Τα όρια της ανάπτυξης

Γίνεται όλο και πιο συνηθισμένη η διπλή εικόνα που παρουσιάζει η οικονομική ειδησεογραφία το τελευταίο διάστημα. Από τη μια, εξελίξεις όπως η καλή πορεία των ομολόγων, η αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης και από την άλλη η διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την Εφορία και τα Ταμεία, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί. Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: είναι δυνατόν να υπάρξει σημαντική και διατηρήσιμη ανάπτυξη σε μια οικονομία όπου οι μισοί ενεργοί πολίτες έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές στην Εφορία, ένα εκατομμύριο από αυτούς έχουν υποστεί κατάσχεση και περίπου μισό εκατομμύριο φυσικά

και νομικά πρόσωπα με κόκκινα δάνεια περιμένουν τους πλειστηριασμούς;

Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα φορολογικά έσοδα κάθε χρόνο είναι πάνω κάτω 47 δισ. ευρώ. Αυτά μπορεί να δώσει η οικονομία. Ο,τι παραπάνω επιβάλλεται γίνεται ληξιπρόθεσμη οφειλή την οποία «κυνηγάει» η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Είναι δεδομένο ότι τα επόμενα χρόνια όπου το Δημόσιο θα πιέζεται για έσοδα προκειμένου να παραγάγει τα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα η πίεση θα συνεχιστεί. Βέβαια, η πίεση δεν είναι ομοιόμορφη, δεδομένου ότι η φοροδιαφυγή παραμένει εκτεταμένη και αυτό φαίνεται και στην ιδιωτική κατανάλωση που αυξάνεται παρά τη συγκράτηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Το ερώτημα παραμένει όμως: γίνεται ανάπτυξη με τα μισά νοικοκυριά υπό κατάσχεση;

Το δεύτερο ερώτημα αφορά το περιεχόμενο της ανάπτυξης. Πολλή κουβέντα γίνεται από όλο το πολιτικό φάσμα για ανάπτυξη που θα στηρίζεται στην «οικονομία της γνώσης», η οποία συνδέεται με υψηλές αμοιβές και προστιθέμενη αξία, αλλά στην πράξη η ελληνική οικονομία παραμένει προσανατολισμένη στον τουρισμό, ο οποίος συνδέεται με χαμηλές αμοιβές και ένταση εργασίας.

Καλός ο τουρισμός, αλλά δεν αρκεί για να ανέβει ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο της χώρας.

Το παράδειγμα, όμως, είναι ενδεικτικό: τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός αυξάνεται -κυρίως χάρη στη συγκυρία και όχι λόγω διαρθρωτικών αλλαγών-, αλλά τα έσοδα παραμένουν στάσιμα. Το 2015 ήρθαν 23,6 εκατομμύρια τουρίστες, το 2016 έφτασαν τα 27,5 εκατομμύρια και πέρυσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις (δεν έχουν βγει τα οριστικά στοιχεία), περίπου 29 εκατομμύρια. Ωστόσο, τα έσοδα από τον τουρισμό το 2016 είχαν μειωθεί (13,2 δισ. ευρώ) ενώ το 2017 αυξήθηκαν μεν, αλλά θα κινηθούν λίγο πάνω από το επίπεδο του 2015 (14,2 δισ. ευρώ). Με λίγα λόγια, παρότι η χώρα διαθέτει το καλύτερο φυσικό πλεονέκτημα, δεν παράγει αντίστοιχο προϊόν, αφού περιορίζεται να πουλάει «ήλιο - θάλασσα - αρχαία» κυρίως σε πελάτες χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Και αυτό στην ουσία μόνο για δύο-δυόμισι μήνες το καλοκαίρι.

Η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι διεθνές κέντρο για τη μεσογειακή διατροφή και τον πολιτιστικό τουρισμό, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα μας δεν διαθέτει ούτε υποδομές, ούτε σχεδιασμό για τουρισμό υψηλής ποιότητας. Ούτε μια σχολή σεφ δεν υπάρχει. Αναπτύσσονται πρωτοβουλίες από ιδιωτικούς φορείς όπως ο Σύνδεσμος Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), αλλά η εικόνα δεν αλλάζει ουσιαστικά.

Αν λοιπόν δεν μπορούμε να πουλήσουμε το προϊόν στο οποίο έχουμε φυσικό πλεονέκτημα, πώς θα φτιάξουμε τους παραγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας που χρειάζεται η χώρα για να αλλάξει επίπεδο στον διεθνή ανταγωνισμό;

Keywords
Τυχαία Θέματα