Μηλιός: "Δεν εκλεγήκαμε για να εφαρμόσουμε το 70% του μνημονίου"

Ασκώντας έντονη κριτική προς την κυβέρνηση, αλλά και με επιθέσεις κατά του Γιάννη Βαρουφάκη, το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Μηλιός δημοσίευσε κείμενο στην προσωπική ιστοσελίδα με την εισήγησή του στην εκδήλωση του RPROJECT με τίτλο «Η ώρα της αλήθειας».

Το μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, κάνει λόγο για αθέτηση πληρωμών προς τους διεθνείς πιστωτές αν συνεχίσουν να μην ενδιαφέρονται για τη λαϊκή βούληση στην Ελλάδα,

αλλά με εύσχημο τρόπο δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «ρήξη».

Επιπλέον, σημειώνει πως η κυβέρνηση πατάει σε δύο βάρκες και ότι έχει λάβει εντολή να εμμείνει στις προγραμματικές δεσμεύσεις της. Σημειώνει, δε, πως το κύριο μέτωπο είναι το εσωτερικό.

Ολόκληρη η εισήγηση του Γιάννη Μηλιού έχει ως εξής:

«Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Η σημασία της εκδήλωσής μας αυτής, στην παρούσα ιστορική στιγμή, είναι τεράστια:

Συνενώνουμε ανησυχίες μέσα από τον διάλογο, επομένως ξεπερνάμε διαφωνίες, διατυπώνουμε θέσεις και προτάσεις, βοηθάμε κυβέρνηση να εμμείνει στις προγραμματικές μας δεσμεύσεις, στην εντολή που έλαβε από το εκλογικό σώμα, συμβάλλουμε στην αλλαγή της κοινωνίας.

Θα ξεκινήσω θέτοντας τέσσερα ερωτήματα:

Ποιος είναι ο αντίπαλός μας;

Πρέπει η κυβέρνηση να διαπραγματεύεται με τους δανειστές; Προς όφελος ποίων;

Η όποια συμφωνία επιτευχθεί τις επόμενες μέρες, θα σημάνει το τέλος της διαπραγμάτευσης;

Μπορεί η κυβέρνηση να εξασφαλίσει ένα «καθεστώς συμβίωσης» με τους δανειστές που να μην ανατρέπει το πρόγραμμά μας, και υπό ποιους όρους;

Θα απαντήσω επιγραμματικά στα ερωτήματα, για την οικονομία της συζήτησης. Κατόπιν θα επιμείνω, σύντομα και πάλι, σε κάποια κρίσιμα σημεία.

1) Αντίπαλός μας είναι η στρατηγική του κεφαλαίου σε Ελλάδα και Ευρώπη. Η λιτότητα είναι η «τεχνική» μέσα από την οποία διασφαλίζονται τα συμφέροντα του κεφαλαίου και μάλιστα ως ανακατανομή εξουσίας, πλούτου και εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου, δηλαδή σε κόστος της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Η λιτότητα ενισχύεται από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.

Ο αντίπαλος βρίσκεται εντούτοις πρώτα απ’ όλα στο εσωτερικό της χώρας. Το κύριο μέτωπο είναι το εσωτερικό μέτωπο, είναι η στρατηγική του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει πως η επαγγελία μιας λύσης στη βάση της όποιας εθνικής αναδίπλωσης προσπερνά χωρίς να αντιμετωπίζει το πρόβλημα.

Ο κεντροαριστερός και συντηρητικός πολιτικός κόσμος στην Ελλάδα και οι «Θεσμοί» των δανειστών εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Το δίλημμα επομένως δεν είναι ανάπτυξη ή ύφεση, αναπτυξιακά ή υφεσιακά μέτρα. Το δίλημμα είναι ποια συμφέροντα θα προωθήσει η κυβέρνηση, του κεφαλαίου ή της εργασίας.

2) Η κυβέρνηση πρέπει να διαπραγματεύεται με τους δανειστές. Ζητούμενο είναι να διασφαλίσει τους χρηματοδοτικούς πόρους που απαιτούνται για την υλοποίηση του προγράμματός της, για να προωθήσει τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.3) Αν στην παρούσα φάση υπάρξει συμφωνία, αυτή δεν θα είναι τελική. Τα συμφέροντα του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, όπως εκπροσωπούνται στη διαπραγμάτευση από του «Θεσμούς», θα αφήνουν πάντα κρίσιμα «κενά» και «εκκρεμότητες», επιδιώκοντας τη διαρκή «αναβολή υλοποίησης» των προγραμματικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης, την εξάντληση των αντοχών της, την απογοήτευση του ελληνικού λαού.4) Για να επιτύχει η κυβέρνηση την υλοποίηση του προγράμματός της πρέπει να καταστήσει ξεκάθαρο τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο κύριο μέτωπο, στο εσωτερικό της χώρας, ότι εκπροσωπεί συγκεκριμένα συμφέροντα, αυτά της κοινωνικής πλειοψηφίας. Υλοποιεί συγκεκριμένες δεσμεύσεις, που απορρέουν από την 25η Ιανουαρίου, δεν υποχωρεί.

Αν οι δανειστές αδιαφορούν για τη δημοκρατία και τη βούληση του ελληνικού λαού και απαιτούν τη συνέχιση της λιτότητας στην Ελλάδα (δηλαδή ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να αθετήσει τη βασική εντολή που της έδωσε ο ελληνικός λαός), τότε η λύση είναι μία: Καθυστέρηση των υποχρεώσεων προς τους δανειστές. Με άλλα λόγια, καθυστέρηση πληρωμών μέχρις ότου υπάρξει εξασφάλιση της αναγκαίας για την κοινωνική μας πολιτική χρηματοδότησης.

Εντός της Ζώνης του Ευρώ, μια που η «νομισματική» υποτίμηση της αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι εξίσου ανεπιθύμητη με την «εσωτερική υποτίμηση».

Βασικό ζητούμενο για μας είναι η «αντίστροφη αναδιανομή», που σημαίνει πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης, μεταφορά των βαρών στους «έχοντες», ένα «μνημόνιο για το μεγάλο κεφάλαιο», που θα αποφέρει τα χρηματοδοτικά μέσα για την υλοποίηση του προγράμματός μας. Όρο και προϋπόθεση αποτελούν η θέσπιση ενός ριζοσπαστικού φορολογικού συστήματος, που θα ελαφρύνει την κοινωνική πλειοψηφία και θα κατανέμει τα βάρη στο κεφάλαιο και τον πλούτο, η διεύρυνση του χώρου των κοινωνικών αγαθών στον αντίποδα της λογικής των ιδιωτικοποιήσεων, η δημοκρατία.

Τέλος, εξίσου σημαντικό: Απαιτείται να δώσουμε και πάλι καθοριστικό ρόλο στο Κόμμα, στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αναγκαίο να υπερβούμε τις συχνά παραπλανητικές διαχωριστικές γραμμές των τάσεων του παρελθόντος, να κοιτάξουμε την ουσία, τις πολιτικές θέσεις στη συγκυρία, την πολιτική στρατηγική. Είναι αναγκαίο να συνενωθεί η οριζόντια γραμμή όσων υπερασπίζονται την Αριστερά, τις συνεδριακές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Πριν κλείσω επιτρέψτε μου δυο ακόμα κρίσιμες κατά τη γνώμη μου επισημάνσεις:

Ήδη χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Ο λαός από την πρώτη στιγμή, μας έδειξε ότι βρίσκεται στο πλευρό μας και με τη μαζική παρουσία χιλιάδων πολιτών στους δρόμους, μας άνοιγε το δρόμο να προωθήσουμε όλα αυτά για τα οποία μας ψήφισε. Τις βαθιές τομές που θα αλλάξουν την εικόνα της κοινωνίας και θα δώσουν ελπίδα και κίνητρο στράτευσης και αγώνα στην κοινωνική πλειοψηφία.

Δυστυχώς, ο πολύτιμος χρόνος δεν χάθηκε μόνο από απειρία, πλημμελή προετοιμασία, προβλήματα συντονισμού και οργάνωσης. Χάθηκε κυρίως επειδή ορισμένες φορές η κυβέρνησή μας μοιάζει να επιχειρηματολογεί μέσα στο πλαίσιο της προβληματικής του αντιπάλου. Ας το ξαναπώ: Η λιτότητα λειτουργεί ως στρατηγική για τη μείωση του επιχειρηματικού κόστους. Η λιτότητα μειώνει το κόστος εργασίας του ιδιωτικού τομέα, αυξάνει τα κέρδη ανά μονάδα κόστους (εργασίας) και ως εκ τούτου αυξάνει το ποσοστό κέρδους. Συμπληρώνεται από την οικονομία στη χρήση «υλικού κεφαλαίου» (άλλη μια στρατηγική «συρρίκνωσης της ζήτησης» θα έλεγαν κάποιοι!) και από θεσμικές αλλαγές οι οποίες ενισχύουν την ισχύ των διευθυντών στο εσωτερικό της επιχείρησης και των κατόχων χρηματοπιστωτικών τίτλων στο εσωτερικό της κοινωνίας.

Εμείς είμαστε αντίθετοι στη λιτότητα όχι διότι επιβραδύνει τη συσσώρευση κεφαλαίου, την ανάπτυξη, προσωπικά κάθε άλλο παρά πιστεύω κάτι τέτοιο, αλλά διότι αυτό που μειώνεται μέσα από τη λιτότητα, το κόστος παραγωγής για την καπιταλιστική τάξη, συνιστά το βιοτικό επίπεδο της εργαζόμενης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό ισχύει και για το κράτος πρόνοιας, του οποίου οι υπηρεσίες μπορούν να θεωρηθούν ως μορφή «κοινωνικού μισθού».

Η κυβέρνηση ορισμένες φορές μοιάζει να έχει συνείδηση του γεγονότος αυτού. Ο πρωθυπουργός, στην ομιλία του στο Economic Forum του Economist στις 16/05/2015 δήλωσε: «Το Μνημόνιο δεν ήταν απλώς ένα οικονομικό λάθος, ένα κακό πρόγραμμα, μια παραδρομή. Το Μνημόνιο ήταν η συνειδητή επιλογή να φορτωθούν τα βάρη της οικονομικής κρίσης […] στις πλάτες της μισθωτής εργασίας, στις πλάτες των συνταξιούχων, της αυτοαπασχολούμενης μεσαίας τάξης και των μικρών επιχειρηματιών. […] Ήταν φυσικά δεδομένο και αναμενόμενο ότι αυτή η πολιτική, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε σε μια μακροχρόνια ύφεση που ήταν, όμως, καταρχήν επιθυμητή από τους εμπνευστές του Μνημονίου. Ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν και παρόλα αυτά το έκαναν».

Αντίθετα, ο Υπουργός Οικονομικών ξεκίνησε τη διαπραγματευτική του προσπάθεια δηλώνοντας ότι συμφωνεί με το 70% του Μνημονίου. Όμως, η κυβέρνηση αυτή δεν προήλθε επειδή υποστήριξε το 70% του Μνημονίου – αν μάλιστα το είχε υποστηρίξει ίσως να μην περιλαμβανόταν καν στον κοινοβουλευτικό χάρτη σήμερα.

Keywords
Τυχαία Θέματα