Οι ασφαλιστικές εισφορές παραμένουν υψηλές

Η συμφωνία της κυβέρνησης με την τρόικα για μείωση των εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, κατά 2,9 και 1,1 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, από την 1η Ιουλίου αποτέλεσε μια σαφώς θετική εξέλιξη. Υπολογίζοντας και την προηγούμενη μείωση κατά 1,1% το Νοέμβριο του 2012, το συνολικό ύψος των εργοδοτικών εισφορών διαμορφώνεται πλέον στο 24,56% από 28,56% που ήταν πριν.

Πρόκειται για ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, με στόχο τον περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, που αποτελεί αίτημα

του επιχειρηματικού κόσμου για πάνω από μια δεκαετία. Ήδη από τις αρχές του 2000, όταν η Ελλάδα προετοίμαζε την είσοδό της στο ευρώ, είχε αναδειχθεί η αυτή η ανάγκη, ώστε να στηριχθεί η ανταγωνιστικότητα του εγχώριου παραγωγικού τομέα, αλλά και ταυτόχρονα να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας. Δυστυχώς, όπως συνέβη και για μια σειρά από άλλες απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, κανείς δεν έδειξε την απαραίτητη αποφασιστικότητα τον καιρό που έπρεπε. Χρειάστηκε πρώτα να καταρρεύσει η παραγωγική βάση της οικονομίας, να ενσκήψει η κρίση, να χαθεί το 25% του ΑΕΠ της χώρας και να αγγίξει η ανεργία το 30%, για να υπάρξουν μέτρα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας. Κι αυτό έγινε αφού πρώτα ψαλιδίστηκαν οι μισθοί και αφού η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών παρουσιάστηκε ως απαίτηση της τρόικας.

Θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Όμως ακόμα και μετά τη μείωση που αποφασίστηκε, το κόστος των εισφορών στην Ελλάδα παραμένει ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και της ευρωζώνης. Η χώρα μας εμφανίζει το ένατο μεγαλύτερο κόστος μεταξύ των 30 τουλάχιστον χωρών που περιλαμβάνονται στη λίστα του ΟΟΣΑ, όσον αφορά το κόστος των εργοδοτικών εισφορών, ενώ βρίσκεται ακόμα ψηλότερα όσον αφορά το κόστος των εργατικών εισφορών, καταλαμβάνοντας την έκτη θέση. Ο συνολικός συντελεστής κρατήσεων, στον οποίο συνυπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, ο φόρος εισοδήματος και η εισφορά αλληλεγγύης, ανέρχεται σε 43,4% σήμερα και σε 41,45% μετά τον Ιούλιο. Δηλαδή, από αυτά που πληρώνει συνολικά ο εργοδότης για κάθε εργαζόμενο, το 40% και πλέον καταλήγει στο κράτος. Από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, μόνο η Γαλλία ξεπερνά την Ελλάδα ως προς το συνολικό μη μισθολογικό κόστος.

Βεβαίως το θέμα των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί, αν λάβει κανείς υπόψη τα σημερινά δεδομένα του ασφαλιστικού συστήματος. Όταν υπάρχει τόσο υψηλό ποσοστό ανεργίας, ενώ ταυτόχρονα ο αριθμός των συνταξιούχων διαρκώς αυξάνεται, είναι αναμενόμενο να δημιουργούνται τεράστιες πιέσεις για τα ασφαλιστικά ταμεία και να προβλέπονται ελλείμματα για τα επόμενα χρόνια από τις αναλογιστικές μελέτες. Όμως, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει, είναι ένα βασικό όχημα για την επίλυση αυτού του προβλήματος, μέσω της αύξησης της απασχόλησης και του αριθμού των εργαζομένων. Χρειάζονται επομένως περισσότερα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας στην Ελλάδα να καταστεί ανταγωνιστικό και να πλησιάσει στο μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Πρόκειται για ζητούμενο καίριας σημασίας, για το μέλλον μιας οικονομίας που επιχειρεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ξανά, μέσα σε μια ανοιχτή παγκόσμια αγορά.

Keywords
Τυχαία Θέματα