Ο Αητός του Κίσσαμου και το στερνό «Ταξίδι στα Κύθηρα»

Γράφει ο Γιάννης Βασιλακόπουλος

Ένας ισχνός, εξαντλημένος από την πείνα νεαρός που σέρνει ένα κουρασμένο βήμα, με πολύ κόπο, καταρρέει μπροστά σε μιαν αντλία βενζίνης, ενός πρατηρίου, στην Αμφιθέας. Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μεσούσης της Χούντας κι αυτή η εικόνα φέρνει μνήμες από την ανθρωπιστική τραγωδία, της Γερμανικής κατοχής κι αρχίζει, πλέον να σοκάρει… Ο υπάλληλος του πρατηρίου αφήνει στη μέση την περιποίηση ενός αυτοκινήτου και προστρέχει, στο πλάι του σχεδόν ημιθανούς νεαρού. Το ίδιο κι ο οδηγός του αυτοκινήτου, που, αμέσως, βοηθά στην μεταφορά του νεαρού μέσα στο

μαγαζί και σπεύδει να παράσχει τις όποιες πρώτες βοήθειες, μπορούν να παρασχεθούν.

Φεύγει για λίγο και πάει, με βήμα ανοιχτό και λεβέντικο, στο απέναντι μαγεριό. Η εντολή, προς τον μάγειρα, είναι ρητή. «Θα σου φέρω έναν πεινασμένο νεαρό και για όσο χρονικό διάστημα κάνει για να συνέλθει, θα τρώει ότι και όσο θέλει και θα έρχομαι κάθε τέλος του μήνα να πληρώνω εγώ τον λογαριασμό»… Έτσι κι έγινε… Όταν λίγες ώρες μετά το βλέμμα του νεαρού ξεθόλωσε, βρισκόταν με ορούς, σε ένα κρεβάτι του Ερυθρού Σταυρού κι ο επιβλητικός ίσκιος του άγνωστου ευεργέτη του, ήταν τώρα ξεκάθαρος στο οπτικό του πεδίο … Κι εκεί άρχισαν οι απανωτές εκπλήξεις, για τον Πολύπαθο νεαρό:

«Κύριε Κατράκη, εσείς;»

Ναι, ήταν ο Μάνος Κατράκης. Ο κορυφαίος Έλληνας ηθοποιός αυτός ο βροντόφωνος Κρητικός που έκανε την Κρητική λεβεντιά, πράξη και τον ανθρωπισμό προσωπική και μη διαπραγματεύσιμη στάση ζωής. Η επαφή του με τον νεαρό που κατ’ ουσία έσωσε, δεν διακόπηκε μέχρι που αυτός ο περήφανος αητός του Κίσσαμου , όπου γεννήθηκε, στα 1908, «κατέβηκε τα σκαλιά» του Άδη , τη δεύτερη μέρα του Φθινοπώρου του 1984.

Ως τότε, ο Μάνος Κατράκης, συνεπής, καθάριος και άδολος Κομουνιστής, έζησε μια ζωή γεμάτη, από Θριάμβους, δυσκολίες και πάθη. Κι ήταν όλα αυτά που τον καθόρισαν. Έγραψε ιστορία, ως «Προμηθέας» και «Κρέοντας», αλλά και ως σκληρός μεγαλοαστός, άτεγκτος στρατηγός και μεγαλοτσιφλικάς του Θεσσαλικού Κάμπου στο «Χώμα βάφτηκε κόκκινο», του Βασίλη Γεωργιάδη. «Κόντρα ρόλοι», όλοι αυτοί, στους οποίους ο μεγάλος ηθοποιός «κέντησε» έναν απόλυτο κι αξεπέραστο μύθο. Για να ρθει η στερνή υπόκλιση, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» εκεί που ο Μάνος Κατράκης μεγαλούργησε, κοιτάζοντας άφοβα, στα μάτια, τον Καρκίνο που ήδη τον είχε χτυπήσει. Κι εκεί που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αιχμαλώτισε στο φακό του τη στερνή ατάκα, δυο ογκόλιθων, που λες κι ο Θεός της τέχνης, ήθελε να περπατήσουν μαζί τα τελευταία τους βήματα στη Μεγάλη οθόνη. Τον Μάνο Κατράκη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Σε μια σκηνή, οι δυο γίγαντες αγκαλιάστηκαν: «Μας έβαλαν άδικα να σφαχτούμε μεταξύ μας ρε Σπύρο», τουπε ο Παπαγιαννόπουλος. «Άδικα ρε Αντώνη», απάντησε ο Κατράκης. Κι αγκαλιάστηκαν … Λίγους μήνες μετά έφυγαν κι οι δυο, μέσα στην ίδια χρονιά. Σύμπτωση, τραγική μαζί και μοιραία …

Ο Μάνος Κατράκης έπαιξε και σε πράγματα, αναντίστοιχα με το θεόρατο καλλιτεχνικό του ανάστημα. «Ήταν που ήθελε συχνά λεφτά, γιατί ώρες – ώρες πνιγόταν στο πάθος του για τα άλογα» , λένε άνθρωποι που τον γνώρισαν, έζησαν και δούλεψαν μαζί του. Λένε όμως και κάτι άλλο. «Ήταν τόσο μεγάλος που ‘έδινε εκτόπισμα ακόμη και σε μέτρια κείμενα». Όπως και ότι πάσχιζε να βοηθήσει το συνάνθρωπο κι όταν φαινόταν ότι δεν μπορούσε…

Keywords
Τυχαία Θέματα