Οι στρατηγικές επιλογές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νέα τάξη πραγμάτων

Η διεθνής σκηνή έχει εισέλθει σε μια δύσκολη εποχή  διαρκών εντάσεων κατά οποία οι κρίσεις στις σχέσεις  των μεγάλων αλλά και αναδυόμενων δυνάμεων δοκιμάζουν τις αντοχές της παγκόσμιας ειρήνης, καθώς ήδη υπάρχουν πολεμικές συγκρούσεις σε πολλά σημεία του πλανήτη.  

Ξεκινώντας από τη δική μας γειτονιά, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία,ο  πρώτος μεγάλος πόλεμος στην Ευρώπη από το 1945, σηματοδοτεί το τέλος της μεταψυχροπολεμικής εποχής και την επιστροφή του αυξημένου ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων τόσο στην Ευρώπη όσο και στον Ειρηνικό καθώς τα διδάγματα της σύγκρουσης φτάνουν πολύ πέρα

από την Ευρώπη, επηρεάζοντας και τον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα. 

 Η καταδικαστέα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τερμάτισε την πρώτη φάση της μεταψυχροπολεμικής εποχής και αποσταθεροποίησε όχι μόνο την ανατολική Ευρώπη, αλλά πυροδότησε έναν πόλεμο δι′ αντιπροσώπων, με το ΝΑΤΟ να πρωτοστατεί και να ενδυναμώνεται εκ νέου, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη φιλόδοξη προσπάθεια μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. 

Ως εκ τούτου, η διεθνής κοινότητα βρίσκεται στη χαραυγή μιας  νέας τάξης πραγμάτων, όπου κάποιοι  μιλούν και για μια νέα μετα-δυτική τάξη με τη δυναμικά αναδυόμενη ομάδα χωρών BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία,  Κίνα, και Νότια Αφρική) εκ των οποίων  η Ρωσία και η Κίνα  αναλαμβάνουν  έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στα διεθνή δρώμενα. 

Εγγυητής Ασφάλειας στην Ευρώπη 

Είναι πολλά τα ζητήματα που ανέδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία καθώς και την αναγκαιότητα εγγυητή της ασφάλειας στην Ευρώπη. Μια αναγκαιότητα που αφενός έφερε για άλλη μια φορά την ΕΕ προ των ευθυνών της σε σχέση με τα επόμενα βήματα της στο πεδίο της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας και, αφετέρου  έφερε στο προσκήνιο την πραγματικότητα για τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ,  ότι μπορούν να προστατευτούν μόνο υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ.  

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη δυναμική επιστροφή του ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και μάλιστα τρία χρόνια μετά  τις δηλώσεις του Γάλλου προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν , όπου μιλούσε για τον «εγκεφαλικό θάνατο του ΝΑΤΟ» (2019).  Ο πόλεμος επιβεβαίωσε εκ νέου την κεντρική θέση της νατοϊκής συμμαχίας με την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών- στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Το ΝΑΤΟ πέραν από το βαθμό της αναβίωσης του, διευρύνθηκε με την εισδοχή δύο νέων μελών που προσκλήθηκαν μέσα σε λίγους μήνες από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας ( Σουηδία- Φιλανδία).  

Από την άλλη πλευρά,  ο πόλεμος στην Ουκρανία απέδειξε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση παρ′ όλα τα σχέδια και τις φιλοδοξίες της, σε μια τόσο κρίσιμη φάση, απέτυχε να επιτύχει τη δική της στρατηγική αυτονομία και να λειτουργήσει με όρους σκληρής ισχύος. 

Ήπια ισχύς vs σκληρής ισχύος 

Όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η Ένωση μέσα από την μεγάλη κρίση που δημιούργησε ο πόλεμος, ανέδειξε ένα νέο ρόλο σε επίπεδο ήπιας ισχύος, την οικονομική ισχύς καθώς σε αυτό το πεδίο λειτούργησε ταχύτατα, ενωτικά και με γρήγορά αντανακλαστικά επιβάλλοντας αφενός σκληρές κυρώσεις προς τη Ρωσία και παρέχοντας αφετέρου, οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία. Μέσα σε λίγες ημέρες από την εισβολή, η ΕΕ μετατράπηκε από έναν οργανισμό αφιερωμένο στην οικονομική συνεργασία σε καιρό ειρήνης σε έναν οργανισμό πρόθυμο και ικανό να διεξάγει έναν οικονομικό πόλεμο. 

Τούτου λεχθέντος, ο οικονομικός πόλεμος αποτελεί  μια νέα υπόθεση για την ΕΕ, καθώς έως σήμερα διαθέτει μεγαλύτερη εμπειρία στη διαπραγμάτευση συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και αναπτυξιακής συνεργασίας παρά στην οργάνωση της αποδέσμευσης  της από έναν σημαντικό εμπορικό εταίρο. Αντί να φέρει τις οικονομίες πιο κοντά - ο συνήθης ρόλος της - οι Βρυξέλλες αναγκάστηκαν να αντιστρέψουν τη διαδικασία και να κόψουν τους δεσμούς μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ σε πολλούς τομείς και με μεγάλο κόστος για τόσο για την Ένωση, όσο και τα Κράτη Μέλη της. 

Διαπιστώνουμε πως η  ΕΕ αντί να περιθωριοποιηθεί σε περίοδο πολέμου, έχει γίνει ο ισχυρός εταίρος της Δύσης στο οικονομικό πεδίο. Εν μέρει, αυτό αντανακλά τη φύση αυτού του συγκεκριμένου πολέμου, καθώς το ΝΑΤΟ και οι σύμμαχοι του πολεμούν δια αντιπροσώπων, τα μέσα τους περιορίζονται στη στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας και σε οικονομικά μέτρα. Ως εκ τούτου,  ο οικονομικός πόλεμος της Δύσης είναι σχεδόν εξίσου σημαντικός με την αποστολή όπλων και την υποστήριξη πληροφοριών.  

Αυτή είναι μια νέα πραγματικότητα που θα πρέπει να αξιολογηθεί δεόντως για τον  ρόλο της ΕΕ στη διεθνή κοινότητα  στο πεδίο της «εξωτερικής της πολιτικής». Κι αυτό γιατί έως ότου ο  διακυβερνητικός χαρακτήρας της  «εξωτερικής  πολιτικής» της Ένωσης τολμήσει  να αναλάβει μεγαλύτερη πεδίο ευθύνης  στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας -κάτι που φαίνεται να αργεί ακόμα, το οικονομικό πεδίο είναι εκείνο στο οποίο η Ένωση μπορεί να είναι πολύ ισχυρή.  

Εν κατακλείδι,  

Σίγουρα, κανείς δεν καλωσορίζει  τους κινδύνους και τις παρατεταμένες κρίσεις που είναι στο προσκήνιο. Οι κρίσεις είναι τρομακτικές και αναδεικνύουν  με γλαφυρό τρόπο το διακύβευμα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Το κλειδί για την ευημερία σε αυτή την εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων  είναι η αξιοποίηση των ευκαιριών που παρουσιάζουν οι κρίσεις καθώς αποτελούν και  ευκαιρίες για εποικοδομητική δράση.  

Στα καθ’ ημάς, μέσα σε ένα τόσο ρευστό διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον , η έναρξη ενός σοβαρού διαλόγου τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ισχυροποίηση της  Ευρώπης στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Στρατηγικής της στη διεθνή σκηνή είναι επιβεβλημένη.  Όχι όμως σε επίπεδο γενικόλογων κειμένων, αλλά στη βάση μιας υπέρβασης της κραταιάς αντίληψης για το διακυβερνητικό χαρακτήρα της ΚΕΠΠΑ..  

Η ΕΕ, από  τον Φεβρουάριο 2022,  απέδειξε ότι μπορεί να είναι ένα παγκόσμιος  αξιόπιστος εταίρος στο πεδίο της οικονομικής ισχύος, ακόμη και με μεγάλο κόστος για τη δική της οικονομία. Στην παρούσα φάση, αυτό παραπέμπει σε μια μεγάλη στρατηγική διαπραγμάτευση που συνδέει την οικονομική ισχύ της ΕΕ με τη στρατιωτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών – γεγονός που αλλάζει τις ισορροπίες δυνάμεων στη Δύση, εξισορροπώντας  τη σκληρή ισχύς των Η.Π.Α. με την οικονομική ισχύς της ΕΕ.  

Όμως καθώς ο χρόνος ξεκίνησε να κυλά αντίστροφα και κάθε βήμα στη διεθνή σκακιέρα για την Ένωση πρέπει να συναρτάται με την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ίσως να είναι η τελευταία ευκαιρία της ΕΕ να προχωρήσει στο επιβεβλημένο διακύβευμα για τη δημιουργία μιας κοινής ενωσιακής εξωτερικής πολιτικής ενδυναμώνοντας το ρόλο της ως παγκόσμιος δρών στις διεθνείς και περιφερειακές προκλήσεις και κινδύνους! Η ισότιμη συμμετοχή της στη νέα γεωπολιτική σκακιέρα, είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία προκειμένου να ενδυναμωθεί το τόξο των δημοκρατικών παγκόσμιων δυνάμεων που διέπονται από τις παγκόσμιες οικουμενικές αξίες για τον πλανήτη.  

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να αρχίσει η δαιμονοποίηση και η αποδόμηση της Ένωσης καθώς πάντα πρέπει να θυμόμαστε τη δήλωση  του ιδρυτή της, Ρομπέρ Σουμάν στη διακήρυξη της  9ης Μαΐου 1950, όπου όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί διά μιας ούτε βάσει ενός μοναδικού σχεδίου. Θα οικοδομηθεί μέσα από απτά επιτεύγματα, που πρώτα θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη.»

***

 Δρ.Ελευθερία Φτακλάκη

Διεθνολόγος/Πολιτικός Επιστήμων

Διδάκτωρ ευρωπαϊκών σπουδών/διεθνών σχέσεων

Μετα-διδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου 

ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΤΕΜε τα μάτια της ΟύρσουλαΚι όμως λειτουργεί! Η Κομισιόν άθελα της παραδέχεται πως η αγορά είναι σωστή
Keywords
Τυχαία Θέματα