Πλεονασματικοί και άφραγκοι

Κάθε χρόνο φεύγουν από τη χώρα 15 δισ. περισσότερα από όσα έρχονται και κανείς δεν ασχολείται. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο το 2024 ήταν 15,1 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 8,6% έναντι του αντίστοιχου ελλείμματος του 2023 που ήταν 13,9 δισ., είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Αυτά τα δισ. ευρώ κάθε χρόνο προκύπτουν επειδή τα έσοδα του τουρισμού και των εξαγωγών είναι αθροιστικά μικρότερα από την αξία των εισαγωγών μας. Ετσι, λείπουν κάθε χρόνο 15 δισ. που αντιστοιχούν στο 5% του ΑΕΠ και
επηρεάζουν όλα τα μεγέθη της οικονομίας. Αυτό το έλλειμμα μειώνει την εγχώρια ρευστότητα, αυξάνει την ανάγκη δανεισμού από το εξωτερικό, επιβαρύνει τον πληθωρισμό (έγινε με ακραίο τρόπο τα τελευταία δύο χρόνια λόγω Ουκρανίας), αυξάνει το κόστος δανεισμού, μειώνει την απασχόληση.Επίσης, περιορίζει τα έσοδα του Δημοσίου προκαλώντας πρόβλημα και στον Προϋπολογισμό, το οποίο οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν με αυξημένους φόρους. Για παράδειγμα, αν αντί να φεύγει στο εξωτερικό αυτό το ποσό εμείς παρήγαμε κάποια από τα εισαγόμενα προϊόντα, το κράτος θα εισέπραττε φόρους επί των κερδών των επιχειρήσεων που θα τα παρήγαγαν και θα αυξάνονταν τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου. Θα μπορούσε λοιπόν να μειώσει τους φόρους που είναι υψηλότεροι από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η ελληνική οικονομία θα γινόταν πολύ πιο ανταγωνιστική με αποτέλεσμα να είχαμε περισσότερες επενδύσεις - ελληνικές και ξένες.Η μείωση των φόρων θα οδηγούσε σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών και σε μείωση της διάθεσης για φοροδιαφυγή, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τις συνολικές εισπράξεις φόρων.Ποιος νοιάζεταιΚανείς όμως δεν ασχολείται πραγματικά με αυτό το έλλειμμα, όλοι πανηγυρίζουν για το πλεόνασμα του Προϋπολογισμού, το οποίο είναι μεγάλο βαρίδι για τους Ελληνες, αφού αποδεικνύει ότι το κράτος επιβαρύνει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις με υψηλούς φόρους. Το πρόβλημα με το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών δεν απασχολεί την Κομισιόν και δυστυχώς ούτε τις κυβερνήσεις μας. Η Ευρώπη δεν θεωρεί πρόβλημα αυτό το έλλειμμα διότι ουσιαστικά αποτελεί έσοδο για τις δικές της οικονομίες. Οταν εμείς αγοράζουμε γερμανικά ή γαλλικά αυτοκίνητα, τα λεφτά φεύγουν από την Ελλάδα και πάνε στη Γερμανία και στη Γαλλία. Κανένας ξένος δεν θα μας συμβουλεύσει να μειώσουμε αυτό το έλλειμμα, αντιθέτως χαίρονται να μεγαλώνει υπέρ τους και εις βάρος μας. Οταν λοιπόν η κυβέρνηση και ο υπουργός Οικονομικών θεωρούν ως κριτή τους την Κομισιόν και τους ξένους, προσπαθούν να τους ικανοποιήσουν αυξάνοντας το δημοσιονομικό πλεόνασμα -δηλαδή αυξάνοντας τα φορολογικά έσοδα και κόβοντας τις δαπάνες-, αλλά δεν ασχολούνται με το να περιορίσουν το καταστροφικό έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών. Περιοριζόμαστε στη σωτηρία που παρέχει ο τουρισμός, αλλά αυτή δεν είναι ούτε βέβαιη, ούτε αρκετή.Θα μπορούσαν οι κυβερνήσεις, αν φρόντιζαν να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή και μεταποίηση, να μειώσουν αυτό το έλλειμμα και με τα φορολογικά έσοδα που θα δημιουργούσε η αυξημένη παραγωγή και τα αυξημένα εισοδήματα να πετύχουν πάλι το δημοσιονομικό πλεόνασμα. Αυτό, όμως, είναι σχετικά δύσκολο για τις κυβερνήσεις μας. Είναι πιο απλό να βρίσκουν τρόπους να αδειάζουν τις τσέπες των φορολογουμένων και να μειώνουν τα εισοδήματα για να φτιάξουν το πλεόνασμα.Και προκαλεί ιδιαίτερη απορία τι ακριβώς κάνουν οι υπουργοί Ανάπτυξης, πέραν της διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων με όσο πιο εύκολο και αντιπαραγωγικό τρόπο μπορούν, για να ξεμπερδεύουν. Η οικονομία, ο ιδιωτικός τομέας δηλαδή, δεν αφήνεται από το κράτος να λειτουργεί όσο καλά θα μπορούσε. Δεν υπάρχει ένα πραγματικό αναπτυξιακό σχέδιο από τις κυβερνήσεις. Δεν σκέφτεται δηλαδή κανείς στο Δημόσιο πού και πώς θα μπορούσαμε να αυξήσουμε την παραγωγή μας, π.χ. σε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα, ώστε να περιοριστούν οι εισαγωγές λεμονιών από την Αργεντινή και σκόρδων από την Κίνα. Ούτε σκέφτεται κανείς γιατί εδώ δεν παράγουμε έστω και ψιλοπράγματα, π.χ. μανταλάκια (τυχαίο παράδειγμα), ή δεν συναρμολογούμε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας προσθέτοντας ελληνική προστιθέμενη αξία.Κανείς δεν σκέφτεται σοβαρά πώς θα υποκαταστήσουμε τις εισαγωγές μας με κάποια εγχώρια παραγωγή, αλλά επιθυμούμε αύξηση εξαγωγών τη στιγμή που δεν παράγουμε κάτι για να το εξάγουμε. Γιατί όμως δεν παράγουμε, γιατί ο ιδιωτικός τομέας δεν επενδύει σε παραγωγικές μονάδες; Διότι δεν συμφέρει. Και δεν συμφέρει διότι η παρέμβαση του κράτους καθιστά κάθε δουλειά, κάθε επένδυση, κάθε παραγωγική προσπάθεια ασύμφορη. Το φορολογικό πλαίσιο και μόνο θα αρκούσε για να αποτρέψει τις παραγωγικές επενδύσεις - και αυτό το λέει και η Κομισιόν στην έκθεσή της αυτής της εβδομάδας: «Το φορολογικό πλαίσιο της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι πολύπλοκο, κατακερματισμένο και να υπόκειται σε συχνές αλλαγές» και «το υψηλό διοικητικό βάρος για τη συμμόρφωση με τους φορολογικούς κανόνες αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την επιχειρηματικότητα στη χώρα». Στην Ελλάδα, όμως, η παρέμβαση του κράτους δεν περιορίζεται στους φόρους. Μέσω της τρομερής γραφειοκρατίας επιβαρύνει, καθυστερεί και αποτρέπει τους επιχειρηματίες συστηματικά. Και ο Γολγοθάς μιας παραγωγικής επένδυσης δεν έχει τέλος, διότι ακόμη κι αν περάσει τις δυσκολίες της γραφειοκρατίας, την περιμένει στη γωνία η Αρχαιολογική Υπηρεσία και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και αν τα περάσει και αυτά, η οδύσσεια συνεχίζεται με τις καταγγελίες των γειτόνων και των ανταγωνιστών, τις οποίες η αργή Δικαιοσύνη μπορεί να εξετάσει σε καμιά δεκαετία - αν είναι τυχερός ο παραγωγός.Με λίγα λόγια, όσο το κράτος στέκεται εμπόδιο σε κάθε παραγωγική προσπάθεια, όσο είμαστε αναγκασμένοι να εισάγουμε τα πάντα, ακόμη και τα γεωργικά προϊόντα, αντί να παράγουμε, δεν πρόκειται να βελτιωθεί η οικονομία. Το κράτος θα προσπαθεί να αρπάξει ό,τι του λείπει με τους φόρους και οι φορολογούμενοι θα γκρινιάζουν επειδή δεν τους μένει φράγκο.
Keywords
Τυχαία Θέματα