Χ. Γκότσης: Εθνική επιλογή η έξοδος στις αγορές και η αναχρηματοδότηση του χρέους

H δημιουργία συνθηκών εξόδου στις αγορές για τη μερική και στη συνέχεια στα μέσα του 2018 την ολική αναχρηματοδότηση του χρέους μας, πρέπει να είναι η βασική εθνική επιλογή αυτή τη στιγμή, που θα υπηρετούν όλες οι ενέργειές μας. Αυτό επισημαίνει σε αποκλειστική συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθηγητής Χαράλαμπος Γκότσης.

Ο κ. Γκότσης τονίζει, επίσης, ότι οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδύσεων, είναι η ύπαρξη σταθερού πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος,

οι καλές υποδομές της χώρας, η καλή και γρήγορη διεκπεραίωση των υποθέσεων από την κρατική μηχανή, καθώς και η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Προσθέτει δε, ότι υπάρχουν ήδη και δημιουργούνται νέα εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία που βοηθούν τις επιχειρήσεις, αποτελώντας την απάντηση στον ακριβό και συχνά δυσεύρετο τραπεζικό δανεισμό.

Αναφορικά με την πορεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ο κ. Γκότσης δηλώνει πως το γεγονός ότι έχει υποστεί μια σημαντική φθορά τα τελευταία χρόνια ως προς τον τζίρο και την κεφαλαιοποίηση, γεννά εύλογες προσδοκίες για μια δυναμική ανάκαμψη, σε περίπτωση που οι θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας επαληθευτούν.

Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Χαράλαμπου Γκότση, στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων έχει ως εξής:

Είδαμε κατά τη διάρκεια του προηγουμένου διαστήματος μεγάλες και «παραδοσιακές» εταιρείες να μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό. Αξίζει τελικά, υπό το φως των σημερινών οικονομικών συνθηκών, να είναι εισηγμένη στο ΧΑ μια εταιρεία;

Όπως ήταν αναμενόμενο, η μεγάλη βύθιση της ελληνικής οικονομίας τα χρόνια της κρίσης δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την οργανωμένη κεφαλαιαγορά. Τα αλλεπάλληλα προγράμματα διάσωσης, με κεντρική οικονομική επιλογή τη συνέχιση της αυστηρής λιτότητας, οδήγησαν πολλές επιχειρήσεις, κυρίως λόγω της μεγάλης μείωσης της εσωτερικής κατανάλωσης, στην αναζήτηση διεξόδων, ώστε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

Κύρια επιδίωξη σε πολλές επιχειρήσεις αναδείχθηκε η σταδιακή αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, στρεφόμενες προς καινοτόμα, εξαγώγιμα προϊόντα, αξιοποιώντας τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα διέθεταν στην αρχή και στη συνέχεια τη βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα που προέκυψε από τις αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και άλλων παροχών. Ταυτόχρονα, τα προγράμματα απομόχλευσης των τραπεζών έπληξαν πολλές, ακόμη και υγιείς και βιώσιμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν από πιστωτική ασφυξία ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να μη βρίσκουν κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις τους.

Ο βασικός συνεπώς λόγος, ο οποίος αναφέρεται στις περισσότερες των περιπτώσεων για την αναζήτηση έδρας στο εξωτερικό, ήταν οι δυσκολίες στην ανεύρεση ρευστότητας. Σήμερα η κατάσταση δείχνει να εξομαλύνεται, αφού οι τράπεζες βελτιώνουν συνεχώς τη ρευστότητά τους και είναι σε θέση να καλύψουν την όποια ζήτηση υπάρχει από υγιείς επιχειρήσεις.

Μια οργανωμένη αγορά, όπως το ΧΑ, η οποία έχει υποστεί καθίζηση τιμών στη διάρκεια των τελευταίων ετών και πλέον έχει ελάχιστο βάθος, μπορεί να λειτουργήσει «αποτελεσματικά»;

Η απόφαση μιας επιχείρησης για είσοδο ή παραμονή στο χρηματιστήριο αξιών, δεν είναι συγκυριακού αλλά στρατηγικού χαρακτήρα. Τα πλεονεκτήματα που έχει μια επιχείρηση από την παρουσία της στην οργανωμένη αγορά είναι πολλά και σημαντικά. Από αυτά θα αναφερθώ μόνον στη δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Σε αντίθεση με τα δανειακά τραπεζικά κεφάλαια, που θα πρέπει με βάση κάποιο πρόγραμμα να επιστραφούν, αυτά που αντλούνται από την αγορά αποτελούν ίδια κεφάλαια και ενισχύουν αντί να αποδυναμώνουν τη θέση της επιχείρησης.

Από την άλλη, πράγματι το χρηματιστήριό μας και το 2016, παρά τη σταθεροποίηση του γενικού δείκτη σε ετήσια βάση, υπέστη μια περαιτέρω φθορά. Ο ημερήσιος τζίρος μειώθηκε κατά περίπου 20%, ενώ η κεφαλαιοποίησή του βρίσκεται στο 20% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στο 71% του ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό γεννά εύλογες προσδοκίες για μια δυναμική ανάκαμψη, σε περίπτωση που οι θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της οικονομίας επαληθευτούν.

Από πολλές επιχειρήσεις ζητείται μια πλέον φιλική προς το επιχειρείν φορολογική πολιτική. Θεωρείτε ότι πρέπει να υπάρξουν περαιτέρω κίνητρα για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την έλευση επενδύσεων;

Βασικός στόχος της πολιτικής προσέλκυσης επενδύσεων δεν μπορεί να είναι άλλος από τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Μία από τις προϋποθέσεις για το χτίσιμο ευνοϊκών επενδυτικών συνθηκών, είναι και η φορολογική πολιτική. Όχι κατ’ ανάγκην οι χαμηλοί συντελεστές, αλλά κυρίως οι σταθεροί για μακρύ χρονικό διάστημα. Αυτό που έχει πληγώσει τις επιχειρήσεις στα χρόνια της κρίσης, είναι οι αλλεπάλληλοι αιφνιδιασμοί με υποχρεώσεις που δεν είχαν συμπεριληφθεί στα επιχειρηματικά τους προγράμματα. Ο νέος αναπτυξιακός νόμος δεν κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, εστιάζοντας στις φοροαπαλλαγές και λιγότερο στις επιδοτήσεις, οι οποίες και δεν απέδωσαν, αλλά αξιοποιήθηκαν κυρίως από μια μικρή ομάδα μεγάλων επιχειρήσεων.

Χωρίς να παραβλέπει κανείς τις επιπτώσεις μιας υπέρμετρης φορολόγησης, από μελέτες προκύπτει ότι σημαντικότερες προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδύσεων είναι η ύπαρξη σταθερού πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, οι καλές υποδομές της χώρας, η καλή και γρήγορη διεκπεραίωση των υποθέσεων από την κρατική μηχανή, καθώς και η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Με βάση αυτά ελέγχονται οι αποδόσεις και λαμβάνονται οι αποφάσεις.

Πολύς λόγος γίνεται για νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για τις επιχειρήσεις, όπως τα εταιρικά ομόλογα, οι σύνθετες χρηματοδοτήσεις κ.ά. Ποια μπορεί να είναι αυτά τα «εργαλεία»;

Στην περίπτωση αυτή ευτυχώς δεν γίνεται μόνον λόγος αλλά και έργο. Πράγματι, τα εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία αποτελούν την απάντηση στον ακριβό και συχνά δυσεύρετο τραπεζικό δανεισμό. Ήδη η συμμετοχή τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας, για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έχει ξεπεράσει τον τραπεζικό δανεισμό, πλησιάζοντας μια αναλογία 60:40. Μεγάλη συμμετοχή έχουν και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα ποσοστά είναι αντίστροφα. Στη χώρα μας η ανάγκη για ανάπτυξη εργαλείων απευθείας χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το κοινό και τους επενδυτικούς οργανισμούς, προέκυψε κυρίως μετά από τις μεγάλες δυσκολίες παροχής ρευστότητας από ένα τραπεζικό σύστημα που ήταν κυρίαρχο στην αγορά.

Έτσι, εκτός από τις ευκαιρίες για άντληση κεφαλαίων μέσω Venture Capital, τους ΟΣΕΚΑ, τις επενδυτικές εταιρείες κ.λπ., δημιουργήσαμε μια οργανωμένη ελληνική αγορά εταιρικών ομολόγων, στην οποία θα προσφεύγουν μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις για να αντλήσουν κεφάλαια. Οι πρώτες ενδείξεις είναι πολύ ενθαρρυντικές, υποσχόμενες ότι η αγορά αυτή θα έχει μέλλον.

Για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τις λεγόμενες νεοφυείς, νομοθετήθηκε το ελληνικό κεφαλαιακό Crowdfunding, το οποίο δίνει διέξοδο σε πολλές μικρές δυναμικές επιχειρήσεις να αντλήσουν μικρότερα ποσά απευθείας από το ευρύ επενδυτικό κοινό, αναρτώντας την επενδυτική τους πρόταση σε οργανωμένες πλατφόρμες.

Υπάρχει ακόμη μια πλειάδα χρηματοδοτικών εργαλείων που μελετούμε για εισαγωγή μέσα στον χρόνο στην ελληνική κεφαλαιαγορά και που αφορούν στην έκδοση και στο εμπόριο τίτλων που είναι αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά και πέρα από αυτήν όπως η ανάπτυξη του microfinance.

Ωστόσο, χωρίς την ένταξη της χώρας σε καθεστώς ποσοτικής χαλάρωσης τα εργαλεία αυτά «λειτουργούν»;

Το πρόγραμμα ποσοτικής νομισματικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρά την καθυστερημένη εισαγωγή του, η οποία μετριάζει πανευρωπαϊκά τις θετικές του επιδράσεις στην πραγματική οικονομία, αποτελεί για τη χώρα μας μια σημαντική ευκαιρία. Από τη μια, θα τροφοδοτήσει τις τράπεζες με πρόσθετη ρευστότητα, από την άλλη θα σηματοδοτήσει τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στους ελληνικούς τίτλους, ώστε να προσπαθήσουμε μια, έστω και δοκιμαστική, έξοδο στις αγορές. Τα εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία δεν επηρεάζονται από το πρόγραμμα, αφού αφορούν σε ιδιωτικούς τίτλους.

Η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση προϋποθέτει την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, η οποία έχει καθυστερήσει, δίνοντας εν πολλοίς την εικόνα του αδιεξόδου; Πώς μπορεί, κατά την άποψή σας, να υπάρξει πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς;

Η αναγκαιότητα για μια γρήγορη συμφωνία με τους θεσμούς και το κλείσιμο της αξιολόγησης δεν αμφισβητείται από κανέναν. Αποτελεί τη βάση για ένα νέο ξεκίνημα της οικονομίας μας, η οποία, σύμφωνα με τους περισσότερους δείκτες, δείχνει να ανακάμπτει. Το βέβαιο είναι ότι θα συνδυασθεί με δύσκολες και επώδυνες αποφάσεις, τις οποίες θα πρέπει να αξιολογήσει κανείς μέσα στο πλαίσιο των βασικών επιλογών και στόχων της οικονομικής πολιτικής.

Η βασική εθνική επιλογή αυτήν τη στιγμή, που θα πρέπει να υπηρετούν όλες οι ενέργειές μας, είναι η δημιουργία συνθηκών εξόδου στις αγορές για τη μερική και στη συνέχεια στα μέσα του 2018 την ολική αναχρηματοδότηση του χρέους μας.

Η ελληνική οικονομία κουβαλά ένα δυσβάστακτο χρέος. Αρκούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ή χρειάζεται η ενεργοποίηση και των μεσοπρόθεσμων;

Στις 25 Μαΐου του 2016 συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, με τους θεσμούς, ότι «το Eurogroup παραμένει έτοιμο να εξετάσει, εάν χρειαστεί, ενδεχόμενα πρόσθετα μέτρα για το χρέος που θα αποσκοπούν να διασφαλιστεί ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος θα διατηρηθούν σε βιώσιμο επίπεδο μακροπρόθεσμα». Επίσης συμφωνήθηκε τα μέτρα να ληφθούν σταδιακά. Η πρώτη δέσμη των βραχυπρόθεσμων μέτρων, κυρίως με την καθιέρωση σταθερών επιτοκίων, παρέχει μια σημαντική μεν αλλά όχι επαρκή διευκόλυνση, η οποία αναμένεται να προκύψει με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, τα οποία όμως έχουν ως προϋπόθεση την επιτυχή ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.

Σε κάθε περίπτωση, οι διαπραγματεύσεις για μια οριστική διευθέτηση του χρέους θα είναι χρονοβόρες και δύσκολες, αφού συνδέονται, μεταξύ άλλων, και με την επίτευξη πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια.Χαα

Keywords
Τυχαία Θέματα