Τι λένε οι διοικήσεις ΟΤΕ, Vodafone, Wind για φορολογία, τιμές, 5G και εικονικούς παρόχους

Της Στεφανίας Σούκη

Το 2018 θα είναι το δεύτερο έτος κατά το οποίο η εγχώρια αγορά τηλεπικοινωνιών, έχοντας χάσει το 40% του τζίρου της μέσα στην κρίση, θα παρουσιάσει αύξηση έστω και κατά 1-2 μονάδες. To θέμα ωστόσο της φορολογίας παραμένει ένα μεγάλο «αγκάθι» για τον κλάδο και θα πρέπει να επαναξιολογηθεί και να υπάρξει ένας πιο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, ώστε η Ελλάδα να ανέβει στο τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Αυτό επεσήμαναν οι διοικήσεις των τριών μεγάλων παρόχων, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος

του ΟΤΕ κ. Μιχάλης Τσαμάζ, ο επικεφαλής της Vodafone Ελλάδας κ. Χάρης Μπρουμίδης και ο κ. Νάσος Ζαρκαλής από την Wind Hellas στην ανοικτή συζήτηση στο 20ο συνέδριο «Infocom World», υποστηρίζοντας επιπλέον ότι η εγχώρια αγορά παραμένει ανταγωνιστική και οι τιμές χαμηλές, την ίδια στιγμή που ο κλάδος βρίσκεται μπροστά στη μεγάλη πρόκληση του 5G.

«Οσον αφορά συνολικά την οικονομία, από πέρυσι αρχίσαμε να βλέπουμε μία σταθεροποίηση και φέτος είδαμε κάποια πρώτα σημάδια βελτίωσης και στους δείκτες κατανάλωσης. Επομένως, έχουμε δεί μία ανάκαμψη τόσο στην σταθερή όσο και στην κινητή τηλεφωνία και σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ικανοποιημένοι κι ότι αυτό ευχόμαστε να συνεχιστεί. Τα βήματα, ωστόσο, είναι ακόμη διστακτικά και δεν είναι ακόμη αυτά που θα θέλαμε σε σχέση με τις εξελίξεις, συνολικά, στην τεχνολογία», ανέφερε ο κ. Τσαμάζ. Για το 5G, τις άδειες κινητής τηλεφωνίας πέμπτης γενιάς, «θα πρέπει η ελληνική Πολιτεία να λάβει υπόψη και τα οικονομικά των εταιρειών, ώστε να θέσει σε λογικά πλαίσια των πήχη σε σχέση με τις τιμές».

Οι εταιρείες φαίνεται ότι συντάσσονται περισσότερο με μοντέλα όπως π.χ. το φινλανδικό όπου τα τιμήματα που καταβλήθηκαν για τις άδειες ήταν χαμηλότερα, ώστε να πριμοδοτηθούν οι επενδύσεις σε νέα δίκτυα.

Κοιτάζοντας το μέλλον, ο επικεφαλής του ΟΤΕ ανέφερε ότι σε μία πενταετία από σήμερα η εμπειρία του πελάτη θα είναι πραγματικά μοναδική όσον αφορά τις υπηρεσίες. «Η επίδραση που έρχεται στις αγορές και στην ανθρωπότητα από την τεχνολογία και την εξέλιξή της είναι τρομακτική, με θετικές και αρνητικές επιδράσεις, κάτι που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Το σημαντικό είναι όλο αυτό να το λάβουν υπόψη τους και οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες της Ε.Ε., δεδομένου ότι σε σχέση με άλλες αγορές όπως η Αμερική και η Ασία, είμαστε ήδη πίσω ως Ευρώπη. Η υπερβολική ρύθμιση και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες των Βρυξελλών έχουν δημιουργήσει κατακερματισμό της αγοράς των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας με τεράστια προβλήματα στις εταιρείες και άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους σε σχέση με τις αντίστοιχες της ασιατικές ή τις αμερικάνικες. Αν δεν αλλάξει αυτή η νοοτροπία θα δούμε ευρωπαϊκές εταιρείες να εξαγοράζονται από ασιατικές και αμερικάνικες με ό,τι αυτό σημαίνει για τις θέσεις εργασίας».

Οσον αφορά τον ίδιο τον ΟΤΕ, ο κ. Τσαμάζ ανέφερε ότι ο όμιλος μέσα στην κρίση επένδυσε πάνω από 2,5 δισ. ευρώ. «Συνεχίζουμε να επενδύουμε σε σταθερή και κινητή. Στην πρώτη έχουμε ήδη ολοκληρώσει τις 13.000 καμπίνες με βάση την τεχνολογία VDSL / vectoring και μέχρι το τέλος του 2019 θα έχουμε συνδέσει 15.500 καμπίνες, δίνοντας τη δυνατότητα για υψηλότερες ταχύτητες έως 200 Mbps. Επιπλέον, έχει ξεκινήσει η επέκταση του Fiber to the Home, με στόχο στην επόμενη τετραετία περίπου 1.000.000 νοικοκυριά να έχουν ταχύτητες του 1 Gbps».

Από την πλευρά της Vodafone Ελλάδος, ο κ. Μπρουμίδης υποστήριξη ότι «για πρώτη φορά πέρυσι το πρόσημο δεν ήταν αρνητικό. Η χρήση μέσα στην κρίση αυξήθηκε, η χρήση της φωνής έμεινε σχεδόν σταθερή, ενώ η χρήση των δεδομένων πολλαπλασιάστηκε, άρα η πτώση προήλθε κατά τα 2/3 από την κατάρρευση των τιμών στα χρόνια αυτά σε σχέση με την πρό κρίσης εποχή. Αν το βλέμμα μας είναι από το παρελθόν προς το παρόν θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι, λόγω έστω και της οριακής ανόδου.

Ωστόσο, κοιτάζοντας το μέλλον η ανάπτυξη αυτή είναι αναιμική. Η Ελλάδα πρέπει να περάσει ένα επενδυτικό σόκ. Στις τηλεπικοινωνίες πραγματοποιούμε επενδύσεις, έχουμε ωστόσο μπροστά μας το 5G όπου θα κληθούμε να πληρώσουμε φάσμα και να πραγματοποιήσουμε νέες επενδύσεις κι όλα αυτά θα πρέπει να εξεταστθούν».

Αναφορικά με τις τιμές στην αγορά, ο κ. Μπρουμίδης ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα υπερφορολογημένη, «από τις δύο- τρείς χώρες που βρίσκονται υψηλότερα σε φορολογικούς συντελεστές πανευρωπαϊκά και άρα όταν συγκρίνεται με την υπόλοιπη Ευρώπη θα πρέπει να συγκρίνεται με τους ίδιους όρους. Ολοι καταλαβαίνουμε τις δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας. Ωστόσο, η Ελλάδα κοιτάει μόνο το παρόν ή -το πολύ- σε ορίζοντα ενός έτους, υποθηκεύοντας όμως το μέλλον και αφαιρώντας τελικά αξία.

Είναι σημαντικό η χώρα μας να ανέβει στο τρένο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπου τα πράγματα είναι ακραία, οι τεχνολογίες είναι επιθετικές, όπερ σημαίνει ότι θα υπάρχουν χώρες, οργανισμοί και άνθρωποι δύο και τριών ταχυτήτων και η απόσταση ανάμεσα στις ταχύτητες θα είναι πολύ μεγάλη. Αρα θα πρέπει να υπάρξει ένας πιο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός ειδικά όσον αφορά τη φορολογία. Το τεράστιο κύμα που έρχεται με τις νέες, επιθετικές τεχνολογίες είναι κάτι που πρέπει να μπεί στο μυαλό όλων, αυτών που διαμορφώνουν τις στρατηγικές αλλά και των παρόχων. Η Ελλάδα, ή θα μείνει εξω από αυτό- οπότε η διαφορά της με τον υπόλοιπο κόσμο θα είναι χαώδης- είτε θα μπορεί να αδράξει τη μεγάλη ευκαιρία που δίνουν ακριβώς οι επιθετικές τεχνολογίες για συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες».
Ο κ. Μπρουμίδης δεν παρέλειψε να σχολιάσει θετικά τις εξελίξεις σε ένα από τα δύο διαχρονικά, όπως τα χαρακτήρισε, προβλήματα της αγοράς, την υπερφορολόγηση και την αδειοδότηση. «Ως προς το δεύτερο, θα πρέπει να πούμε ότι υπάρχει ένα σχέδιο νόμου που ανεξάρτητα από τις όποιες αδυναμίες, ξεκινά από την καλή πρόθεση που δεν είναι τεχνοφοβική και από τις ευθύνες που αναλαμβάνει πλέον η ελληνική Πολιτεία».

Από μέρους του τρίτου παίκτη της αγοράς, ο κ. Ζαρκαλής ανέφερε ότι «πράγματι το 2018 βρισκόμαστε σε ένα καλύτερο σημείο, μετά το το 2017 που ήταν και ο πρώτος χρόνος σταθεροποίησης της αγοράς. Η άνοδος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο κομμάτι των επενδύσεων, κάτι που φαίνεται και από τους μεγάλους όγκους που πουλάμε στους Ελληνες καταναλωτές, κυρίως στα data, έστω κι αν αυτό γίνεται σε χαμηλές τιμές». Ο επικεφαλής της Wind υπεραμύνθηκε της ανταγωνιστικότητας της αγοράς και αναφέρθηκε στη διάδοση αντιλήψεων «από επιδερμικές αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός κι ότι έχουμε από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη. Το πόσο ανταγωνιστική είναι αυτή η αγορά φάνηκε στα χρόνια της κρίσης, μία περίοδο κατά την οποία συνεχίσαμε πολύ έντονα τις επενδύσεις, όταν άλλοι κλάδοι που μπορεί να πήγαιναν καλύτερα και να μην είχαν πτώση 40% όπως είχαν οι τηλεπικοινωνίες, δεν επένδυσαν απολύτως τίποτα! Οι πραγματικές, τεχνοκρατικές αναλύσεις δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες, σε χρεώσεις, χώρες της Ε.Ε. ακόμη και με τους πολύ υψηλούς φόρους και αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν έρχονται οι εικονικοί πάροχοι στην ελληνική αγορά, γιατί βλέπουν ότι δεν …βγαίνουν».

Στο (επίκαιρο) θέμα των εικονικών παρόχων, την ίδια άποψη εξέφρασαν τόσο ο κ. Τσαμάζ, όσο και ο κ. Μπρουμίδης επισημαίνοντας ότι «συζητήσεις έχουν γίνει με ενδιαφερόμενους, οι οποίοι ωστόσο βλέπουν ότι τα περιθώρια κέρδους είναι χαμηλά και άρα δεν βλέπουν ότι μπορεί να έχουν ένα βιώσιμο εμπορικό πλάνο στην Ελλάδα». «Υπάρχει η δυνατότητα να μπούν οι εικονικοί πάροχοι, είναι όμως θέμα τιμών και μέχρι τώρα έχουν έρθει αρκετοί γι’ αυτό τον σκοπό αυτό, ωστόσο βλέπουν ότι τα περιθώρια είναι πολύ μικρά γι’ αυτούς. Επίσης, οι τρείς πάροχοι της κινητής προσφέρουν μεγάλη γκάμα προΪόντων με αποτέλεσμα να καλύπτουν μεγάλο κομμάτι της ζήτησης», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσαμάζ.

Στο σχεδιασμό της κυβέρνησης για την ενίσχυση της ευρυζωνικότητας και των δικτύων νέας γενιάς, αναφέρθηκε ο γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Βασίλης Μαγκλάρας, αναφερόμενος και στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου «για να ξεκαθαριστεί το πλαίσιο με τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας παρά τις πιέσεις από διάφορες πλευρές. Ανασχεδιάσαμε τα έργα του Εθνικού Σχεδίου Ευρυζωνικότητας με διπλασιασμό της δημόσιας δαπάνης. Η πρώτη δράση είναι το Superfast Broadband (κουπόνι ενίσχυσης της χρήσης των ευρυζωνικών υπηρεσιών), όπου τα πρώτα μηνύματα είναι πολύ θετικά και θεωρούμε ότι σταδιακά θα αποτελέσει τον καταλύτη για την εξάπλωση των δικτύων νέας γενιάς». Παράλληλα προωθούνται δύο ακόμα πρωτοβουλίες με κουπόνι, το κουπόνι διασύνδεσης επιχειρήσεων και το κουπόνι εσωτερικής δικτυακής υποδομής και αναμένονται οι εγκρίσεις του ΕΣΠΑ. Επιπλέον, το έργο Ultrafast Broadband, προϋπολογισμού άνω των 600 εκατ. ευρώ, είναι ήδη σε διαβούλευση και «ευελπιστούμε πως θα κατατεθεί ο φάκελος μεγάλου έργου στην Ε.Ε. μέχρι το τέλος του χρόνου».

Keywords
Τυχαία Θέματα