Κρίσιμοι οι επόμενοι μήνες

Μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης και αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε φάση δημοσιονομικής εξισορρόπησης. Οι επιδόσεις στο δημοσιονομικό τομέα παραμένουν εντός στόχων, ενώ τόσο η αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, όσο και η ανταπόκριση ξένων επενδυτών στις κεφαλαιακές αυξήσεις των κυριότερων τραπεζών, αποτυπώνουν τη σταθερή ενίσχυση της διεθνούς εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα.

Ωστόσο, τα προβλήματα

στην πραγματική οικονομία και στην αγορά παραμένουν και μάλιστα αυξάνονται, καθώς η εμμονή στην πολιτική της εξάλειψης των ελλειμμάτων και της μείωσης του πληθωρισμού που επιβάλλει η Γερμανία στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση και στη χώρα μας, εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενισχύουν την ανεργία.

Για να βγει οριστικά η Ελλάδα από την κρίση, αλλά και για να επιστρέψει η ΕΕ σε αναπτυξιακή τροχιά, δεν είναι αρκετή η επίτευξη δημοσιονομικής εξυγίανσης. Απαιτείται μια συνολική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η ρευστότητα στην ευρωπαϊκή αγορά, να πραγματοποιηθούν παραγωγικές επενδύσεις. Για να αποφευχθεί ένας νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός στη χώρα μας και – κυρίως – για να αποκατασταθούν οι απώλειες που προκάλεσε η ύφεση, θα απαιτηθεί στα επόμενα χρόνια ένας μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης άνω του 3%.

Η δυναμική και διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα ανάπτυξη που χρειάζεται η χώρα, απαιτεί και την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στο εσωτερικό με αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης που δεν εκπορεύονται από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των εταίρων και των δανειστών της. Απαιτείται η ανάδειξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο θα εστιάζει στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, στην καινοτομία και στην οικονομία της γνώσης. Κινητήριος μοχλός σε αυτό μοντέλο δεν μπορεί να είναι πλέον το κράτος, αλλά η εξωστρεφής και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα.

Δυστυχώς, η πορεία μετάβασης στο νέο αυτό αναπτυξιακό πρότυπο καθυστερεί χαρακτηριστικά. Η μέχρι τώρα υποχώρηση της ύφεσης έχει στηριχθεί κυρίως στην αύξηση της εξωτερικής ζήτησης για υπηρεσίες, κυρίως στον τομέα του τουρισμού, καθώς και στην ελαφρά ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Οι εξαγωγές αγαθών, που οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό καθηλωμένες. Η βιομηχανική παραγωγή δεν ανακτά τη δυναμική της και η επενδυτική δραστηριότητα περιορίζεται. Μια σειρά από προβλήματα, με κυριότερα το εχθρικό φορολογικό περιβάλλον, τις δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης και τη χαμηλή αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, εξακολουθούν να εμποδίζουν τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.

Είναι πολλά αυτά που πρέπει ακόμη να γίνουν, πολλά που πρέπει ακόμη να αλλάξουν για να διασφαλίσουμε ότι η κρίση θα περάσει και θα μείνει οριστικά στο παρελθόν. Η επιτάχυνση και η ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία και στο κράτος, ο εξορθολογισμός και η μείωση της φορολογίας, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, με μακρόπνοο προσανατολισμό, οφείλουν σήμερα να αναδειχθούν σε κυρίαρχες προτεραιότητες.

Ταυτόχρονα, βεβαίως, απαιτείται μια ευρύτερη αλλαγή πολιτικής σε επίπεδο ευρωζώνης, με στροφή από τη σκληρή λιτότητα στην ανάπτυξη μέσω ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, έκδοσης ευρωομολόγων και χαλάρωσης των τραπεζικών κριτηρίων. Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, οι επόμενοι μήνες προβλέπονται κρίσιμοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και για τη μετάβασή της στη μετα-μνημονιακή εποχή. Αναμένουμε από όλες τις πλευρές την απαιτούμενη υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα.

Keywords
Τυχαία Θέματα