Lady Bird Movie Review

10:19 4/3/2018 - Πηγή: Balleto

Ο άνεμος της ατίθασης νιότης πνέει ούριος σ’ ένα δράμα ενηλικίωσης όπου τα λάθη της εφηβείας είναι ευπρόσδεκτα.

Η Greta Gerwig μας έχει συστηθεί τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σεναριογράφος σε αρκετές ταινίες, συμπεριλαμβανομένων και των συνεργασιών της με τον δημιουργό Noah Baumbach, όπως το Frances Ha (2012) και το Mistress America (2015). Πλέον με το Lady Bird τα κείμενα του οποίου υπογράφει επίσης η ίδια, επιχείρησε να

πραγματοποιήσει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, ένα φιλόδοξο κινηματογραφικό project που απέσπασε δύο Χρυσές Σφαίρες, και είναι πια υποψήφιο στα Βραβεία της Ακαδημίας σε πέντε συνολικά κατηγορίες. Έχει διακριθεί από το Εθνικό Συμβούλιο Κριτικών Κινηματογράφου των Η.Π.Α. αλλά και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου ως ένα από τα δέκα καλύτερα φιλμ της χρονιάς και αυτό δεν είναι απορίας άξιο.

Πρόκειται για ένα θέαμα στο οποίο τα γεμάτα ακαταπόνητη ενεργητικότητα νιάτα τολμούν να διεκδικήσουν, να ερωτευθούν, να πληγωθούν, και να ονειρευτούν το άπιαστο. Σε μία ηλικία όπου στήνεται ένας ξέφρενος χορός από τα άγχη, τις ανασφάλειες και τις ορμές της εφηβείας, το άτομο καλείται να συμβαδίσει με έναν κυκεώνα συναισθημάτων και μία σωρεία καταστάσεων, ωθούμενο να εξερευνήσει τον κόσμο με μεγαλύτερη πυγμή μέσα από τις δικές του δυνάμεις και προσλαμβάνουσες. Η ρομαντική διάθεση εν προκειμένω, ναι μεν στραπατσάρεται από διάφορα περιστατικά της ωμής καθημερινότητας, όμως καταφέρνει να βρει το δεκανίκι της στην εγγενή αισιόδοξη στάση του ανθρώπου απέναντι στην ζωή.

Η υπόθεση του έργου επικεντρώνεται στην Saoirse Ronan (Brooklyn, Lovely Bones,Atonement) που υποδύεται μία μαθήτρια λυκείου εν έτει 2002, την Christine McPherson. Η επαναστάτρια νεαρή επιθυμεί πάση θυσία να εισαχθεί σε μία σχολή Καλών Τεχνών στην κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη παρά την σκιά της 11ης Σεπτεμβρίου, αφήνοντας μια για πάντα πίσω της την στενόμυαλη επαρχία του Sacramento όπου οι προοπτικές εξέλιξης είναι ελάχιστες, με όλα να φαντάζουν θανάσιμα βαρετά και προβλεπόμενα. Συνειδητοποιώντας την κλίση της στον παραπάνω αντικείμενο, έχει δώσει στον εαυτό της το προσωνύμιο “Lady Bird” (που σημαίνει «πασχαλίτσα» αλλά παραπέμπει και στον τίτλο της πρώτης κυρίας του Λευκού Οίκου το 1963, της Claudia Alta “Lady Bird” Johnson), κάτι σαν καλλιτεχνικό ψευδώνυμο δηλαδή, με το οποίο δεν χάνει ευκαιρία να συστήνεται στους πάντες. Αποφασίζει λοιπόν, να εγγραφεί στην θεατρική ομάδα του καθολικού σχολείου όπου φοιτά, πείθοντας μαζί και την καλοσυνάτη, συνεσταλμένη κολλητή της, Julie (Beanie Feldstein).

Εκεί θα έχει το πρώτο της φλερτ με έναν συμμαθητή της, τον Danny O’Neill (Lucas Hedges), ενώ μέσα από συγκεκριμένα σκηνικά θα πάρει το βάπτισμα του πυρός για τις ευθύνες της ενήλικης ζωής που έχουν αρχίσει ήδη να της χτυπούν στην πόρτα. Στο μεταξύ, οι σχέσεις με την οικογένειά της περνούν συχνά από σκαμπανεβάσματα, με τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν να επιτείνουν τις εντάσεις στο σπίτι και να καθιστούν τις ισορροπίες πιο εύθραυστες. Ο συγκαταβατικός πατέρα της, Larry (Tracy Letts) συνήθως λειτουργεί σαν πυροσβέστης όποτε ανεβαίνουν οι τόνοι με την δυναμική και κάπως ελεγκτική μητέρα της, Marion (Laurie Metcalf), ενώ ο αδερφός της, ο Miguel (Jordan Rodrigues) φαίνεται περισσότερο απορροφημένος από το δεσμό που έχει με την φιλενάδα του, Shelly (Marielle Scott). Η Christine πασχίζοντας να βρει τον δικό της δρόμο προς την προσωπική ευτυχία, θα αντιληφθεί ότι πολλά από τα παθιασμένα και αδιάλλακτα ‘θέλω’ της συγκρούονται με κάποια ανυποχώρητα αληθινά ‘πρέπει’. Το γεγονός αυτό θα την παρακινήσει να αναλογιστεί πάνω στο πώς να συμφιλιωθεί από εδώ και πέρα με τις επιταγές που ορθώνονται στο διάβα της και να γεφυρώσει τα χάσματα επικοινωνίας με τους αγαπημένους της, χωρίς να πάψει λεπτό να ατενίζει με ελπίδα το μέλλον της.

Στο εν λόγω δράμα ο δέκτης εμπεδώνει την γλυκόπικρη μετάβαση από την ξέγνοιαστη νεανικότητα στην πρώιμη φάση της ωρίμανσης, παρακολουθώντας μία συγκινητική και εμπνευσμένη από ρεαλιστικές παραστάσεις ιστορία, όπου επιβεβαιώνεται πως ο καλύτερος δάσκαλος είναι τα λάθη και οι εμπειρίες. Σε μία τέτοια καθοριστική περίοδο γίνεται κατανοητό ότι οι μέχρι πρότινος «ήξεις αφήξεις» ενός ‘άγουρου’ ενήλικα περιορίζονται έμπρακτα από όσα συναντάει αφού πρέπει στο εξής να αφήσει πίσω του το κατώφλι των μαθητικών του χρόνων για να γευτεί τα προνόμια και τις υποχρεώσεις του πανεπιστημίου και της συνακόλουθης ενεργούς συμμετοχής του στην κοινωνία. Στο διάστημα αυτό η ανώμαλη προσγείωση της Christine στην πραγματικότητα επέρχεται μέσα από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, από κρίσεις που δοκιμάζουν τις αντοχές και την ευελιξία της να τις διαχειριστεί, με “αερόσακο” φυσικά την πείρα που αποκτάει από τα ‘κακώς κείμενα’ τα οποία έχουν προστεθεί στο ενεργητικό της.

Η κινηματογραφικής μανιέρα της Greta Gerwig εξετάζει με πολύ κοφτερή και κριτική ματιά θέματα όπως ο ανταγωνισμός, η επιθυμία του «ανήκειν», η φιλία, η ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση, η ωραιοποιημένη εικόνα για το πρώτο ειδύλλιο, οι προσδοκίες και οι βλέψεις που κινητοποιούν κάποιον να παλέψει για αυτό που πιστεύει ότι θα του προσφέρει πληρότητα. Η πρωταγωνίστρια, ακατάβλητη ακολουθεί διάφορα φιδογυριστά μετ’ εμποδίων μονοπάτια, παρασυρόμενη από μία πηγαία σπιρτάδα, και την ακαταμάχητη λαχτάρα της να τερματίσει μονομιάς τα κοντέρ της επιτυχίας. Αναζητά την δική της ταυτότητα και τον σκοπό που θα νοηματοδοτήσει όλο της το είναι . Διακατέχεται από την θρασύτητα και την αφέλεια της ικμάδας κάθε συνομηλίκου της, νομίζοντας ότι μπορεί να χωρέσει ολάκερο τον κόσμο στην χούφτα της ή τουλάχιστον να τον γυρίσει ανάποδα προκειμένου να βρει αυτό που ψάχνει.

Έχει πλήρη επίγνωση του προορισμού όπου στοχεύει να φτάσει. Εφοδιασμένη με καύσιμη ύλη την ζηλευτή μαχητικότητα και την αυτοπεποίθηση της, δεν επιτρέπει στον εαυτό της να εγκαταλείψει όσες φορές και αν πέσει. Ο ενθουσιασμός της μάλιστα, θρέφει την αποφασιστικότητα της στο να εκπληρώσει τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα πλάνα της. Γενικά, δεν είναι φαν του μότο «όλα στην ώρα τους». Της φαίνεται βασανιστικά μουντό και ανώφελο όπως σαν να της λένε να περιμένει μία χιλιετία! Αντιθέτως, εκείνη διψάει να μάθει όσα περισσότερα προλαβαίνει στο εδώ και το τώρα. Εξαιτίας του ασυμβίβαστου του χαρακτήρα της δεν λείπουν οι περιπτώσεις που άθελά της στενοχωρεί όσους την πλαισιώνουν και βάζουν τα δυνατά τους ώστε να της παρέχουν ό,τι χρειάζεται. Αλλά και η ίδια, κάποτε αισθάνεται λιγάκι εξαντλημένη από το κυνήγι του δικού της ‘θησαυρού’ το οποίο επιμένει να συνεχίζει με εξαιρετική θέρμη και προσήλωση, σε πείσμα όσων θα της το αρνηθούν. Το ζήτημα είναι ότι αδυνατεί να ξεχωρίσει ότι κάποια “όχι” δεν διατυπώνονται για να την σαμποτάρουν, αλλά για να την παροτρύνουν να δει πιο διαυγή τα πράγματα, να την προστατέψουν από ενδεχόμενες ματαιώσεις. Τα πιο στενά της πρόσωπα της έχουν αναγνωρίσει ένα σημαντικό μέρος πρωτοβουλιών, απλά προσπαθούν να της τονίσουν ότι υφίστανται όρια όχι αναγκαστικά για να μας φυλακίζουν αλλά για να μας βοηθούν να βολιδοσκοπήσουμε το εύρος των δυνατοτήτων μας. Ιδιαίτερα η νοσοκόμα μαμά της φροντίζει να την κάνει να το αφομοιώσει, ασχέτως αν ενίοτε με την ευθύτητά της δρα σαν καταπέλτης που γκρεμίζει τα ‘λιθαράκια’ από τις επιπολαιότητες και τα καπρίτσια της απείθαρχης κόρης της.

Η ισχυρογνώμων Christine προβάλλει αντιστάσεις γενόμενη πνεύμα αντιλογίας, ωστόσο οδηγείται μόνη της στο ρητό της στερνής γνώσης, εφόσον ακόμη και αν πληγωθεί, πραγματώνει στην πράξη το δυναμικό της, ανταποκρινόμενη σε ρίσκα και προκλήσεις. Έχει την αχίλλειο πτέρνα της, και πληρώνει το τίμημα της ευαισθησίας της μέσα από αναποδιές που ναι μεν θα τις βιώσει, παρόλαυτα θα ελαφρύνει όσο δύναται το βαρύ τους φορτίο με τον μηχανισμό του χιούμορ και την θέλησή της να προχωρήσει. Εξάλλου, δεν πιστεύει ότι υπάρχει σφάλμα μη αναστρέψιμο ή έστω μη υποφερτό. Εκεί που άλλοτε απεχθανόταν τον μικρόκοσμο της Δυτικής Ακτής, ύστερα από μία ριζική αλλαγή που συντελείται, παύει να μεταφράζει τον τόπο αυτόν στο μυαλό της ως ένα μόνιμο τροχοπέδη, επιλέγοντας πια να τον ‘ντύσει’ με πιο φωτεινά χρώματα και να εκτιμήσει ό,τι της χάρισε.

Η μουσική επένδυση του Jon Brion και η φωτογραφία του Sam Levy συμβάλλουν εντυπωσιακά στο τελικό αποτέλεσμα. Το cast συμπληρώνουν με τις πολύ αξιόλογες ερμηνείες τους οι: Timothée Chalamet (Call Me By Your Name), Beanie Feldstein, Stephen McKinley Henderson, Odeya Rush και Lois Smith. Η ανθρώπινη ουσία του φιλμ είναι ανεπιτήδευτη διότι εμπεριέχει μία ζεστασιά και μία αυθεντικότητα που καλώς ορίζεις λόγω της ταύτισης σου με οικεία μοτίβα ή πιθανές ομοιότητες που εντοπίζεις. Οι χαρακτήρες οι οποίοι σκιαγραφούνται, βασικοί και δευτερεύοντες, είναι φτιαγμένοι από διαφορετικό χαρμάνι, και αναπτύσσονται με τέτοιον τρόπο που η προσωπικότητά τους θα αγγίξει αλλιώτικα τον εκάστοτε θεατή.

Η Lady Bird κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι σε όσους αμετανόητα ρομαντικούς δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται με όλη τους την καρδιά για ό,τι αξίζει και να αναγεννιούνται μέσα από τις στάχτες τους. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι εν τέλει φτάνεις στο σημείο να συναισθάνεσαι και να συγχωρείς την παρορμητικότητα, την αναζωογονητική δροσιά και τον αυθορμητισμό της ηρωίδας, γιατί κάποτε υπήρξες και εσύ τόσο νέος!

Πηγή: unboxholics.com

Keywords
Τυχαία Θέματα