Ταινίες του Εικοσιένα: «Να δοξασθεί η αφέλεια!»

Η σχέση του ελληνικού κινηματογράφου με το Εικοσιένα είναι αμήχανη. Απ’ τη μια, οι ταινίες εποχής απαιτούν, ακόμα και σε φθηνή παραγωγή, έναν προϋπολογισμό αλμυρό.

Απ’ την άλλη, η φουστανέλα ως είδος, παρ’ ό,τι υπάρχει από καταβολής του ελληνικού κινηματογράφου, ποτέ δεν ήταν το φόρτε του ταμείου.

Επιπλέον, η σχέση που έχουμε, ως σύγχρονοι Έλληνες, εν γένει με την Ιστορία και την παράδοση είναι κι αυτή δυσκολεμένη.

Μπορεί στον απλό λαό να υπάρχει μια φυσική συνέχεια από την Επανάσταση ως σήμερα, που εκφράζεται στο τραγούδι κυρίως, αλλά στις

κάθε λογής εξουσίες ή τους λογίους το πράγμα πάντοτε κολλούσε: Το Εικοσιένα είναι μια άβολη ενθύμηση που πρέπει κάπως να «ερμηνευτεί» για να χωρέσει στα σημερινά μας έργα.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και στα γράμματά μας λίγα έργα έχουμε εμπνευσμένα από την Επανάσταση. Μετά βίας βρίσκει κανείς αναφορές –εξαιρείται η ποίηση–, σε αξιομνημόνευτα έργα, σαν τον Χρήστο Μηλιώνη του Παπαδιαμάντη ή τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, που κι αυτά πάνε στην Τουρκοκρατία δεν έχουν να κάνουν με τον μέγα Ξεσηκωμό.

Μένουν, όσον αφορά την πεζογραφία σχεδόν μόνο απομνημονεύματα αγωνιστών – με πάμπολλα δραματουργικά επεισόδια, που λίγο έχουν προσεχθεί, καθώς καλύπτονται από το θάμπος του ηρωισμού.

Ο ελληνικός κινηματογράφος μοιάζει παραγωγικότερος, ασχέτως της ποιότητας των έργων.

Οι σχετικές ταινίες αρχίζουν πολύ νωρίς, τη δεκαετία του 1920. Ο Αχιλλέας Μαδράς με την Μαρία Πενταγιώτισσα (1926), έργο πατριωτικό, αν και χωρίς άμεση αναφορά στην Επανάσταση, ο Δημήτρης Καμινάκης και Αι τελευταίαι ημέραι του Οδυσσέως Ανδρούτσου (1928), ταινία χαμένη σήμερα, κι η πρώτη εμφάνιση του Μάνου Κατράκη, στο Λάβαρο του ’21 (1929) του Κώστα Λελούδα, επίσης χαμένο, κάνουν την αρχή. Με τον Μαδρά συνομιλεί, πάνω από μισόν αιώνα ύστερα, ο Λάκης Παπαστάθης, στον Καιρό των Ελλήνων (1981), απ’ όπου και η φράση, «να φωτιστεί ο Αχιλλέας, να δοξασθεί η αφέλεια!».

Ναι, η αφέλεια διαπερνά σχεδόν όλες τις ταινίες για το Εικοσιένα που μπόρεσα να θυμηθώ·παρ’ ότι δούλεψαν σκηνοθέτες πρώτης γραμμής: Γιώργος Τζαβέλλας [Μαρίνος Κοντάρας (1948)], Στέλιος Τατασόπουλος [Ζάλογγο το κάστρο της λευτεριάς (1959)], Γρηγόρης Γρηγορίου [Η λίμνη των στεναγμών (1959)], Πάνος Γλυκοφρύδης [Η δίκη των δικαστών (1974)], Νίκος Τζίμας [Ο Αστραπόγιαννος (1970)], ο Δήμος Θέος, που η ταινία του σπάνια μνημονεύεται [Καπετάν Μεϊντάνος (1987)], ο Νίκος Κούνδουρος [Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου (1992)] ή, στον εικοστό πρώτο αιώνα πια, ο Γιάννης Σμαραγδής [Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι (2012)].

Ο Μαρίνος Κοντάρας, ιστορία πειρατική, με τον Κατράκη πρωταγωνιστή, που έκανε αίσθηση όταν βγήκε, νομίζω δεν σώζεται.

Ο Ζάλογγος του Τατασόπουλου, όπου βλέπουμε τον πόλεμο στο Σούλι μέσα από μια ιστορία αγάπης, με ενδιαφέροντα εξωτερικά, έχει στιγμές συγκίνησης, όπως το φινάλε με τον Βύρωνα Πάλλη.

Ο Γρηγορίου στη Λίμνη των στεναγμών δίνει την ιστορία της κυρα-Φροσύνης –από το ποίημα του Βαλαωρίτη– με στοιχεία οριεντάλ, αρκετό μελόδραμα και ατού την Ειρήνη Παππά και τον Τζαβαλά Καρούσο εμβληματικό στον ρόλο του Αλή.

Ο Τζίμας κι ο Παπαστάθης πάλι –ισχύει για όλους η αφέλεια– με έμμεση αναφορά στο Εικοσιένα, βάζουν κοντά στην Επανάσταση θέματα μεταπολεμικά, ο Τζίμας το θέμα της κοινωνικής επανάστασης και αποκατάστασης κι ο Παπαστάθης τον Εμφύλιο και τον διχασμό που προαναφέραμε, ανάμεσα στον απλό λαό και τις ηγεσίες του.

Το εγχείρημά τους έχει ενδιαφέρον ως προς την πρόσληψη της ελληνικής ιστορίας σε ένα πλαίσιο σημερινό.

Η περίπτωση του Νίκου Κούρκουλου, ειδώλου του λαϊκού κινηματογράφου της εποχής, ο οποίος πρωταγωνιστεί στην πρώτη ταινία –παίζει και στη Δίκη των δικαστώντου Γλυκοφρύδη–, κι ο Αλέξης Δαμιανός, πρωταγωνιστής της δεύτερης, δίνουν τους δικούς τους τόνους στα έργα και πρέπει να ιδωθούν ξεχωριστά.

Σύγχρονα προβλήματα, με αφορμή την Τουρκοκρατία ο πρώτος και τον Βύρωνα ο δεύτερος, φέρνουν δίπλα στην Ιστορία κι ο Θέος με τον Κούνδουρο. Ο Θέος, στοχαστικός, αναζητά τη μοίρα του νέου ελληνισμού, με βάση τη βυζαντινή παράδοση και την Εικόνα.

Πιο εικαστικός ο Κούνδουρος ψάχνεται στην τέχνη. Θα άξιζε ιδιαίτερη αναφορά στους δύο, όπως και στους Παπαστάθη και Τζίμα, κυρίως για τα θέματα που θέτουν, καθώς έχουν τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του καταλόγου.

Οι θεατές φαίνεται πως είχαν την ίδια αμηχανία, απέναντι στις ταινίες αυτές.

Μαθημένοι στις εξωτικές ιστορίες, κυρίως του αμερικανικού γουέστ, ταυτίζονται πιο πολύ με τους καουμπόιδες παρά με τις ιστορίες των αγωνιστών.

Με στιγμές συγκινητικές οπωσδήποτε οι ταινίες, μα χωρίς τον μηχανισμό ταύτισης, που θα έκανε τον θεατή να τις αγαπήσει. Φταίει ίσως η αφέλεια;

Κι όμως το λαϊκό κοινό, κυρίως προπολεμικά, λάτρευε τις ηρωικές παραστάσεις του θεάτρου σκιών, με τον ήρωα Κατσαντώνη, που τις χρησιμοποιεί ως δραματουργικό μίτο ο Ξανθόπουλος στον Δραπέτη.

Πώς και ο ελληνικός κινηματογράφος δεν μπόρεσε να ενσωματώσει τις ιστορίες και το ήθος κυρίως από αυτά τα έργα;

Κι είναι αλήθεια πως κανένα έργο του θεάτρου σκιών δεν διασκευάστηκε για την περίσταση στο σινεμά, παρ’ ό,τι, σε σχέση με το θέμα της Επανάστασης, υπάρχουν πολλά έργα.

Ίσως να έλειψε στον κινηματογράφο, που αποζητούσε μια κάποια εθνοπατριωτική συγκίνηση, το χιούμορ του Καραγκιόζη – υπάρχουν πάντως τέτοιες σκηνές, με πρωταγωνίστρια τη Γεωργία Βασιλειάδου, στην Μπουμπουλίνα του Κώστα Ανδρίτσου, αδύναμη κατά τ’ άλλα ταινία, παρά τη λεβεντιά της Ειρήνης Παππά.

Προς το παρόν μόνο ερωτήματα θέτουμε. Ως προς την ανάγκη μιας εθνοπατριωτικής συγκίνησης, νομίζω δεν είναι χωρίς σημασία ότι το 1959 έχουμε τρεις ταινίες – το 1971, στα 150ντάχρονα της Επανάστασης μόλις δύο (φέτος μια μικρού μήκους!).

Τα γεγονότα της Κύπρου γεννούσαν, πιθανόν, μια τέτοια ανάγκη. Και μπορούσε το σινεμά να μιλήσει για (πολιτική) τυραννία μέσα από το Εικοσιένα, αφού οποιαδήποτε άμεση αναφορά σε θέματα εκείνου του καιρού θα κινητοποιούσε τον πέλεκυ της λογοκρισίας.

Να μιλήσει επίσης για την Αντίσταση. Τα βασανιστήρια του Αλή στους Σουλιώτες θυμίζουν γερμανική Κατοχή!Να ακόμα ένα ερώτημα: Μήπως το ελληνικό σινεμά αδυνατεί να ενσωματώσει την Ιστορία του τόπου ακριβώς γιατί τελούσε –και τελεί– σε καθεστώς υποτέλειας; Ιδεολογικής και υφολογικής;

Εάν εξαιρέσει κανείς την κωμωδία και κάποια λαϊκά μελοδράματα εκείνου του καιρού, όπου, πιο πολύ ανεπίγνωστα, έπνεε ένας αέρας ανεξαρτησίας, ενίοτε μέσω του κιτς, το στοίχημα στον υπόλοιπο ελληνικό κινηματογράφο ήταν ζήτημα προδιαγραφών: Θα έπρεπε η ελληνική ταινία να φτάσει σε τεχνική αρτιότητα το αμερικανικό ή το ευρωπαϊκό σινεμά.

Η (απο)μίμηση, άρα, ήταν ο μόνος δυνατός δρόμος. Εκεί επάνω, πιστεύω, χάνονταν στοιχεία που θα μπορούσαν να αιμοδοτήσουν το ελληνικό σινεμά, στοιχεία που κράτησαν ζωντανό το λαϊκό τραγούδι ή το θέατρο σκιών, το οποίο, ωστόσο, χανόταν σιγά-σιγά με την επέλαση του νέου τρόπου ζωής μετά τον πόλεμο.

Κάνω μια υπόθεση εργασίας: Πιθανόν το Εικοσιένα θα μπορούσε, αν σκύβαμε πάνω του με προσοχή –αν όχι και με προσευχή– να επαναιμοδοτήσει τα έργα μας.

Όχι, δεν εννοώ να ξαναγυρίσουμε στην ταινία φουστανέλας. Απίθανο και αδύνατο. Μας φυλούν όμως ανολοκλήρωτες και αδικαίωτες ιστορίες της Ελληνικής Επανάστασης.

Αν ρίξτε μια ματιά στην τελευταία ταινία της λίστας, ίσως εννοήσετε τι πάω να πω.

Καλό βόλι, αδέρφια!

Οι ταινίες του Εικοσιένα

Ιδού ένας κατάλογος με τριάντα τρεις ταινίες [πιθανόν ξεχνάω κάποιες], που θυμάμαι να έχουν σχέση με το Εικοσιένα:

Μαρία Πενταγιώτισσα (1926), σκ. Αχιλλέας Μαδράς.

Αι τελευταίαι ημέραι του Οδυσσέως Ανδρούτσου (1928), σκ. Δημήτρης Καμινάκης.

Το λάβαρο του ’21 (1929), σκ. Κώστας Λελούδας.

Εξόρμησις (1945), σκ. Ιωάννης Χριστοδούλου.

Μαρίνος Κοντάρας, σκ. (1948) Γιώργος Τζαβέλλας.

Ο γενίτσαρος (1953), σκ. Κώστας Δρίτσας.

Ζάλογγο το κάστρο της λευτεριάς (1959). σκ. Στέλιος Τατασόπουλος.

Η λίμνη των στεναγμών (1959), σκ. Γρηγόρης Γρηγορίου.

Ο Αλή Πασάς και η κυρά Φροσύνη (1959), σκ. Στέφανος Στρατηγός.

Μπουμπουλίνα (1959), σκ. Κώστας Ανδρίτσος.

Τσακιτζής, ο προστάτης των φτωχών (1960), σκ. Κώστας Ανδρίτσος.

Τα σαράντα παλληκάρια (1961), σκ. Γιώργος Πετρίδης.

Οι υπερήφανοι (1962), σκ. Ανδρέας Λαμπρινός.

Σταυραετοί (1963), σκ. Παναγιώτης Κωνσταντίνου.

Ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο (1964), σκ. Ηλίας Μαχαίρας.

Η έξοδος του Μεσολογγίου (1965), σκ. Δημήτρης Δούκας.

Καλάβρυτα 1821 (1970), σκ. Σπύρος Ζιάγκος.

Ο Αστραπόγιαννος (1970), σκ. Νίκος Τζίμας.

Βαβυλωνία (1970), σκ. Γιώργος Διζικιρίκης.

Μαντώ Μαυρογένους (1971), σκ. Κώστας Καραγιάννης.

Η μεγάλη στιγμή του ’21: Παπαφλέσσας (1971), σκ. Ερρίκος Ανδρέου.

Σουλιώτες (1972), σκ. Δημήτρης Παπακωνσταντής.

Ελευθερία ή θάνατος [Λαμπέτη], σκ. (1972) Πάρις Χατζηκυριάκος.

Η δίκη των δικαστών (1974), σκ. Πάνος Γλυκοφρύδης.

Τον καιρό των Ελλήνων (1981), σκ. Λάκης Παπαστάθης.

Καπετάν Μεϊντάνος, η εικόνα ενός μυθικού προσώπου (1987), σκ. Δήμος Θέος.

Ο δραπέτης (1991), σκ. Λευτέρης Ξανθόπουλος.

Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου (1992), σκ. Νίκος Κούνδουρος.

Μαύρο γάλα (2009), σκ. Βαρδής Μαρινάκης.

Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι (2012), σκ. Γιάννης Σμαραγδής.

Έξοδος 1826 (2017), σκ. Βασίλης Τσικάρας.

Πολιορκία (2019), σκ. Βασίλης Τσιακάρας.

Κολοκοτρώνης, ο γέρος του Μοριά (2021), σκ. Δημήτρης Βορρής μικρού μήκους καρτούν [σε παραγωγή].

Κωνσταντίνος Μπλάθρας

ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΤΕ«Μπουμπουλίνα»: Πως διασώθηκε η ταινία του 1959 με την Ειρήνη Παπά και τον Νίκο ΚούρκουλοΓιατί μνημονεύουμε το ‘21
Keywords
Τυχαία Θέματα