ΤτΕ: Σε κατασκευές και ακίνητα τα μεγαλύτερα «φέσια» στην αγορά

Της Στεφανίας Σούκη

Περισσότερους στρατηγικούς κακοπληρωτές από άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζουν οι κλάδοι κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, αφού από ένα δείγμα 2500 επιχειρήσεων με δανειακά ανοίγματα πάνω από 1 εκατ. ευρώ, 500 από αυτές κατατάχθηκαν στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών, έναντι μιας στις έξι για το σύνολο των κλάδων της οικονομίας.

Τα στοιχεία προέρχονται από δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος και παρουσίασε χθες ο υποδιοικητής

της ΤτΕ, κ. Θεόδωρος Μητράκος, στο πλαίσιο του συνεδρίου της 17ης Prodexpo που ολοκληρώνεται σήμερα. «Υπάρχουν κάποιες επιχειρήσεις στους κλάδους κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας που, ενώ τα οικονομικά τους μεγέθη δείχνουν ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, επιλέγουν να καθυστερούν στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των τραπεζών, οι αποκαλούμενοι "στρατηγικοί κακοπληρωτές"», ανέφερε ο κ. Μητράκος. Σημειωτέον ότι κατασκευαστικός κλάδος και εταιρείες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, αποτελούν δύο κλάδους που απορροφούν περίπου το 16% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις.

Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα

Συνολικά, ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μια απλή αναφορά καθιστά φανερό το μέγεθος του προβλήματος: Τον Ιούνιο του 2016, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ελλάδα ανήλθε σε 45,1% (από 4,5% το 2007), περίπου οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (5,7% το Μάρτιο του 2016). Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (67,2%), στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59,9%) και στα καταναλωτικά δάνεια (55,3%). Στα στεγαστικά δάνεια ανέρχεται στο 44,7% (κοντά στο μέσο όρο), ενώ χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (29,1%).

Όσον αφορά στους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρείται στην εστίαση (79,5%), στην κλωστοϋφαντουργεία (75,9%), στον κλάδο ξυλείας, χάρτου και επίπλων (71,7%) αλλά και στη γεωργία (62,7%). Αντίθετα, πολύ μικρό ποσοστό παρατηρείται στον κλάδο ενέργειας και πετρελαιοειδών (4,5%) και σχετικά μικρό στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (27,5%).

Είναι προφανές ότι η διαμόρφωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο αποτελεί τροχοπέδη τόσο στη λειτουργία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος όσο και στην επιχειρηματική δραστηριότητα γενικότερα. Μειώνει τα έσοδα των τραπεζών και επιτείνει την ανάγκη σχηματισμού προβλέψεων αυξάνοντας το κόστος δανεισμού, ενώ περιορίζει τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στερώντας πολύτιμους πόρους από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Η εικόνα των κλάδων κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας

Σύμφωνα με στοιχεία Ιουνίου 2016, από ανοίγματα (δηλαδή δάνεια, εγγυητικές επιστολές κ.λπ.) ύψους 23,5 δισεκ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί προς επιχειρήσεις των δύο προαναφερθέντων κλάδων, περισσότερα από τα μισά (12,9 δισεκ. ευρώ, 54,9%) καταγράφονται ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Τα 2/3 από αυτά αφορούν δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και καταγγελμένα δάνεια, ενώ το υπόλοιπο 1/3 αν και προς το παρόν εξυπηρετείται κανονικά κρίνεται ότι είναι αβέβαιης είσπραξης (δηλ. υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσει πρόβλημα στο μέλλον). Οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ήδη συνομολογήσει ρυθμίσεις για δάνεια ύψους 4,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εμφανίζει εκ νέου πρόβλημα. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των κλάδων κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας εμφανίζεται χειρότερη σε σύγκριση με το μέσο όρο των επιχειρηματικών δανείων (ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 44,7%). Σημειώνεται πάντως ότι για τους εν λόγω κλάδους οι τράπεζες έχουν σχηματίσει συσσωρευμένες προβλέψεις ύψους 6,4 δισεκ. ευρώ.

Η χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων στους δύο αυτούς κλάδους έχει σαφέστατα επηρεαστεί αρνητικά από τη μεγάλη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και των εμπορικών αξιών και των μισθωμάτων τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων. Ειδικότερα, οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιπροσωπεύουν πλέον μόλις το 0,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), από 9,9% το 2007, συμπαρασύροντας σε χαμηλότερο επίπεδο και το σύνολο των επενδύσεων σε κατασκευές (β΄ τρίμηνο 2016: 4,7% του ΑΕΠ, 2007: 13,4% του ΑΕΠ).

Όσον αφορά τις τιμές των διαμερισμάτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος από τα πιστωτικά ιδρύματα, παρατηρήθηκε επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης των τιμών κατά τη διάρκεια του 2016. Το δεύτερο τρίμηνο του 2016 μειώθηκαν κατά 2,7% σε ετήσια βάση (από μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 5% το 2015). Σωρευτικά, οι τιμές των διαμερισμάτων, σε ονομαστικούς όρους, μειώθηκαν κατά 41,4% από το 2008 έως το β΄ τρίμηνο του 2016 (-45,5% σε πραγματικούς όρους).

Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος από τις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας και τα πιστωτικά ιδρύματα, το 2015 οι αγοραίες αξίες των γραφειακών χώρων υψηλών προδιαγραφών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, ενώ οι αντίστοιχες τιμές καταστημάτων παρουσίασαν μείωση περίπου 3,5% για το σύνολο της χώρας. Σωρευτικά από το 2010 έως το τέλος του 2015 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι ονομαστικές αξίες των γραφειακών χώρων και των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών για το σύνολο της χώρας υποχώρησαν περίπου κατά 30%. Όσον αφορά τις προσόδους από επαγγελματικά ακίνητα, τα μισθώματα γραφείων εμφάνισαν τάσεις σταθεροποίησης εντός του 2015, ενώ τα μισθώματα των καταστημάτων παρουσίασαν μείωση 6,3% για το σύνολο της χώρας. Σωρευτικά η μείωση των μισθωμάτων γραφείων και καταστημάτων από το 2010 ανέρχεται περίπου σε 30% και 35% αντίστοιχα.

Τα ανωτέρω μεγέθη έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον τραπεζικό τομέα, αφού η μείωση των τιμών των ακινήτων μειώνει και την αξία των εξασφαλίσεων των δανείων και φυσικά επηρεάζει αρνητικά την πιστωτική συμπεριφορά των δανειοληπτών και τις πιθανές ανακτήσεις από τη ρευστοποίηση των εμπράγματων ασφαλειών. Πόσο μάλλον όταν τα οικιστικά και εμπορικά ακίνητα αποτελούν το 82% των εξασφαλίσεων που έχουν οι τράπεζες για τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (χωρίς να συνυπολογίζονται στις εξασφαλίσεις οι προσωπικές και εταιρικές εγγυήσεις).

Τα επόμενα βήματα

Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί, με βάση τη μέχρι τώρα υλοποίηση του σχεδιασμού της ΤτΕ και την ανταπόκριση των τραπεζών στις εποπτικές απαιτήσεις και στο μέγεθος του προβλήματος, αντανακλάται, κατά τον κ. Μητράκο στη σταθεροποίηση του ποσοστού μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων το πρώτο εξάμηνο του 2016. Ο ίδιος εκτίμησε επίσης ότι μέσα στο επόμενο δεκαήμερο θα δοθεί από την ΤτΕ η πρώτη από τις άδειες σε εταιρείες (αιτήσεις έχουν γίνει από 5 εταιρείες) για τη διαχείριση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Απαιτούνται ωστόσο και άλλα βήματα τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες πρέπει:
• να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε νέες καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας με εξαγωγικό προσανατολισμό, συμβάλλοντας στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου,
• να δώσουν έμφαση σε ρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, καθώς η μέχρι πρόσφατα ακολουθούμενη πρακτική παροχής βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων παρατείνει μόνο το πρόβλημα δεσμεύοντας πολύτιμους παραγωγικούς πόρους,
• να προβούν σε συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών πιστούχων, συνθήκη αναγκαία για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων και την ταχεία εφαρμογή τους,
• να συνεισφέρουν τεχνογνωσία στην αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων, με αλλαγές στη δομή, στον επιχειρηματικό σχεδιασμό και, όπου είναι αναγκαίο, στη διοίκηση των επιχειρήσεων,
• να ενισχύσουν τις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου τους, ώστε να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση και τη διαφάνεια στην αντιμετώπιση των δανειοληπτών.

Από την πλευρά της η Πολιτεία πρέπει να επιταχύνει την υλοποίηση πρόσθετων δράσεων για να διασφαλιστεί ότι θα αρθούν και τα τελευταία μικρά θεσμικά και διοικητικά εμπόδια.

Ειδικότερα, απαιτούνται:
• Αναμόρφωση του πλαισίου εξωδικαστικού διακανονισμού χρέους, ώστε να υπάρξουν δυνατότητες ταχείας, αποτελεσματικής και διαφανούς ρύθμισης χρεών προς ιδιωτικούς φορείς (τράπεζες και προμηθευτές) και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου (π.χ. φορολογικές αρχές, ασφαλιστικά ταμεία),
• Βελτίωση των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού συστήματος και ενίσχυση των ανθρώπινων πόρων του,
• Παροχή χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και συμβουλευτικής υποστήριξης σε (υπερχρεωμένα) νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες,
• Επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων για τους δανειστές,
• Εισαγωγή διατάξεων που θα διασφαλίζουν τη συνεργασία των μετόχων στις προσπάθειες των τραπεζών για εξυγίανση επιχειρήσεων και θα παρέχουν νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και των εκπροσώπων του Δημοσίου όταν προβαίνουν σε διαγραφή οφειλών με καλή πίστη και στόχο την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών και του Δημοσίου.
• Επιτάχυνση στην έκδοση των αναγκαίων κανονιστικών πράξεων και στη δημιουργία των διοικητικών υποδομών που επιτρέπουν την απρόσκοπτη εφαρμογή των ήδη νομοθετημένων μεταρρυθμίσεων.

Χρηματοδότηση επιχειρήσεων και ανάπτυξη

Η οικονομική δραστηριότητα, όπως ανέφερε ο κ. Μητράκος, δείχνει σημάδια σταθεροποίησης και οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στην άμεση επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, εξέλιξη στην οποία θα λειτουργήσουν ως καταλύτες τα ακόλουθα ορόσημα:

• Η ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία θα καταδείξει την προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στην εφαρμογή του προγράμματος.
• Η μακροχρόνια βιώσιμη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, η οποία θα περιορίσει την αβεβαιότητα για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
• Η συμμετοχή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης τόσο του Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

Keywords
Τυχαία Θέματα