Ένα αλλιώτικο αντίο εν καιρώ πανδημίας

Εν καιρώ πανδημίας οι άνθρωποι εξακολουθούν να γεννούν.
Εν καιρώ πανδημίας οι άνθρωποι εξακολουθούν ν’ αναπνέουν.
Εν καιρώ πανδημίας οι άνθρωποι εξακολουθούν ν’ αρρωσταίνουν.
Εν καιρώ πανδημίας οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν.
Εν καιρώ πανδημίας η γη εξακολουθεί να γυρίζει.

Ο Ιωάννης Πανουσόπουλος, ετών 79, σύζυγος, πατέρας, παππούς, αδερφός και πεθερός διαγνώστηκε με μεταστατικό κι άκρως επιθετικό καρκίνο και λίγες εβδομάδες μετά «έφυγε».

Εν καιρώ πανδημίας.

Ήταν εργάτης για σχεδόν 60 χρόνια, πολιτικό ον κι απόλυτα συνεπής στις φορολογικές του υποχρεώσεις.

Σε αυτές τις πρωτόγνωρες και πρωτοφανείς για όλους μας συνθήκες η πανδημία του κορονοϊού του έδειξε – και μας έδειξε – το πιο σκληρό της πρόσωπο.

Εν καιρώ πανδημίας δυστυχώς δεν μπορείς να νοσήσεις από τίποτα άλλο εκτός από τον παγκόσμιο ιό, που όπως φαίνεται ήρθε για να μείνει.

Εν καιρώ πανδημίας δυστυχώς δεν μπορείς να κάνεις εξετάσεις, δεν μπορείς να θεραπευτείς για οτιδήποτε άλλο εκτός από κορονοϊό.

Εν καιρώ πανδημίας ξεκινήσαμε μια μάταιη προσπάθεια για να σωθεί οτιδήποτε αν σώζεται, όπου διαλυμένες κρατικές δομές προσπάθησαν να καθοδηγήσουν εμάς, τους συνοδούς και συγγενείς του, χωρίς γνώση, χωρίς αλήθεια και στο τέλος χωρίς διάθεση.

Τρία από τα πιο γνωστά δημόσια ογκολογικά και αντικαρκινικά νοσοκομεία, το «Μεταξά», ο «Άγιος Σάββας» και οι «Άγιοι Ανάργυροι» είχαν μπει στον «αυτόματο» γιατί απλά «δεν μπορεί να γίνει αλλιώς».

«Στείλτε τις εξετάσεις του ασθενούς στο email».
«Δυστυχώς, δεν μπορούμε να δεχτούμε κανένα νέο περιστατικό».
«Δυστυχώς, δεν μπορούμε να δεχτούμε τον ασθενή».

Μετά από αγώνα και αγωνία και χωρίς να μπορείς να κρατήσεις το χέρι του πατέρα σου σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου που του παρέχεται φροντίδα και περίθαλψη, χωρίς να έχεις τρόπο να στηρίξεις τη μητέρα σου, τα αποτελέσματα της γνωμάτευσης έγιναν γνωστά τηλεφωνικώς.

– «Δυστυχώς, ο ασθενής έχει περιορισμένο προσδόκιμο ζωής. Κρατήστε τον σπίτι».
– «Μα πονάει, λιώνει, πεθαίνει».

Πώς αφήνουν έναν άνθρωπο, έναν σύντροφο, έναν πατέρα, έναν φίλο, απλά να πεθάνει;

Έτος 2020.

– «Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δεν προβλέπεται τίποτα γι’ αυτά τα περιστατικά. Θα πρέπει να καταλάβετε πως είμαστε εν μέσω μιας παγκόσμιας πανδημίας».

Τα ερωτήματα πολλά:

Ποιός και με ποιον τρόπο ορίζει το προσδόκιμο ζωής;
Πώς βοηθάς έναν άνθρωπο που πονά;
Πώς βοηθάς έναν άνθρωπο να «φύγει» με αξιοπρέπεια;

Η απάντηση αποστομωτική: «Απευθυνθείτε σε ιδιωτικό φορέα».

-«Μα δεν έχουμε τη δυνατότητα».
-«Δυστυχώς, δεν μπορούμε να σας πούμε κάτι άλλο».

Ο Ιωάννης Πανουσόπουλος δεν είχε δικαίωμα στη δημόσια υγεία, δεν είχε δικαίωμα να νοσήσει, δεν είχε δικαίωμα ανακούφισης του πόνου του, δεν είχε δικαίωμα υποστήριξης από την οικογένειά του, δεν είχε δικαίωμα να πεθάνει με αξιοπρέπεια.

Εν καιρώ πανδημίας πάντα. Ή μήπως όχι για έναν καρκινοπαθή αυτής της χώρας;

Φωτεινή εξαίρεση ένας γιατρός σε εφημερία, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Έτυχε να βρεθεί μπροστά μας ένας άνθρωπος με ιατρική και επαγγελματική συνέπεια, μα πάνω απ’ όλα συμπόνια. Αυτός ο γιατρός, αυτός ο άνθρωπος που δεν τον ξέρω αλλά και που δεν θα ξεχάσω ποτέ, δρομολόγησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη μερική ανακούφισή του.

Η τελευταία πράξη εξελίχθηκε στο «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο, με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό να προσπαθούν κάτω από άθλιες συνθήκες – και διαμαρτυρόμενοι για έλλειψη ιατρικού εξοπλισμού (μάσκες, αντισηπτικά, γάντια, κ.α.) – να παρέχουν φροντίδα και βοήθεια στους ανήμπορους ασθενείς.

Ο καρκίνος δεν είχε να παλέψει κανένα φάρμακο και καμία χημειοθεραπεία παρά μόνο μερικές ακτινοβολίες σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Ήταν αμείλικτος και νίκησε.

Ευτυχώς οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό, κατά παρέκκλιση των οδηγιών που είχαν λάβει για μόνο έναν συνοδό ανά ασθενή, έδωσαν τη δυνατότητα στη μητέρα μου, στην αδερφή μου και σε μένα να του κρατήσουμε το χέρι και να του πούμε για τελευταία φορά «σ’ αγαπώ».

Αυτό δε συνέβη όμως και στα τέσσερα εγγόνια του, τον Παναγιώτη, την Ιωάννα, την Ελπίδα και τη Νεφέλη, τα οποία δεν μπόρεσαν να του κρατήσουν το χέρι, δεν μπόρεσαν να του πουν οτιδήποτε. Αυτά που του έδιναν την ελπίδα και την πίστη για ζωή από τη μέρα που ο καρκίνος του χτύπησε την πόρτα. Δεν μπόρεσε καν να τα δει τις τελευταίες εβδομάδες στο ίδιο του το σπίτι, πριν μεταφερθεί στο «Ιπποκράτειο», λόγω των μέτρων που είχαν επιβληθεί. Η μοναδική τους επαφή για πολλές μέρες ήταν δια τηλεφώνου.

Η τελετή, μετά από άδεια για εκτός νομού μετακίνηση, πραγματοποιήθηκε στη γενέτειρά του, στη Σκάλα Μεσσηνίας, με την παρουσία συνολικά δώδεκα ατόμων. Ο πατέρας Μιχάλης, ο ψάλτης, η νεοκόρισσα, ένας ευγενής νέος από το γραφείο τελετών και οι κοντινοί συγγενείς: η μητέρα μου, η αδερφή μου και ο Γιάννης, εγώ και ο Μανώλης, η θεία μου, η ξαδέρφη μου και ο Κώστας, που ήθελε τόσο πολύ να είναι εκεί αγνοώντας τον φόβο της μετάδοσης του ιού.

Στο τελευταίο αντίο, που τίποτα δεν έγινε κανονικά, θυμηθήκαμε μόνοι μας ό,τι ο καθένας είχε να θυμάται απ’ αυτόν. Με σύνεση και κατανόηση και όπως ακριβώς μας είπαν πως έπρεπε να γίνει εν καιρώ πανδημίας.

Μόνοι μας κάναμε άλλη μια διάγνωση, μόνοι μας κάναμε την τελετή, μόνοι μας κάναμε την ταφή.

Εν καιρώ πανδημίας ή και όχι, θα θυμάμαι πάντα αυτές τις τελευταίες εβδομάδες του.
Το χρωστάω σε εκείνον, το οφείλω στα παιδιά μου.

Μπαμπά μου, αντίο…

*Το κείμενο συντάχθηκε και γράφθηκε από τη Νικόλ Πανουσοπούλου.

Keywords
Τυχαία Θέματα