Είναι

η χρονιά που ο Αλέκος Σακελάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος γράφουν το, ακόμη και σήμερα μνημειώδες, «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», το οποίο «σπάει ταμεία» από την πρώτη του προβολή στη Μεγάλη οθόνη και από το πρώτο του ανέβασμα στο Θεατρικό σανίδι. Είναι η μεγάλη στιγμή του μεγάλου Βασίλη Λογοθετίδη. Ο μοναχικός αυτός Κωνσταντινουπολίτης πενηντάρης πια εδραιώνεται, ως ο «Βασιλιάς της Ελληνικής υποκριτικής», ένας άνθρωπος που ζούσε για το Θέατρο, ενσαρκώνοντας πλήρως, τη θεωρία του Στανισλάφσκι, αφού δημιουργούσε χαρακτήρες, «έπλαθε τους ρόλους» κι έκανε ότι χρειαζόταν, όσο κι αν μερικές φορές έδειχνε να είναι πάνω από τις – φυσικές και βιολογικές- δυνάμεις του, για να φτάσουν στο θεατή, αληθινοί…

Μια ιστορία είναι πολύ χαρακτηριστική, για αυτό: Μια σκηνή του έργου, απαιτούσε από το Λογοθετίδη να κάνει ένα άλμα, προκειμένου να δει πίσω από έναν μαντρότοιχο, ρουφιάνο, που τριγύριζε στη γειτονιά. Κάθε βράδυ λοιπόν ο Λογοθετίδης, φανατικός καπνιστής και με κάθε άλλο παρά «αθλητική σωματοδομή», πραγματοποιούσε ένα επιτόπιο άλμα που εντυπωσίαζε ακόμη και τους συγγραφείς του έργου. Ο Αλέκος Σακελάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, συμφώνησαν να μετρήσουν την επίδοση του Λογοθετίδη. Και είδαν ότι το άλμα του έφτανε το 1,20! Δεν του το είπαν.

Κάποια Κυριακή, όλος ο θίασος πήγε μιαν εκδρομή στο – «παρθένο», ακόμη, τότε – Καβούρι. Στο δρόμο προς την παραλία, υπήρχε ένα τοιχίο, ύψους 30 – 40 εκατοστών, το οποίο, όλα τα μέλη της συντροφιάς, υπερπήδησαν με άνεση. Όλοι… Εκτός από το Λογοθετίδη που πέρασε γύρω – γύρω…

-Ρε Βασίλη, γιατί πάς γύρω – γύρω και δεν το πηδάς ; τον πείραξε ο Σακελάριος …

– Τρελάθηκες Αλέκο; Πώς να το πηδήξω, όλο αυτό στην ηλικία μου;

-Μα στο θέατρο πηδάς κάθε βράδυ 1,20 παρενέβη, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος.

Ο Λογοθετίδης δε σκέφτηκε ούτε στιγμή την απάντηση του. Κι είπε στους «Διόσκουρους».

«Στο θέατρο παιδιά μπορώ να κάνω και παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ. Αρκεί να μου το ζητήσει, το ίδιο, το θέατρο , ο ρόλος , ο χαρακτήρας…»

Αυτός ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Που ζούσε για το σανίδι κι ανάσαινε μέσα από αυτό.

Βασίλης Λογοθετίδης γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Αποφοίτησε από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο το 1915 και τον επόμενο χρόνο εμφανίσθηκε ως ερασιτέχνης ηθοποιός, προκαλώντας μεγάλη εντύπωση στο ομογενειακό κοινό της Πόλης.

Από το 1946, οπότε δημιούργησε δικό του θεατρικό σχήμα. Έπαιξε εκατοντάδες ρόλους του κλασσικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, κωμικούς και δραματικούς («Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, «Κνοκ» του Ζιλ Ρομέν, «Βολπόνε» του Μπεν Τζόνσον, «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Κέσερλινγκ).

Τα σοβαρά προβλήματα υγείας δεν του επέτρεψαν να πρωταγωνιστήσει στην κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου», ρόλο τον οποίο πήρε τελικά ο Κώστας Χατζηχρήστος.

Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε, μόνος, στο σπίτι του, στο Παλαιό Φάληρο, στις 20 Φεβρουαρίου 1960, σε ηλικία 62 ετών.

Keywords
Τυχαία Θέματα