Απονεμήθηκε το βραβείο «Σιμόν ντε Μποβουάρ» στην Ασλί Ερντογάν

Το βραβείο «Σιμόν ντε Μποβουάρ» απονεμήθηκε στη συγγραφέα, Ασλί Ερντογάν, σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι.

Παραλαμβάνοντας το βραβείο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία των γυναικών, η τουρκάλα αρθρογράφος εφημερίδων, συγγραφέας και ακτιβίστρια, δήλωσε ότι το αφιερώνει «σε όλες τις γυναίκες που αναγκάστηκαν σε σιωπή, κυνηγήθηκαν, ταπεινώθηκαν, βιάστηκαν και φυλακίστηκαν. Στις γυναίκες του κελιού C9 στη φυλακή του Bakirkoy και στο μικρό φυτό που φυτέψαμε εκεί, που με κάθε ευκαιρία μας το έπαιρναν αλλά κατάφερε να μείνει ζωντανό.

Μία από αυτές τις γυναίκες, μια Κούρδισσα, είχε κριθεί ένοχη, επειδή βασάνιζαν μπροστά στα μάτια της το μωρό της. Μια άλλη, που ήταν νοσοκόμα, είχε φυλακιστεί με μοναδική κατηγορία ότι είχε παραδώσει ένα πολίτη, αιμόφυρτο από βασανιστήρια, στους γιατρούς. Έμαθα πολλά από αυτές τις γυναίκες, έμαθα πώς να μείνω ζωντανή». Είχε φυλακιστεί με το πραξικόπημα το 2016, με την κατηγορία «συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση» και αποφυλακίστηκε τέσσερις μήνες αργότερα, υπό όρους.

«Στην Τουρκία αρέσκονται να λένε ότι πολιτικά ανήκω στην Ακροαριστερά, αλλά ότι ως συγγραφέας είμαι συντηρητική και ακατάληπτη. Εγώ λέω ότι στη λογοτεχνία μου είμαι υπαρξιακή, γράφοντας για ανθρώπους που ζουν σε κατάσταση παρακμής και κατάρρευσης, φτάνοντας μέχρι το σημείο να καταπιούν τον εμετό τους.

Στην «Κοκκινοσκουφίτσα πόλη», που θεωρώ πως αποτελεί το καλύτερο μυθιστόρημά μου, η ηρωίδα μου γράφει για μια γυναίκα που πεθαίνει, ενώ στο τέλος μοιάζει να πεθαίνει και η ίδια. Έτσι, τα δύο μυθιστορήματα, το μυθιστόρημα της ηρωίδας μου και το δικό μου, συντέμνονται και ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος πως η πρωταγωνίστριά μου έχει όντως πεθάνει.

Τα βιβλία μου είναι γεμάτα μεταφορές και λειτουργούν με ποιητικό τρόπο» είχε δηλώσει σε συνέντευξη της στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) και στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, το Νοέμβριο του 2017, όταν βρέθηκε στην Αθήνα για την διάλεξή της στο Μέγαρο Μουσικής, με θέμα: «Η γραφή ως αντίσταση και ανάσταση».

Στην ίδια συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ είχε περιγράψει την κατάσταση της χώρας της ως εξής:

«Η Τουρκία έχει περάσει σε φάση μεταμόρφωσης εδώ και πολύ καιρό, κοιτάζοντας προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Παραμένει, ωστόσο, ασταθής και κανένας πολιτικός αναλυτής δεν είναι σε θέση να προβλέψει το μέλλον της, πολλώ δε μάλλον εγώ.

Ήμουν από τους πρώτους που είπαν, όταν το 2000 δολοφονήθηκε ο αρμενικής καταγωγής δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ, ότι το γεγονός συνιστά απαρχή σοβαρών κινδύνων για τη δημοκρατία. Κι ήμουν πάλι από τους πρώτους που έκρουσαν εκ νέου τον κώδωνα του κινδύνου, όταν ψηφίστηκε ο νόμος για τον Τύπο, το 2010.

Ήταν φανερό πως ένας τέτοιος νόμος θα βάφτιζε τους αντιφρονούντες και τους διανοούμενους τρομοκράτες. Αλλά οι άνθρωποι μπορούν να τιμωρηθούν μόνο για τις πράξεις, όχι για τις ιδέες τους. Ούτε τότε με έλαβε υπόψη του κανείς. Κι ύστερα ήρθαν τα επεισόδια στο Πάρκο Γκεζί, το 2013, για τα οποία οι Ευρωπαίοι αδιαφόρησαν πλήρως. Όσο για την παλιά θεωρία ότι ο Ερντογάν θα προωθούσε ένα μετριοπαθές Ισλάμ, δεν ξέρω αν η δημοκρατία και το Ισλάμ μπορούν να συνυπάρξουν, αλλά αυτή δεν είναι σίγουρα η περίπτωση του Ερντογάν, που κράτησε το Ισλάμ και πέταξε τη δημοκρατία στα σκουπίδια».

(ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Keywords
Τυχαία Θέματα