Η ματωμένη Πρωτομαγιά που έκανε την Καισαριανή παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης

του Αντώνη Ρηγόπουλου

«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν.

Ως αντίποινα διατάχτηκε:

Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.

Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος»

Αυτή

ήταν η γερμανική εντολή, όπως καταγράφηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 30 Απριλίου του 1944.

Η διαταγή των Γερμανών να εκτελεστούν 200 Έλληνες κρατούμενοι κομμουνιστές ως αντίποινα για τον θάνατο τεσσάρων αξιωματικών των Ναζί οδήγησε σε μια από τις μαζικότερες δολοφονίες που έγιναν κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα.

Αυτούσια η ανακοίνωση του Γερμνανικού Στρατού. Πηγή: wikipedia

Όταν τα γερμανικά πολυβόλα άρχισαν να «κροταλίζουν», τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς του 1944, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες «το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα».

Μόλις λίγες ημέρες αργότερα, 17 Μαΐου του 1944, και ενώ η γερμανική κατοχή ήταν πανίσχυρη, τμήμα 100 ενόπλων ανταρτών του ΕΛΑΣ κατέθεσε στεφάνι στο χώρο της εκτέλεσης.

Ποιοι ήταν οι 200 πατριώτες κομμουνιστές

Οι 200 νεκροί της Καισαριανής ήταν άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να πολεμήσουν εναντίον των Γερμανών και να συμμετέχουν στην Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Ήταν το ίδιο το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά που ήδη από το 1936-37 είχε αρχίσει να συγκεντρώνει όσους αγωνίζονταν εναντίον της δικτατορίας που είχε εγκαθιδρύσει.

Χαρακτικό του Τάσσου Αλεβίζου

Ο Μεταξάς είχε φυλακίσει 600 άτομα στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Όταν η Ελλάδα δέχτηκε την επίθεση των δυνάμεων του Άξονα, το καθεστώς, αρνήθηκε να επιτρέψει στους φυλακισμένους να πολεμήσουν. Μετά από την συνθηκολόγηση της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941, οι 600 κρατούμενοι της Ακροναυπλίας παραδόθηκαν από το καθεστώς απευθείας στους κατακτητές.

Ανάμεσα σε αυτούς, περιλαμβάνονταν και οι 200 κρατούμενοι που έμελλε να αφήσουν την τελευταία τους πνοή στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ύστερα από κράτησή τους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.

Ο Θέμος Κορνάρος, στο βιβλίο του «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» αναφέρει χαρακτηριστικά για την κράτηση εκεί:

«Η διαμονή στο Χαϊδάρι έπρεπε να έχει κάτι το αβέβαιο, το αόριστο, το διαρκώς επικίνδυνο. Να γίνει ο μπαμπούλας, φόβητρο, συνώνυμο με το Χάρο και να παραδοθεί έτσι στη φαντασία του ευαίσθητου Λαού μας, που με τη δύναμη και τη γονιμότητά της το συμπλήρωνε, το τελειοποιούσε, και αυτόματα η δύναμη αυτή έμπαινε στην υπηρεσία του εχθρού. Το Χαϊδάρι ιδρύθηκε περισσότερο για τους έξω και λιγότερο για τους ίδιους τους κρατούμενους».

H μεταφορά των 200 στο «Θυσιαστήριο» της Καισαριανής

Η Μέλπω Αξιώτη, έναν χρόνο αργότερα, στο έργο της «Πρωτομαγιές της Κατοχής» που περιλαμβάνεται ως ντοκουμέντο στο αρχείο του ΚΚΕ, περιγράφει μεταξύ άλλων την μεταφορά των 200 κομμουνιστών από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή.

Αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα Ριζοσπάστης (30/4/2015):

«Απ’ το κατώφλι κι ύστερα, τους τρέχανε μες στα μαύρα καμιόνια οι Γερμανοί, κι εκείνοι τραγούδαγαν. Μπρουμουτισμένοι, στοιβαγμένοι, σα να ‘ταν κιόλας ψόφιο πράμα, κι ωστόσο τραγούδαγαν. Ο έξω κόσμος ωσάν αστραπή το ‘μαθε. «Κουβαλούν μελλοθάνατους από το Χαϊδάρι στο Θυσιαστήριο!» Απ’ το Παγκράτι που ‘φτασαν, το ‘μαθε κι η Καισαριανή και οι γειτονικοί συνοικισμοί της. Το ‘μαθαν οι γυναίκες που ‘χαν στο Χαϊδάρι άντρες, τρέχαν να δουν μην είνε ανάμεσα. Το ‘μαθαν τα παιδάκια που ‘χαν στο Χαϊδάρι πατεράδες, τρέχουν να δουν μην τους αναγνωρίσουνε.

Το ‘μαθαν και oι Ελασίτες και ετοιμαστήκανε μήπως μπορέσουν τους ελευτερώσουν. Μα είδαν λεφούσι Γερμανούς κι αυτόματα, και δεν μπόρεσαν τίποτα. Από τη λεωφόρο Παγκρατιού μέχρι τη λεωφόρο του Θυσιαστήριου έτρεξε κόσμος κι έπηξαν οι δρόμοι. Οι μελλοθάνατοι συνέχεια τραγούδαγαν «40 παλικάρια» «έχε γεια, καημένε κόσμε» και τον εθνικό ύμνο μας. Στο πέρασμά τους πέταξαν ένα δαχτυλίδι με τ’ όνομα, ξέσκισε μια γυναίκα λουρίδα απ’ το ρούχο της και την πέταξε, και πολλοί επιμένουν πως πέταξαν κι ένα άσπρο κουρέλι όπου με αίμα είχανε γραμμένα: «Πεθαίνουμε για τη Λευτεριά και τη Λαοκρατία».

Μέχρι το Σκοπευτήριο ο δρόμος γέμισε με ρούχα και σημειώματα που άφηναν οι μελλοθάνατοι με την ελπίδα να φτάσουν στους αγαπημένους τους: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη», «Δε σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα, 1η Μάη 1944, σας φιλώ για τελευταία φορά».

«Αμπελογιάννης Σπήλιος Κων/νου, οδός Άστρους 93, Κολωνός. Έτσι πεθαίνουν οι τίμιοι Έλληνες. Πεθαίνω περήφανος. Ζήτω η Λευτεριά. Διαβάτη Έλληνα, το ρούχο τούτο να το πας στην παραπάνω διεύθυνση. Είναι η στερνή επιθυμία ενός ανθρώπου, που ξέρει να πεθαίνει για τη Λευτεριά. Ζήτω ο ελληνικός Λαός», έγραφε ένα άλλο σημείωμα που βρέθηκε.

Η συγκλονιστική ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη

Μεταξύ των διακοσίων που εκτελέστηκαν την Πρωτομαγιά του 1944 ήταν και ο Ναπολέων Σουκατζίδης. Από τη θέση του διερμηνέα, την οποία είχε από την ίδρυση του στρατοπέδου, ο Σουκατζίδης προσπαθούσε να βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά και με αυτοθυσία τους συγκρατούμενούς του.

Ο ίδιος πριν φυλακιστεί, ως μέλος του ΚΚΕ είχε αναπτύξει σημαντική συνδικαλιστική δράση, εξαιτίας της οποίας συνελήφθη και εξορίστηκε στον Αϊ Στράτη. Ακολούθως μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ακροναυπλίας, των Τρικάλων και της Λάρισας και τελικά κατέληξε στο Χαϊδάρι.

Ο Ναπολέων Σουκατζίδης με συνεξόριστους, πιθανότατα στον Άη Στράτη, 1936. Ο Σουκατζίδης στο κέντρο της εικόνας, φορώντας ριγέ κοστούμι και γραβάτα με βούλες. Πηγή: Αρχείο ΚΚΕ

Η αναφορά του ονόματος του Σουκατζίδη στη λίστα των μελλοθανάτων της 1ης Μαΐου 1944 προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη στους κρατουμένους του Χαϊδαρίου.

O γερμανός διοικητής του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου Καρλ Φίσερ, ο οποίος είχε αναπτύξει κάποια σχετική συμπάθεια προς τον Σουκατζίδη λόγω της θέσης του ως μεταφραστή, τού πρότεινε να του χαρίσει τη ζωή, εκτελώντας αντί γι’ αυτόν κάποιον άλλο κρατούμενο. Ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε κατηγορηματικά να επιτρέψει να δολοφονηθεί άλλος σύντροφός του στη θέση του. «Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή», απάντησε στην προσφορά του Φίσερ.

Ο Σουκατζίδης αναφέρεται ως «Ναπολέος» στο ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Πρωτομαγιά 1944», το οποίο βρίσκεται στο τέλος αυτού του κειμένου. Παρά το γεγονός ότι για την ελληνική Αριστερά ο Σουκατζίδης, όπως και οι υπόλοιποι 199 της Καισαριανής θεωρούνται ήρωες, η ιστορία του έγινε πλατύτερα γνωστή μέσα από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Το Τελευταίο Σημείωμα».

Αντί επιλόγου

Αντί για επίλογο, επιλέξαμε το ποίημα του Κώστα Βάρναλη με τίτλο «Πρωτομαγιά του 1944», όχι τόσο για να «κλείσουμε λυρικά». Άλλωστε κανένας λυρισμός και καμία ομορφιά δεν υπάρχει στο έγκλημα των Ναζί εναντίον των Ελλήνων αγωνιστών που δεν υπέκυψαν, αλλά ούτε συνεργάστηκαν ως άλλοι «Έλληνες εθελοντές», όπως αναφερόταν και στη διαταγή με την οποία ξεκινάει αυτό το κείμενο.

Το ποίημα του Βάρναλη «πατάει» πολύ γερά στην πραγματικότητα. Ίσως αυτή να είναι και η πηγή της ορμής που εκπέμπει συγκεκριμένο ποίημα έχει και τόση δύναμη και ορμή.

Πρωτομαγιά του 1944

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να ’σαι, όθε και να ’σαι κι ό,τι — άνθρωπος να ’σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αυτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Ήτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλοσύνη)
που αράδιασε πά’ στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλικάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κι είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω.
Κόλλα τ’ αυτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μαύρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορρίμματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κι η λευτεριά του ανθρώπου.
Κι είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

Κώστας Βάρναλης, συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος»

Πηγές: Ριζοσπάστης, Ατέχνως, Αρχείο ΚΚΕ, Documento, Ημεροδρόμος, greek-language.gr, pontos-news.gr, kommon.gr, wikipedia

Keywords
Τυχαία Θέματα