Το ισοζύγιο της κλιματικής αλλαγής

Η μάχη με το νερό και την λάσπη συνεχίζεται στην Θεσσαλία μετά το καταστροφικό κύμα κακοκαιρίας Daniel που έπνιξε στην κυριολεξία τον Θεσσαλικό κάμπο

Σε προηγούμενο άρθρο μου υπό τον τίτλο «Των Φρονίμων τα παιδιά», αφού κατέδειξα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (απογραφή 2021), την ραγδαία μείωση της εγχώριας γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Τόνισα δε την ανάγκη της άμεσης ενίσχυσης και της αειφορίας των αγροδιατροφικών πόρων της χώρας, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθεί επαρκώς σε μια πιθανή επισιτιστική

κρίση, η οποία απειλεί, λόγω της κλιματικής αλλαγής και της αποδιοργάνωσης των εφοδιαστικών αλυσίδων, την παγκόσμια κοινότητα, με επιταχυντή το Ρωσοουκρανικό πόλεμο.

Δυστυχώς το ζήτημα της διασφάλισης και της αειφορίας των ζωτικών πόρων για την επιβίωση μιας ανθρώπινης κοινωνίας, επανήλθε με τον πιο δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα, εξαιτίας της καταστροφικής και ανθρωποκτόνου μανίας της κακοκαιρίας Daniel,που ενέσκηψε στην πατρίδα μας και σάρωσε κυριολεκτικά την κοιτίδα της αγροδιατροφικής μας παραγωγής, που δεν είναι άλλη από τον Θεσσαλικό κάμπο.

Σήμερα θα επικεντρωθώ, με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται, στο Υδατικό Ισοζύγιο, του οποίου η επάρκεια , η ισορροπία και η ορθολογική διαχείριση, κρίνει αναπόφευκτα την αειφορία εθνικής αγροδιατροφικής μας παραγωγής.

Ως παράδειγμα, για την σαφή κατανόηση της άποψης που θα κατατεθεί, επέλεξα την χαρακτηριστική περίπτωση του Θεσσαλικού κάμπου, ο οποίος δικαίως χαρακτηρίζεται ως ο «Ελληνικός Σιτοβολώνας», ενώ παράλληλα, στο χωρικό του πλαίσιο παράγεται το μεγαλύτερο ποσοστό γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Λόγω των ανωτέρω παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως ο καθένας αντιλαμβάνεται, οι απαιτούμενες ποσότητες ύδατος για την άρδευση των καλλιεργειών και συντήρηση των εκτρεφομένων, γαλακτοπαραγωγών κυρίως, ζώων, είναι κυριολεκτικά τεράστιες.

Το ζήτημα είναι, εάν τελικά, αυτές οι ποσότητες είναι α) επαρκώς διαθέσιμες στο συγκεκριμένο χώρο και β) εάν προέρχονται από ανανεώσιμες πηγές (βροχή, χιόνι, ανανεούμενα επιφανειακά ύδατα και διερχόμενα υδατορεύματα) , ή καλύπτονται από υπεραντλήσεις υδατικών αποθεμάτων.

Σύμφωνα με μια απλουστευμένη έννοια του υδατικού ισοζυγίου, εάν ετησίως, οι προεχόμενες από ανανεώσιμες πηγές ποσότητες ύδατος, είναι παραπάνω από επαρκείς για την εξυπηρέτηση των ετησίων αναγκών, τότε το ισοζύγιο είναι θετικό, εάν αυτές οι ποσότητες είναι ίσες με αυτές που καταναλώνονται, εντός του έτους, τότε είναι μηδενικό και εάν, προκειμένου να καλυφθούν οι ετήσιες ανάγκες, πραγματοποιούνται υπεραντλήσεις, μέσω γεωτρήσεων, από το στρατηγικό εθνικό υδατικό απόθεμα, τότε το ισοζύγιο προκύπτει αρνητικό και βλαπτικό για την εθνική παραγωγική αειφορία.

Όπως, από το 2011, έχει δηλώσει ο καθηγητής Υδρολογίας, Τμ. Πολ. Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κ. Νικήτας Μυλόπουλος, σε άρθρο του στο HealthyLiving.gr, το υδατικό ισοζύγιο στη λεκάνη του Πηνειού, κύριας πηγής άρδευσης και ύδρευσης του Θεσσαλικού κάμπου, τα τελευταία χρόνια είναι μονίμως αρνητικό με αυξητικές τάσεις.

Προσδιορίζει μάλιστα το μέσο ετήσιο έλλειμμα, περίπου, στο ύψος του 1 δισεκατομμυρίου m3, όσο δηλαδή καταναλώνει για ύδρευση το σύνολο του Ελληνικού πληθυσμού.

Εύκολο είναι, λοιπόν, να αντιληφθεί κανείς, ότι η συνεχώς εντεινόμενη ελλειμματική διαχείριση των υδατικών αποθεμάτων, και μάλιστα υπό συνθήκες κλιματικής αλλαγής, γρήγορα θα μας οδηγήσουν, συγχρόνως και με μαθηματική ακρίβεια, σε σοβαρότατη περιβαλλοντική και διατροφική κρίση.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι: «Υπάρχει λύση στο πρόβλημα; Μπορεί να αποσοβηθεί η επαπειλούμενη κρίση;»

Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση είναι δεδομένη, εδώ και δεκαετίες, από πολλούς έγκριτους και εξειδικευμένους επιστήμονες και μπορεί να εφαρμοσθεί με μεγάλη επιτυχία και σήμερα, λαμβανομένων υπόψιν, βεβαίως, των νέων κλιματικών δεδομένων.

Η λύση, όπως παρουσιάζεται από τον Διευθυντή Υδατικών Πόρων της Ε.Α.Γ.Μ.Ε. ( Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών ), κ. Π. Σαμπατακάκη, στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας, στις 13/06/2021, είναι απλή, σαν το αβγό του Κολόμβου. Και συμπυκνώνεται σε δύο μόνο λέξεις «Εξοικονόμηση και Αποθήκευση».

Ως προς την Εξοικονόμηση του προς άρδευση ύδατος, εντελώς συνοπτικά, αναφέρω ότι αυτή είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την εφαρμογή των αρχών της «Έξυπνης Γεωργίας», των συστημάτων οικονομικής άρδευσης και της επιλογής φυτικών ποικιλιών με μικρότερες αρδευτικές απαιτήσεις.

Ως προς την Αποταμίευση και την Αποθήκευση του προς άρδευση ύδατος, προτείνονται τα εξής απλά, αλλά και άκρως ενδιαφέροντα:

Πρώτον: Το έτος διαιρείται στην ξηρή (Μάϊος – Σεπτέμβριος) και στην υγρή (Οκτώβριος – Απρίλιος ). Κατά την ξηρή περίοδο απαιτούνται τεράστιες ποσότητες ύδατος για άρδευση, οι οποίες εξασφαλίζονται με την καταστροφική υπεράντληση των υδατικών αποθεμάτων.

Κατά την υγρή, όμως, περίοδο (περίοδος βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων), σύμφωνα με έγκυρες μετρήσεις, το πλεονασματικό «προσφερόμενο» νερό, εάν αποταμιευόταν και διανεμόταν καταλλήλως, θα επαρκούσε για την άρδευση του Θεσσαλικού κάμπου, κατά την ξηρή περίοδο, χωρίς τη μείωση του Εθνικού αποθέματος Ύδατος.

Το γεγονός αυτό, κατά τη γνώμη μου, μας οδηγεί στην κατασκευή, και στη μεταξύ τους διασύνδεση, υδροταμιευτήρων σε παρόχθιες περιοχές και λοιπά στρατηγικά σημεία της λεκάνης απορροής του Πηνειού, οι οποίοι θα αποτελούν δίκτυο αποθήκευσης και βάση διανομής των υδάτων, προερχομένων από υετούς (βροχές, χιόνια, χαλάζι), από σημαντικό μέρος πλημμυρικών υδάτων και από σημαντικό μέρος των υδάτων, που κατά την υγρή περίοδο καταλήγουν «άσκοπα» στη θάλασσα.

Η κατασκευή ενός δικτύου ταμιευτήρων, εννοείται ότι δεν αποκλείει τη στοχευμένη κατασκευή φραγμάτων, εφόσον υπάρχουν οι ανάλογοι οικονομικοί πόροι και δεν απειλείται η περιβαλλοντική ισορροπία.

Είναι, όμως, γεγονός, ότι η υλοποίηση του προτεινόμενου, για την λεκάνη απορροής του Πηνειού και όχι μόνο, δικτύου διασυνδεδεμένων ταμιευτήρων, επιφανειακών ή/και υπογείων, απαιτεί πολύ μικρότερες δαπάνες, ολοκληρώνεται πολύ ταχύτερα και δεν διαταράσσει, ουσιαστικά, την περιβαλλοντική ισορροπία.

Εάν σε όλα τα παραπάνω συνυπολογίσουμε και το γεγονός, ότι ένα κατάλληλο δίκτυο ταμιευτήρων, θα είναι σε θέση να συγκρατεί και να δεσμεύει τεράστιους υδατικούς όγκους πλημμυρών και να τους μετατρέπει από παράγοντες καταστροφής σε πολύτιμους πόρους, για την αειφορική παραγωγή και την ποιότητα της ζωής μας, τότε αντιλαμβανόμαστε τον επείγοντα χαρακτήρα της έναρξης της κατασκευής του.

Σε αυτό το σημείο, επιθυμώ να επισημάνω την αναγκαιότητα εφαρμογής στην χώρα μας της ολιστικής υδατικής διαχείρισης, ενόψει, μάλιστα, των συνεχώς επιδεινουμένων και επαναλαμβανομένων ακραίων φαινομένων της εξελισσόμενης κλιματικής αλλαγής.

Συγκεκριμένα προτείνεται, ως μέτρο, η εφαρμογή της εξοικονόμησης και της αποθήκευσης ύδατος, όχι μόνο στις γεωργοκτηνοτροφικές εκτάσεις, αλλά και στις αστικές περιοχές.

Παρά το γεγονός, ότι μεγαλύτερο ποσοστό της υδατικής κατανάλωσης αφορά στην άρδευση, το ποσοστό της κατανάλωσης ύδατος, στους τόπους μόνιμης κατοικίας του πληθυσμού, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.

Όταν, μάλιστα, προβλέπεται ότι, οι περίοδοι ξηρασίας θα επιμηκύνονται, τότε το αίτημα για την ορθολογική διαχείριση του ύδατος και στις αστικές περιοχές, γίνεται, πράγματι επιτακτικό.

Το μέτρο που προτείνεται είναι πανάρχαιο και εφαρμόζεται με επιτυχία σε περιοχές της πατρίδας μας, όπως στα νησιά του Αιγαίου, όπου το κλίμα είναι υπερβολικά ξερό, εδώ και αιώνες.

Με δυο λόγια, εισηγούμαι την υποχρεωτική κατασκευή, σε κάθε νέα οικοδομή και σε όποια παλαιότερη είναι δυνατόν, δεξαμενών για την αποθήκευση βρόχινου ύδατος, το οποίο θα αντικαθιστά το νερό του δικτύου ύδρευσης, για εργασίες όπως λ.χ. η καθαριότητα των χώρων και η άρδευση του οικιακού και αστικού πρασίνου.

Το προσδοκώμενο όφελος θα είναι η εξοικονόμηση του πόσιμου ύδατος, το οποίο προέρχεται κυρίως, από το υπαρκτό και δυνητικό εθνικό υδατικό απόθεμα.

Ως επιπλέον και πολύ σημαντικό, επίσης, όφελος που θα προκύψει από την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου είναι η δέσμευση και αποταμίευση σημαντικών υδατικών όγκων, οι οποίοι σε περίπτωση κατακλυσμιαίων βροχοπτώσεων θα αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τις ζωές και τις περιουσίες των κατοίκων των αστικών περιοχών.

Συμπερασματικώς, εκφράζω τη γνώμη, ότι για την αντιμετώπιση, ακόμη και των πιο σοβαρών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, αυτό που προέχει είναι η έγκαιρη λήψη και η ταχεία και πιστή εφαρμογή απλών και ορθολογικών μέτρων, για την εφαρμογή των οποίων θα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα, όχι μόνο μια προετοιμασμένη πολιτεία, αλλά και μια εκπαιδευμένη κοινωνία.

Related...Η Ελλάδα στην περιδίνηση της κλιματικής αλλαγήςΠλημμυροπαθείς στη Θεσσαλία: Πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο
Keywords
Τυχαία Θέματα