Τι μπορεί να πράξει η Γερμανία σχετικά με τα συσσωρευμένα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών;

Από την αρχή της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρώπη το 2010 η Γερμανία δέχεται πυρά για το μεγάλο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της. Μάλιστα κατηγορείται ότι το υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της γερμανικής οικονομίας, το οποίο υπερβαίνει το 6,5% κατά μέσο όρο τα τρία τελευταία έτη.

Σύμφωνα με όλες τις οικονομικές προσεγγίσεις η Γερμανία θα πρέπει να αλλάξει την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής της λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αύξηση της καθαρής επενδυτικής θέσης της και τους κινδύνους μελλοντικών

απωλειών των υπέρογκων εθνικών αποταμιεύσεών της που ενυπάρχουν σε ένα ρευστό και αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον όπως το σημερινό αλλά και στο προβλεπτό μέλλον.

Νομίζω ότι αυτό είναι ένα κριτήριο το οποίο η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη. Διότι όπως φαίνεται όλες οι υπόλοιπες επιχειρηματολογίες δεν λαμβάνονται υπόψη από τις γερμανικές κυβερνήσεις.
Δυστυχώς εκτός από την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων1 τουλάχιστον στο επίπεδο των υπολοίπων αναπτυγμένων χωρών φαίνεται ότι δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις σήμερα στο τραπέζι για τη Γερμανία για την επίλυση του καυτού αυτού θέματος.

Συγκεκριμένα:

Οι γερμανικές τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν στο εξωτερικό μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Τη θέση τους σε μεγάλο βαθμό κατέλαβε το ΕΣΚΤ διαμέσου του συστήματος Target22 κυρίως προς τις περιφερειακές χώρες και τις τράπεζες της ευρωζώνης.

Με τον τρόπο αυτό σημαντικότατο τμήμα του δανεισμού των ιδιωτικών τραπεζών στο εξωτερικό μετατράπηκε σε δημόσιο δανεισμό.

Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης η μείωση της αξίας των διακρατουμένων ξένων χρεογράφων ισοσκελίστηκε από τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αλλά συγχρόνως αυξήθηκε ο κίνδυνος λόγω της υπάρχουσας αβεβαιότητας στο σύστημα.

Τι θα πρέπει να πράξει η Γερμανία σχετικά με τα συσσωρευμένα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τα οποία ανέρχονται σε 70,0% του ΑΕΠ την περίοδο 1991-2013.

Στη Γερμανία παρατηρείται το πρωτοφανές γεγονός ότι η διαμεσολάβηση της διαχείρισης του τεράστιου πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήκει ολοκληρωτικά στον ιδιωτικό τομέα διότι το πλεόνασμα προέρχεται πρωτίστως από τον παραγωγικό τομέα της γερμανικής οικονομίας και κυρίως το μεταποιητικό.

Αυτό δυσκολεύει αφάνταστα, ή και καθιστά σχεδόν αδύνατη τη διαμεσολάβηση του από τον δημόσιο τομέα.

Επίσης η ύπαρξη της ΕΚΤ δεν επιτρέπει τη διαχείριση των πλεονασμάτων με τον τρόπο που το πράττουν άλλες κεντρικές τράπεζες όπως της Ιαπωνίας ή της Ελβετίας.
Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται πραγματικά ότι υπάρχει ένα πρόβλημα.

Στον αντίποδα βλέπουμε πχ, την Κίνα ή τη Σιγκαπούρη να διαχειρίζονται τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους μέσω εθνικών funds [sovereign wealth fund (SWF)] στα οποία η παρέμβαση του κράτους είναι καταλυτική.

Μάλιστα η Κίνα χρησιμοποιεί τα πλεονάσματά της με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί την συναλλαγματική της πολιτική.

Επίσης υπάρχουν άλλες χώρες όπως η Ολλανδία οι οποίες τοποθετούν τα πλεονάσματά τους για την εξυπηρέτηση των μακροχρονίων υποχρεώσεών τους στο κεφαλαιοποιητικό τους σύστημα κάτι που είναι δύσκολο να πράξει η Γερμανία λόγω του ότι το σύστημά της είναι αναδιανεμητικό και με σαφές θεσμικό πλαίσιο.

Όπως είναι γνωστό , η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας είναι τραπεζοκεντρική. Το λεγόμενο οικονομικό υπόδειγμα του Ρήνου στηρίζεται στον τραπεζικό τομέα σε πλήρη αντίθεση με το λεγόμενο αγγλοσαξονικό οικονομικό υπόδειγμα στο οποίο στηρίζεται πρωτίστως στο χρηματιστήριο αξιών. Αυτό σημαίνει ότι ίσως η μοναδική εφικτή λύση στην παρούσα συγκυρία για τη Γερμανία, είναι η επαναλειτουργία του τραπεζικού συστήματος ως διαμεσολαβητή της διοχέτευσης της ρευστότητας σε μακροχρόνιες επενδύσεις. Αυτό σημαίνει όμως «άνοιγμα» του συνολικού τραπεζικού συστήματος και όχι μόνο των δύο μεγάλων τραπεζών κάτι που η Γερμανία το αποφεύγει με κάθε τρόπο, διότι απλούστατα σε αυτό τον τρόπο λειτουργίας στηρίζει ολόκληρο το οικονομικό υπόδειγμα ανάπτυξής της. Παράλληλα το «άνοιγμα» αυτό σημαίνει μεγαλύτερη έκθεση στους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους και δεν εξασφαλίζει τις επιθυμητές αποδόσεις.

Η Γερμανία αντιμετωπίζει ένα σημαντικό δίλημμα η λύση του οποίου δεν είναι εύκολη. Όμως ταυτόχρονα απαιτείται να βρεθεί λύση. Όσο διαιωνίζεται το πρόβλημα, απλά διογκώνεται και η λύση του γίνεται δυσκολότερη. Παράλληλα δημιουργεί «προβλήματα στους γείτονες» και δυσκολεύει αφάνταστα οποιαδήποτε σκέψη για τη θετική διαιώνιση της παρούσας κατάστασης.

Blogger Κώστας Μελάς
Keywords
Τυχαία Θέματα