Βυζαντινά αυλικά και μη

Τα νομίσματα είναι από μόνα τους κομμάτι της ιστορίας, είναι μέρος του σφυγμού της κάθε εποχής. Οι απεικονίσεις και οι παραστάσεις τους έπαιζαν συχνά προπαγανδιστικό ρόλο εντυπώνοντας στο μυαλό του λαού καταστάσεις που θα βίωνε μελλοντικά. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες για παράδειγμα τα χρησιμοποιούσαν συν τοις άλλοις για να προπαγανδίσουν την άνοδο του διαδόχου τους στο θρόνο, εκδίδοντας ένα νόμισμα αυτοκρατορικής απεικόνισης με τον εαυτό τους και τον χρισμένο συναυτοκράτορα διάδοχό τους στον οπισθότυπο. Συνήθως ο εμπροσθότυπος του νομίσματος περιελάμβανε θρησκευτική παράσταση και δηλωτικό τύπο

(αξία) χωρίς όλα αυτά να είναι απόλυτος κανόνας, απλά σας περιγράφω μία διαδεδομένη μορφή αυτής της περιόδου σύμφωνα με τα ευρήματα.

Όπως έχετε καταλάβει μετά από μεγάλη για τα δεδομένα μου ανάπαυλα, επιστρέφω στο Βυζάντιο. Το σημερινό εισιτήριο εισόδου για το ταξίδι μας, είναι ένας Βυζαντινός χρυσός σόλιδος. Θα εισέλθουμε εν τάχει στα της Βυζαντινής νομισματοκοπίας αναφέροντας μόνο ότι ο σόλιδος ήταν χρυσό νόμισμα και το συγκεκριμένο απεικονίζει την Ευδοκία, πρώην αυτοκράτειρα, σύζυγο του Θεοδοσίου Β΄ η οποία εν συνεχεία αγιοποιήθηκε. Η συντομογραφία CONOB στον εμπροσθότυπο προέρχεται από την πρώτη συλλαβή της λέξης Κωνσταντινούπολη και το OB από τη λέξη obryzum (όβρυζον= καθαρός χρυσός) , άρα το νόμισμα είχε εκδοθεί από το νομισματοκοπείο της Κων/πολης και φυσικά ήταν μεγάλης αξίας. Η συντομογραφία του οπισθότυπου αναφέρει AEL-EVDOCIA-AVG (Αιλία-Ευδοκία-Αυγούστα).

Φεύγοντας μακριά από οτιδήποτε το νεότερο και σύγχρονο, θα ταξιδέψουμε στον 5ο αιώνα μ.χ, και θα εισέλθουμε με μυστικότητα στο μέγα παλάτιον όπου για περίπου 8 αιώνες φιλοξένησε την αυτοκρατορική οικογένεια και τη διοικητική ζωή της αυτοκρατορίας` Προσπαθώντας να κρίνουμε την υπόθεση της ατίμωσης της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, πίσω από την οποία κρύβεται κάτι σαφώς πιο βαθύ.

Σύμφωνα με τον Σωκράτη το σχολαστικό η Ευδοκία ήταν κόρη του σοφιστή των Αθηνών Λεοντίου από τον οποίο και διδάχθηκε τη ρητορική και ότι άλλη επιστήμη πίστευαν ότι μπορούν να μεταδώσουν οι σοφιστές. Μην σας μπερδεύουν οι αρχαιοπρεπείς χαρακτηρισμοί και η Αθήνα, βρισκόμαστε στην ύστερη αρχαιότητα. Ο χριστιανισμός δεν έχει επικρατήσει καθολικά και αδιαμφισβήτητα, οι μνήμες της αρχαιότητας είναι ακόμα νωπές και αυτό θα φανεί παρακάτω.

Πριν από το γάμο της με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ ονομαζόταν Αθηναϊς εν συνεχεία βαπτίστηκε χριστιανή και έλαβε το όνομα Ευδοκία από τον πατριάρχη Αττικό. Το 423 μετά την γέννηση της κόρης της αναγορεύθηκε σε Αυγούστα. Οι πηγές γύρω από το πρόσωπό της σιωπούν όσον αφορά τρία γεγονότα της ζωής της. Την γνωριμία με τον Θεοδόσιο, την κατάληξη σε γάμο και τη φυγή της γύρω στο 441 από την Κων/πολη με σκοπό να περάσει το υπόλοιπο του βίου της στα Ιεροσόλυμα και τους αγίους τόπους, τα οποία είχε επισκεφθεί και προγενέστερα για να προσκυνήσει. Η επιλογή του μοναχισμού δεν ήταν ασυνήθιστη για τα γηραιά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, τα οποία συχνά προς το τέλος της ζωής τους αποσύρονταν σε κάποια μονή. Στην περίπτωση της Ευδοκίας όμως η φυγή είχε πιθανότατα άλλη αιτία.

Η απομάκρυνσή της από την πρωτεύουσα σύμφωνα με τον Ιωάννη Μαλάλα (χρονογράφος) συνδέεται με την διάλυση του γάμου της, με την κατηγορία της απιστίας. Επίσης ο πατριάρχης Νεστόριος γράφοντας από την εξορία του αποδίδει και ο ίδιος την αιτία της φυγής ‘’στον δαίμονα της μοιχείας’’. Αληθεύει άραγε, ή οι λόγοι της φυγής είναι άλλης φύσεως; Στα πλαίσια των εικασιών του Μαλάλα, η πτώση της Ευδοκίας αποδίδεται σε σκευωρία που προήλθε από την αδελφή του Θεοδοσίου Πουλχερία, με τη συνεπικουρία του ευνούχου Χρυσάφιου οι οποίοι διεκδικούσαν μερίδιο επηρεασμού των αυτοκρατορικών αποφάσεων. Αρχικά να πούμε ότι σύμφωνα και πάλι με τον Μαλάλα, η Πουλχερία είχε εντυπωσιαστεί από την μόρφωση και την παιδεία της Ευδοκίας ενθαρρύνοντας τον γάμο αυτό. Στη συνέχεια όμως επήλθε σύγκρουσή συμφερόντων, θεωρώντας ότι την άνοδο της αυτοκράτειρας ενθάρρυναν κύκλοι φίλα προσκείμενοι στον παγανισμό και την αρχαία θρησκεία. Η εθνική καταγωγή και η κλασσική παιδεία της Ευδοκίας, πιθανόν να ενίσχυσαν αυτή την άποψη. Τα επιχειρήματα που δίνουν ώθηση σε αυτή την εκδοχή, είναι η όντως διαλλακτικότερη πολιτική που ακολούθησε ο Θεοδόσιος προς τους εθνικούς (χαρακτηρισμός των ειδωλολατρών), όπως και η πολιτική άνοδος του Κύρου του Πανοπολίτη, ιδιαίτερα γνωστού για την κλασσική του παιδεία, η οποία (η άνοδος) όντως ωφείλετο στην υποστήριξη της αυτοκράτειρας.

Εικάζεται λοιπόν ότι μετά την αναγόρευση της σε Αυγούστα συγκέντρωσε γύρω της ένα κύκλο κλασικιζόντων λογίων που προσπάθησε να προωθήσει σε καίριες θέσεις της Βυζαντινής αυλής, με αποτέλεσμα να προκαλέσει την αντίδραση της ‘’βαθιά” πιστής Πουλχερίας. Η φυγή της Ευδοκίας πάντως επέφερε και την καθαίρεση του Κύρου Πανοπολίτη από το αξίωμα του έπαρχου της πόλης. Μιλάμε για αξίωμα εξαιρετικά σημαντικό για την Βυζαντινή πραγματικότητα. Ο έπαρχος της Κων/πολης είχε ουσιαστικά ηγετικό ρόλο στη ζωή της πόλης, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις ισορροπίες όλης της αυτοκρατορίας όπως έχουμε αναφέρει παλαιότερα. Ο λαός της Κων/πόλης είχε μεγάλη ισχύ και η υποστήριξή του διαχρονικά, ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τους αυτοκράτορες (βλέπε το τέλος του ικανού αλλά ακραίου Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού).

Οι υποψίες του Θεοδοσίου ή κάποιου τρίτου που τον επηρέασε αν δεχτούμε ότι ήταν αδύναμος χαρακτήρας όπως φημολογείται, έπεσαν πάνω στον αυλικό αξιωματούχο Παυλίνο ο οποίος θεωρήθηκε ύποπτος για τις σχέσεις του με την αυτοκράτειρα και εξορίστηκε στην Καισάρεια όπου και εκτελέστηκε το 440. Η απουσία όμως άλλων μαρτυριών δεν μας επιτρέπει την διαλεύκανση της υπόθεσης καθώς οι σύγχρονες του γεγονότος ιστορικές πηγές δεν αναφέρονται σε σκάνδαλα τέτοιου μεγέθους εξαιτίας της εκκλησιαστικής τους ιδιότητας.

Όπως και να χει, κατασκευασμένη ή μη η κατηγορία, η άποψη ότι η Ευδοκία επηρέασε βαθιά την πολιτική του Θεοδοσίου ιδίως όσον αφορά την συμπεριφορά προς τους εθνικούς είναι μάλλον υπερβολική, διότι βασίζεται στο παρελθόν της και στην ανάδυση προσώπων με ίδιο παρελθόν, χωρίς να εξακριβώνεται με σαφήνεια η θρησκευτική τους ταυτότητα. Το σενάριο όμως της σύγκρουσης συμφερόντων είναι αρκετά πιθανό ακόμα και αν η άτυχη Ευδοκία δεν συμμετείχε σε τίποτα απ’ όσα την κατηγόρησαν. Άλλωστε οι εικασίες στην ιστορία είναι πιο συχνές από τα ασφαλή συμπεράσματα και κάπως έτσι προχωράει η έρευνα, η καλύτερη εικασία νικά, μέχρι να βρεθεί η επόμενη.

Η παραπάνω ιστορία είναι αντιπροσωπευτική των πεπραγμένων της Βυζαντινής αυλής και δεν έχουμε λόγο να μην πιστέψουμε στην ρίζα της μηχανορραφίας απ’ όποιον και αν υφάνθηκε, εάν δεχτούμε την αθωότητα της Ευδοκίας. Άλλωστε η ιδεολογικο-θρησκευτική αντιπαράθεση παγανισμού και χριστιανισμού ήταν ακόμα έντονη μέχρι και το τέλος της εικονομαχίας όπου κινείται ασθμαίνουσα πλέον. Η τυφλή ισοπέδωση των αξιών της αρχαιότητας από μέρος του χριστιανικού κόσμου οδηγούσε συχνά σε μία άνευ ορίου πολεμική απέναντι σε οτιδήποτε το αρχαιοπρεπές προχριστιανικό. Αυτοκράτορες της πρώιμης περιόδου για την οποία και μιλάμε, οι οποίοι έδειχναν έντονη ροπή και αγάπη στις αξίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού τύγχαναν σκληρής κριτικής αν και χριστιανοί στο θρήσκευμα.

Από την άλλη πάλι, εντός του πρώιμου Βυζαντινού χαρακτήρα (ειδικά των ανωτέρων τάξεων), θα παρατηρήσετε να συνυπάρχουν αρμονικά ανά περιπτώσεις, η αγάπη για τα αρχαία πολιτισμικά αγαθά Ρωμαϊκής και Ελληνικής προέλευσης με τις χριστιανικές ιδέες . Άλλωστε βρισκόμαστε στην εποχή των κλασικιζόντων ιστορικών και χρονογράφων. Το χριστιανικό Βυζάντιο στην ουσία δεν αποστρέφεται ούτε την αρχαία τέχνη ούτε την αρχαία σοφία, ίσα ίσα, σε πολλές περιπτώσεις διδάσκεται από αυτές, τις αντιγράφει. Όσο το Ρωμαϊκό δίκαιο αποτελεί την βάση του νομικού συστήματος του Βυζαντίου άλλο τόσο ο Ελληνικός πολιτισμός αποτελεί το θεμέλιο λίθο της Βυζαντινής πνευματικής ζωής. Η Ελληνική και Ρωμαϊκή επιστήμη είναι η μορφωτική και παιδευτική ύλη των Βυζαντινών. Δεν θυμάμαι αν έχω αναφέρει τον εξαιρετικά εύστοχο χαρακτηρισμό της Ελένης Αρβελέργια την γενετήσια φύση του Βυζαντίου παρ’ όλα αυτά θα τον ξαναπώ «Ρωμαιογένες, Ελληνόπρεπο». Όπως έχουμε ξαναπεί οι Βυζαντινοί θεωρούσαν εαυτούς Ρωμαίους κληρονόμους αλλά αυτό δεν αναιρεί τον δεύτερο χαρακτηρισμό ο οποίος κατά βάση αναφέρεται στην παιδεία και τις τέχνες.

Όταν κάποια στιγμή παλαιότερα αναφέρθηκα στην αυθαιρεσία από πλευράς δυτικών ιστοριογράφων, όσον αφορά την αντιμετώπιση του Βυζαντίου ιστορικά, σε αυτό ακριβώς αναφερόμουν. Στην μη αναγνώριση της βαρυσήμαντης συμβολής του, στην επιβίωση του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου που τόσο πολύ θαύμαζαν και θαυμάζουν. Αν δεν υπήρχε χωροχρονικά αυτό που οι ίδιοι ονόμασαν Βυζάντιο δύσκολα θα είχαν τον τομέα της Μεσογειακής αρχαιότητας στα τμήματα ιστορίας των πανεπιστημίων τους. Σε καμία περίπτωση βέβαια, με την παραπάνω μου δήλωση δεν υποβαθμίζω το έργο που έχουν συντελέσει στην εξέλιξη της ιστορικής μας γνώσης από εκεί και μετά.

Το άρθρο έχει αρχικά δημοσιευθεί στο Viewtag.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα